Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Οι άμυνες του δανειολήπτη στην αύξηση των επιτοκίων

Κατά πόσο δικαιολογείται η άνοδος των επιτοκίων στα τραπεζικά δάνεια και πώς μπορούν να αντιδράσουν οι δανειολήπτες. Οι συμβάσεις και πότε μπορούμε να προσφύγουμε στα δικαστήρια. Γράφει ο Γ. Ψαράκης.

Οι άμυνες του δανειολήπτη στην αύξηση των επιτοκίων
  • Του Γιώργου Ψαράκη*

Εδώ και μερικές βδομάδες παρατηρούμε παντού τον εξής προβληματισμό: η άνοδος των επιτοκίων στα στεγαστικά και επιχειρηματικά δάνεια δικαιολογείται; Ή αλλιώς: η αύξηση του Euribor 3μήνου και του επιτοκίου των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ (ΠΚΑ) για ποιο λόγο να επηρεάζουν το κυμαινόμενο επιτόκιο ενός δανείου που έχει δοθεί από μια ελληνική τράπεζα; Παρακάτω κάποιες παραδοχές, για να γίνουν αντιληπτές οι βασικές αρχές λειτουργίας του συστήματος:

Όταν οι τράπεζες δανείζουν με κυμαινόμενο επιτόκιο, λογικό είναι να συνδέουν τη μεταβολή του επιτοκίου με κάποιους παράγοντες/κριτήρια που παρουσιάζουν συνάφεια με το κόστος αναχρηματοδότησής τους. Τα παλαιότερα χρόνια, η σύνδεση γινόταν με εντελώς αόριστα κριτήρια όπως λ.χ. «το κόστος του χρήματος», «τις συνθήκες της αγοράς» κ.λπ. Το ρυθμιστικό πλαίσιο της Τράπεζας της Ελλάδος, ωστόσο, από το 2002 (ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 και ΕΤΠΘ 178/3/19.7.2004) προβλέπει ότι η μεταβολή του κυμαινόμενου επιτοκίου πρέπει να συνδέεται αποκλειστικά με δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως τα παρεμβατικά επιτόκια της ΕΚΤ, το Euribor κ.λπ.

Επομένως η τράπεζα συνδέει το κυμαινόμενο επιτόκιό της με κάποιους από τους παραπάνω δείκτες. Περισσότερο αντιπροσωπευτικός δείκτης, φυσικά, θα είναι αυτός που ανταποκρίνεται στο κόστος του χρήματος για το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα. Και ερχόμαστε στο βασικό ερώτημα: από πού δανείζονται οι τράπεζες γενικά και από πού οι συστημικές ελληνικές τράπεζες συγκεκριμένα;

Οι τράπεζες στην Ευρώπη αντλούν τη χρηματοδότησή τους κυρίως από τρεις πηγές: α) από τους καταθέτες τους, β) από τη διατραπεζική αγορά και γ) από την ΕΚΤ μέσω, κυρίως, των πράξεων i) κύριας χρηματοδότησης, ii) οριακής χρηματοδότησης, iii) πιο μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης και iv) εξαιρετικής χρηματοδότησης (βλ. TLTROs, PELTROs κ.λπ.).

Βάσει μιας μελέτης της Fitch το 2022, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που διαθέτουν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα προέρχεται από καταθέσεις και αμέσως μετά από τους εξαιρετικούς μηχανισμούς χρηματοδότησης της ΕΚΤ. Διαβάζουμε από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος τον Μάιο του 2022: «Η ανοδική πορεία των καταθέσεων συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 2021, εν μέσω μείωσης των επιτοκίων καταθέσεων, με αποτέλεσμα το ύψος των καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά να ανέλθει σε 180 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2021, σημειώνοντας ιστορικό υψηλό δεκαετίας. […] Ταυτόχρονα, η ρευστότητα των τραπεζών συνέχισε να ενισχύεται από τη συμμετοχή τους στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος (Targeted Longer Term Refinancing Operations - TLTROs III), καθώς και την αποδοχή των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ως εξασφαλίσεων στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσύστηματος και τις πρόσφατες εκδόσεις στις διεθνείς αγορές».

Ο οίκος αξιολόγησης Morningstar DBRS αναφέρει σε σχετική έκθεσή του στις 21/3/2023: «Οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος μέσω καταθέσεων. Οι καταθέσεις των πελατών τους αντιπροσωπεύουν το 81% περίπου της συνολικής τους χρηματοδότησης στο τέλος του 2022… Περίπου το 80% αυτών αποτελούν καταθέσεις όψεως, με τις λοιπές να αποτελούν προθεσμιακές καταθέσεις».

Σύμφωνα δε με το από 31/3/2023 δελτίο Τύπου της Τράπεζας της Ελλάδος, «Τον Φεβρουάριο του 2023, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων αυξήθηκε στο 0,18%, ενώ το αντίστοιχο επιτόκιο των υφιστάμενων δανείων αυξήθηκε στο 5,52%. Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 5,34 εκατοστιαίες μονάδες».

