Η χώρα μας αντιμετωπίζει ένα οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα και επίσης μια αυξανόμενη έλλειψηανειδίκευτου αλλά και εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, επισημαίνει ο Νίκος Καραμούζης, Πρόεδρος του SMERemediumCap και Μη Εκτελεστικός Πρόεδρος της Grant Thornton στην Ελλάδα.
«Από το 2010, ο πληθυσμός της Ελλάδος μειώνεται σταθερά κάθε χρόνο (περίπου κατά 40.000), παρά τη βελτίωση του προσδόκιμου ζωής. Αν αυτή η τάση συνεχιστεί σε βάθος χρόνου, θα καταλήξουμε με πληθυσμό 7,5 εκατομμύρια το 2050, έναντι 10.6 εκατομμύρια σήμερα, (η Τουρκία θα έχει πληθυσμό 140 εκατομμύρια! το 2050), μια πολλαπλώς πολύ επικίνδυνη εξέλιξη.
Είμαστε προφανώς αντιμέτωποι με μια σοβαρή απειλή την οποία οι εκάστοτε κυβερνήσεις έχουν μάλλον υποτιμήσει τη σημασία της. Οι κίνδυνοι για τη χώρα είναι μεγάλοι, ιδιαίτερα για τα εθνικά μας συμφέροντα, τις αναπτυξιακές μας δυνατότητες, τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού μας συστήματος και τη μεσοπρόθεσμη ευημερία του τόπου. Ουσιαστικά, διατηρήσιμοι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν μπορούν να επιτευχθούν μεσοπρόθεσμα με σταθερή μείωση του ενεργού εργατικού δυναμικού.
Η δημογραφική πρόκληση οφείλεται στο ότι οι γεννήσεις ανά γόνιμη γυναίκα έχουν μειωθεί δραματικά, στο 1,2 πρόσφατα, από 2,0 περίπου πριν 15-20 χρόνια, ένας σημαντικός αριθμός συμπατριωτών μας, έφυγαν στο εξωτερικό για απασχόληση την περασμένη δεκαετία, χειροτέρευσαν οι οικονομικές συνθήκες λόγω της ελληνικής οικονομικής κρίσης, αλλάζουν οι οικογενειακές κοινωνικές συνθήκες (π.χ. τεκνοποίηση σε μεγαλύτερη ηλικία, αύξηση διαζυγίων), υπάρχει σοβαρή υστέρηση μέτρων στήριξης της οικογένειας με παιδιά, καθώς και ανεπάρκεια των αναγκαίων δημόσιων και ιδιωτικών κοινωνικών υποδομών.
Η σταθερή πληθυσμιακή συρρίκνωση, οδηγεί σε μείωση του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, πρόβλημα το οποίο επαυξάνεται την τρέχουσα περίοδο από το σοβαρό περιορισμό των μεταναστευτικών ροών, την εφαρμοσμένη κοινωνική πολιτική σε θέματα εργασίας, που οδηγεί σε χαμηλότερη συμμετοχή του ενεργού πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό της χώρας, τις πολιτικές για την ανεργία που μάλλον δεν ενθαρρύνουν την απασχόληση, τις πολιτικές βελτίωσης των δεξιοτήτων των εργαζομένων που δεν αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τη διαρθρωτική ανεργία, κυρίως στους νέους και τις γυναίκες, παρότι ξοδεύονται εκατοντάδες εκατομμύρια δημοσίων πόρων και από το γεγονός ότι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας απασχολεί περισσότερο προσωπικό από αυτό που χρειάζεται, ιδιαίτερα τώρα που υλοποιείται επιθετικό πρόγραμμα ψηφιοποίησής του. Χρειαζόμαστε να υλοποιήσουμε πολιτικές επιδότησης της απασχόλησης και όχι στήριξης της ανεργίας.
Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα χρειάζεται μια γενναία μεταρρύθμιση που θα απελευθέρωνε παραγωγικούς πόρους. Καθετοποιημένη ψηφιοποίηση και εφαρμογή σύγχρονων τεχνολογιών, κεντροποίηση δραστηριοτήτων (π.χ. προμήθειες), διοικητική και λειτουργική αναδιοργάνωση, συνδυασμός αξιοκρατικών κριτηρίων με σύγχρονα συστήματα αξιολόγησης και υπηρεσιακής εξέλιξης, σύνδεση αμοιβής με παραγωγικότητά, προγράμματα σταδιακής και σχεδιασμένης εσωτερικής μετακίνησης και μετεκπαίδευσης του προσωπικού, ιδιωτικοποιήσεις, συγχωνεύσεις οργανισμών, επιλεκτικό κλείσιμο των κοινωνικά και οικονομικά αναποτελεσματικών δημοσίων φορέων και παροχή κινήτρων για τη μετακίνηση του πλεονάζοντος προσωπικού από το δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα.
