Από τις αρχές του 2023 η ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική υφίσταται έναν υψηλού επιπέδου ανταγωνισμό από τις ΗΠΑ μετά την ψήφιση (15/8/2022) του νόμου για την μείωση του πληθωρισμού (IRA), ο οποίος, κατά βάση, στοχεύει στην επιτάχυνση της ενεργειακής μετάβασης.
Ουσιαστικά πρόκειται για ένα επενδυτικό πρόγραμμα 369 δισ. δολαρίων σε επιδοτήσεις για δέκα χρόνια (2022-2032) προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τόσο οι παραγωγοί των πράσινων τεχνολογιών, όσο και οι καταναλωτές για την διαφοροποίηση της ζήτησης τους προς τα ηλεκτρικά σχήματα, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, κ.λπ.
Στο περιβάλλον αυτό, η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση θεωρεί ότι η στρατηγική αυτή πρόκληση, αποτελώντας μέρος της προστατευτικής πολιτικής των ΗΠΑ, θα οδηγήσει στην μετεγκατάσταση ευρωπαϊκών και μη ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε αμερικανικό έδαφος με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την ευρωπαϊκή βιομηχανία (αποβιομηχάνιση) και οικονομία.
Όμως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που στο πρόγραμμα (IRA) εισάγουν μία αναπτυξιακή στρατηγική με περισσότερο κράτος, δημόσιες επιδοτήσεις, νέες θέσεις εργασίας, καινοτόμες φορολογικές πρακτικές για την αύξηση των δημοσίων εσόδων, κ.λπ., μετά από διαφωνίες και καθυστερήσεις παρουσίασε (Φεβρουάριο του 2023) ένα σχέδιο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής βιομηχανίας με βάση τους κανόνες της ενιαίας αγοράς.
Δυο πυλώνες
Το συγκεκριμένο σχέδιο αποτελείται από δύο πυλώνες:
Ο πρώτος αναφέρεται στην απλούστευση των κανόνων που διέπουν την χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στο πλαίσιο της ενιαίας αγοράς και ο δεύτερος πυλώνας αναφέρεται στην δημιουργία ενός «Ταμείου Κυριαρχίας»,, το οποίο εφοδιασμένο με κοινούς δημοσιονομικούς πόρους προσδοκά την αντιστάθμιση των αποκλίσεων και των προκαλούμενων ανισορροπιών μεταξύ των κρατών-μελών (Α. Μartin,Alternatives Economiques,28/8/2023).
Με άλλα λόγια, η Ευρωπαϊκή Ένωση για να ενισχύσει οικονομικά την βιομηχανική της στρατηγική και ειδικότερα την πράσινη βιομηχανία της προσφεύγει στην ελάφρυνση των κρατικών ενισχύσεων, γεγονός που επιτρέπει στα κράτη-μέλη να επιδοτούν τις βιομηχανικές επιχειρήσεις τους υπό ορισμένες προϋποθέσεις, όπως π.χ. διασφάλιση των κανόνων του θεμιτού ανταγωνισμού, δημοσιονομικές δυνατότητες των κρατών-μελών, κ.λ.π.
Όμως με αυτές τις προϋποθέσεις διατρέχεται ο κίνδυνος βιομηχανικής απόκλισης και πόλωσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης κυρίως προς όφελος των ανεπτυγμένων χωρών της Ε.Ε.-27 οι οποίες έχουν περισσότερα δημοσιονομικά περιθώρια. Από την άποψη αυτή είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι από τις κρατικές ενισχύσεις ύψους 740 δισ. ευρώ που εγκρίθηκαν (Μάρτιος 2022), το 48,5% αφορούσαν την Γερμανία, το 22,6% την Γαλλία, ενώ στα υπόλοιπα κράτη-μέλη αφορούσε το υπόλοιπο 29% (A.Martin, 28/8/2023).
Παράλληλα, η μη αναφορά του «Ταμείου Κυριαρχίας» στην ενδιάμεση αναθεώρηση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού εκτιμάται από αναλυτές των ευρωπαϊκών θεμάτων ότι το συγκεκριμένο ταμείο υποβαθμίζεται, σε βαθμό που η Ευρωπαϊκή Ένωση περιορίζεται στην δημιουργία μίας ιστοσελίδας (STEP) στρατηγικών τεχνολογιών (βιοτεχνολογικές, ψηφιακές τεχνολογίες, καινοτομίες τεχνητής νοημοσύνης) στην Ευρώπη.
Τις εξελίξεις αυτές η ευρωβουλευτής Valerie Haver χαρακτήρισε ως «μία απλή επιχείρηση μάρκετινγκ», δεδομένου ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε οικονομικό επίπεδο προτείνει τη χρήση ήδη υπαρχόντων κεφαλαίων με μία απλή μικρή επέκταση».
Ως εκ τούτου, η προοπτική που διαγράφεται, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Jacques Delors είναι ότι «το νέο ευρωπαϊκό χρηματοδοτικό μέσο (Ταμείο Κυριαρχίας) καταλήγει στην ενοποίηση πέντε ήδη υπαρχόντων ταμείων καθώς και στην δημιουργία μίας νέας ιστοσελίδας», με αποτέλεσμα η ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική, βασιζόμενη στα κράτη-μέλη, να κινδυνεύει να χαρακτηρισθεί από έλλειψη συντονισμού που απαιτεί, αντικειμενικά, μία τέτοια στρατηγική μακράς και ευρωπαϊκής πνοής.
Όμως, το ερώτημα που προκύπτει είναι: πόσο πιθανό είναι το ευρωπαϊκό αυτό σχέδιο να ενισχύσει την ευρωπαϊκή βιομηχανική στρατηγική και να ανταγωνιστεί το αντίστοιχο των Ηνωμένων Πολιτειών, ακόμη και εάν, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ιστοσελίδα-πλατφόρμα (STEP) θα έχει μία συνολική επενδυτική ικανότητα 160 δισ. ευρώ;
Η απάντηση είναι ότι όχι μόνο δεν αρκεί, αλλά επιπλέον εκτιμάται ότι θα μπορούσε να αποβεί ελλιπές και αναποτελεσματικό με την έννοια ότι θα ελλοχεύει ο κίνδυνος κατακερματισμού της ενιαίας αγοράς, λόγω των διαφοροποιήσεων των δημοσιονομικών δυνατοτήτων που παρατηρούνται μεταξύ των κρατών-μελών.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει την πιθανότητα μετεγκαταστάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον η επιχειρηματική επιδότηση θα είναι πιο συμφέρουσα από το κράτος-μέλος αναχώρησης περιορισμένων δημοσιονομικών δυνατοτήτων. Παράλληλα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Jacques Delors, οι ελαφρύνσεις που σχετίζονται με τις κρατικές ενισχύσεις λήγουν τον Δεκέμβριο του 2025, ενώ οι αμερικανικές επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις λήγουν το 2032.
Κατά συνέπεια αναδεικνύεται ότι η ενίσχυση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής στρατηγικής προϋποθέτει την αυτοτελή συγκρότηση και λειτουργία του με αυτοτελείς πόρους μεσο-μακροπρόθεσμης (2023- 2033) χρηματοδότησης και υλοποίησης του ευρωπαϊκού σχεδίου βιομηχανικής πολιτικής.
* Άρθρο των Σάββα Γ. Ρομπόλη (φωτ,), Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.