Για την αντιμετώπιση της έλλειψης εργατικού δυναμικού, η κυβέρνηση προχώρησε επίσης στην υλοποίηση ενός γενναιόδωρου προγράμματος φορολογικών κινήτρων με στόχο να ενθαρρύνει τον επαναπατρισμό Ελλήνων του εξωτερικού, πρόγραμμα το οποίο δεν φαίνεται να αποδίδει το προσδοκώμενο όφελος. Ποιες είναι οι κύριες αιτίες αυτού του φαινομένου; κυριαρχούν οι θετικές διάφορες καθαρών αμοιβών υπέρ ξένων χωρών σε σύγκριση με την Ελλάδα, οι καλύτερες προοπτικές εργασιακής εξέλιξης στο εξωτερικό, τα ελληνικά πανεπιστήμια και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας δεν προσφέρουν ελκυστικό εργασιακό περιβάλλον και ανταγωνιστικές αμοιβές, τα ερευνητικά κέντρα στη χώρα είναι λίγα, η εγκριτική διαδικασία επαναπατρισμού γραφειοκρατική και η μέση ελληνική επιχείρηση είναι μικρού μεγέθους και οικογενειακής ιδιοκτησίας και διοίκησης, με αποτέλεσμα να μην ενσωματώνει εύκολα στελέχη που έχουν μάθει να εργάζονται σε θεσμικό και συλλογικό εργασιακό περιβάλλον διαχείρισης και λήψης αποφάσεων.
Αλλά κεντρικός πυλώνας αντιμετώπισης του δημογραφικού προβλήματος αποτελεί η υλοποίηση μιας ρηξικέλευθης οικογενειακής, κοινωνικής πολιτικής, με δέσμη κινήτρων και μέτρων στήριξης της ελληνικής οικογένειας, με στόχο να ενθαρρύνουμε τις γεννήσεις. Τέτοιες πρωτοβουλίες θα μπορούσαν να είναι, γενναίες πολυετής φοροαπαλλαγές και χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές, μηνιαίες επιδοτήσεις και κίνητρα σε οικογένειες για κάθε νέο παιδί που γεννιέται, σημαντική αύξηση των επιδομάτων τέκνων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, εφάπαξ μπόνους για κάθε γέννηση παιδιού, παροχή υπηρεσιών όλων των κοινωνικών ιδιωτικών (επιχειρήσεις) και δημοσίων δικτύων στήριξης της οικογένειας με παιδιά (π.χ. παιδικοί σταθμοί, ιατρική περίθαλψη, εκπαίδευση), καθιέρωση ακόμα πιο ευέλικτων όρων απασχόλησης για τους γονείς με περισσότερα από ένα παιδί και προτεραιότητα με ευνοϊκούς όρους για τις πολύτεκνες οικογένειες σε θέματα απασχόλησης, εκπαίδευσης και παροχής υπηρεσιών υγείας. Οι επιλογές αυτές έχουν προφανώς κόστος, αλλά το ζήτημα είναι ιδιαιτέρως σοβαρό για το μέλλον της χώρας μας.
Η κυβέρνηση επίσης, στο πλαίσιο της τόνωσης της απασχόλησης και της αναπτυξιακής δυναμικής, έχει διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο προσέλκυσης και εγκατάστασης κατοίκων εξωτερικού στην Ελλάδα. Κίνητρα σε φυσικά και νομικά πρόσωπα να επιλέξουν την Ελλάδα ως φορολογική έδρα, προσέλκυσης start up επιχειρήσεων, ξένοι συνταξιούχοι να μετακομίσουν στη χώρα, Έλληνες του εξωτερικού να επιστρέψουν, ξένες εταιρίες και εργαζόμενοι να επιλέξουν την Ελλάδα ως τόπο δραστηριοποίησης και εργασίας, εύποροι κάτοικοι εξωτερικού να εγκαταστήσουν στη χώρα μας γραφεία διαχείρισης της περιουσίας τους και κάτοικοι του εξωτερικού να αποκτήσουν δεύτερη κατοικία στην Ελλάδα μια εξέλιξη με πολλαπλά οφέλη.
Η Ισπανία έχει πάνω από 10 εκατομμύρια κατοίκους εξωτερικού, ιδιοκτήτες ακινήτων, ενώ στην Ελλάδα έχουμε σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης του θεσμού. Χρειάζεται σχέδιο με αυστηρούς οικολογικούς κανόνες, μέσω της δημιουργίας οικιστικών συστάδων, ακόμα και σε δημόσια γη, με υποδομές και προγράμματα χρηματοδότησης σε προεπιλεγμένες περιοχές της χώρας, με στόχο την προσέλκυση κατοίκων εξωτερικού να αποκτήσουν σπίτι στην Ελλάδα.
Η αποτελεσματικότητα των παραπάνω μέτρων διαφαίνεται ότι εξελίσσεται ομαλά αλλά ο βαθμός επιτυχίας είναι ακόμα περιορισμένος. Ίσως χρειάζεται μεγαλύτερος χρόνος ωρίμανσης των μέτρων. Υπάρχει δε και αυξανόμενος ανταγωνισμός με αντίστοιχες πρωτοβουλίες από άλλες χώρες, ενώ οι παραπάνω ενέργειες δεν αντιμετωπίζουν το άμεσο καθοριστικό ζήτημα της αυξανόμενης έλλειψης εργατικών χεριών.
Σήμερα χρειαζόμαστε επειγόντως τουλάχιστον 300,000 εργατικά χέρια σε εποχική και μονιμότερη βάση, συνεπώς αποτελεί λύση ανάγκης να διαμορφώσουμε μια σύγχρονη μεταναστευτική πολιτική, βελτιώνοντας τους όρους και την ταχύτητα νομιμοποίησης των παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα, συνάπτοντας διακρατικές συμφωνίες για εποχική απασχόληση και προσωρινή διαμονή και προσφέροντας στοχευμένα ισχυρότερα κίνητρα για τη μονιμότερη μετεγκατάσταση στην Ελλάδα, οικογενειών και εργαζομένων από φτωχότερες χώρες με χαρακτηριστικά που αφομοιώνονται ευκολότερα από την ελληνική κοινωνία.
Αλλά για την επιτυχή αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, απαιτείται να ικανοποιηθούν επίσης δυο κρίσιμες οικονομικές προϋποθέσεις.
Πρώτον, να επικρατήσει στη χώρα οικονομική αισιοδοξία και ισχυρή αναπτυξιακή προοπτική, όπου οι Έλληνες εργαζόμενοι, εντός και εκτός Ελλάδος, άλλα και οι νόμιμοι μετανάστες, θα αισθάνονται μεγαλύτερη σιγουριά για τα μελλοντικά τους εισοδήματα και τις δυνατότητας απασχόλησης, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά το δυνητικό διαθέσιμο εργατικό δυναμικό.
Δεύτερον, επειδή με βάση τα παραπάνω δημογραφικά δεδομένα το σχετικό κόστος εργασίας θα ακολουθήσει σταθερά ανοδική πορεία τα επόμενα χρόνια, σημαντικό τμήμα των αναγκών σε εργατικό δυναμικό, θα πρέπει να υποκατασταθεί από μεγάλες και μικρές εγχώριες και ξένες επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου και τεχνολογίας, ώστε να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγικότητα.
Απαιτείται μια άνευ προηγούμενου επενδυτική άνοιξη στην Ελλάδα, στηριζόμενη σε ξένα και εγχώρια κεφαλαία, με τις επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ να κινούνται κοντά στο 25% ετησίως για πολλά χρόνια, μια μεγάλη και δύσκολη πρόκληση για όλους, έναντι 14% που κατεγράφη το 2022, με αντίστοιχο μέσο όρο στην ευρωζώνη 22%. Χρειάζεται ισχυρή πολιτική βούληση, σχέδιο δράσης και απόλυτα φιλική διάθεση προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις. Σημαντική συνδρομή σ’ αυτή την κατεύθυνση θα αποτελέσουν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το περίφημο RRF και οι πόροι των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων, που σε συνδυασμό με την τραπεζική χρηματοδότηση και τα ιδιωτικά κεφάλαια, θα μπορούσαν να αθροίσουν το εντυπωσιακό ποσοστό των € 90 δισεκ. την επόμενη πενταετία. Παράλληλα, κρίσιμοι παράγοντες επίσης για την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας αποτελούν η υλοποίηση των έργων υποδομών, αλλά κυρίως η επενδυτική αφύπνιση των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που φαίνεται ότι υστερούν σε επενδυτικά σχέδια και χρηματοδότηση. Το μικρό μέγεθος της ελληνικής επιχείρησης (μέσος τζίρος € 12εκ.) και ο οικογενειακός τους χαρακτήρας, αποτελούν, ενίοτε, τροχοπέδη για την υλοποίηση των αναγκαίων επενδύσεων, του ψηφιακού μετασχηματισμού τους και της επίτευξης μεγαλύτερης οικονομικής εξωστρέφειας, ενώ ο πρόσφατος νόμος των συγχωνεύσεων και εξαγορών επιχειρήσεων είχε πενιχρά αποτελέσματα και πρέπει να επανεξεταστεί σε νέα ριζοσπαστική βάση».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.