Άρα, έχουμε το εξής δεδομένο: οι τέσσερις συστημικές τράπεζες δανείζονται κυρίως από τους καταθέτες τους με κόστος 0,18%, ενώ λαμβάνουν επιτόκια στα δάνεια που χορηγούν πάνω από 5% (έως και 8-9%). Πριν από λίγες ημέρες μάλιστα, τέθηκε το ζήτημα και μέσα στη Βουλή με σχετικό ερώτημα του Αντιπροέδρου της Βουλής κ. Κωνσταντινόπουλου, με τον εξής τίτλο: «Τα δυσανάλογα και εξωφρενικά κέρδη τραπεζών εις βάρος των δανειοληπτών». Η ίδια δε η έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της TτΕ του Νοεμβρίου 2022 αναφέρει το εξής: «Η θετική συμβολή της αύξησης των επιτοκίων στην προσπάθεια αντιμετώπισης του πληθωρισμού, αλλά και στην ενίσχυση της κερδοφορίας των τραπεζών βραχυπρόθεσμα, είναι αδιαμφισβήτητη».

Οι τράπεζες, ωστόσο, δεν προχωράνε σε αντίστοιχες αυξήσεις των επιτοκίων καταθέσεων για δύο βασικούς λόγους: α) πρώτον, δεν έχουν ανάγκη να προσελκύσουν καταθέτες, γιατί έχουν ήδη διασφαλίσει καλές συνθήκες ρευστότητας (βλ. ενδιάμεση έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος του Δεκεμβρίου 2022, όπου αναφέρεται ότι: «Η αύξηση των καταθέσεων λιανικής κατά τα προηγούμενα έτη διασφάλισε βελτιωμένες συνθήκες ρευστότητας στα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε αυτά να διατηρήσουν τα επιτόκια καταθέσεων σε πολύ χαμηλά επίπεδα παρά τις αυξήσεις των βασικών επιτοκίων του Ευρωσυστήματος») και β) δεύτερον, οι καταθέτες ούτως ή άλλως δεν έχουν πού αλλού να πάνε τα χρήματά τους αφού οι διαφορές στα επιτόκια μεταξύ των συστημικών τραπεζών είναι πολύ μικρές.

Κι ενώ έτσι έχουν τα πράγματα σήμερα, στα χρόνια της κρίσης, αν και τα βασικά επιτόκια αναφοράς (ΕΚΤ, EURIBOR) μειώνονταν συνεχώς ήδη από τα τέλη του 2008, τα επιτόκια επιχειρηματικών χορηγήσεων των τραπεζών ακολουθούσαν σε άλλες περιπτώσεις σταθερή και σε άλλες ακόμα και αντίστροφη πορεία. Τότε δηλ. οι τράπεζες, σε μεγάλο μέρος των δανείων τους, δεν προχωρούσαν σε αντίστοιχη προσαρμογή προς τα κάτω των συμβατικών επιτοκίων.

Η δυνατότητα αυτή των τραπεζών να κρατάνε τα συμβατικά επιτόκια σταθερά, όταν τα επιτόκια αναφοράς μειώνονται, αλλά να τα αυξάνουν όταν τα επιτόκια αναφοράς αυξάνονται, στηρίζεται στην προβληματική διατύπωση των ρητρών κυμαινόμενου επιτοκίου. Οι τελευταίες διατυπώνονται, συνήθως, στις συμβάσεις με τρόπο που να δίνεται απλώς η δυνατότητα στις τράπεζες να ακολουθούν τα επιτόκια αναφοράς, όταν και εφόσον εκείνες επιθυμούν.

Οι ρήτρες αυτές έχουν κριθεί άκυρες από την ελληνική δικαιοσύνη (βλ. πρόσφατα σχετική απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών: «Περαιτέρω σύμφωνα με τους προαναφερόμενους όρους, η τράπεζα "είχε τη δυνατότητα" και όχι την υποχρέωση, να προβαίνει μονομερώς σε αναπροσαρμογή του επιτοκίου, σε περίπτωση που οι συνθήκες της αγοράς το ευνοούσαν ή όταν το παρεμβατικό επιτόκιο της ΕΚΤ αυξανόταν αλλά και να διατηρεί αυτό σταθερό σε περίπτωση μείωσής του, διαψεύδοντας τις εύλογες προσδοκίες της ενάγουσας προς μείωση του επιτοκίου στην περίπτωση αυτή…»·

Δείτε και σχετική απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης: «Δηλαδή, παρόλο που με τον επίδικο όρο της δανειακής σύμβασης η αναπροσαρμογή του βασικού επιτοκίου της τράπεζας θα γινόταν με βάση δείκτες γενικού και ευρέως προσβάσιμου επιτοκιακού χαρακτήρα, όπως απαιτείται από την ΠΤΔΕ2501/2002, ήτοι τις μεταβολές του δείκτη Euribor μηνός, ώστε να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της αγοράς, δεν γίνεται, στον επίμαχο όρο, καμία αναφορά στον χρόνο που θα λαμβάνει χώρα η εν λόγω αναπροσαρμογή του επιτοκίου, παρά το ότι η αναφορά στο δείκτη Euribor μηνός αφήνει στον καταναλωτή - οφειλέτη την εντύπωση ότι η αναπροσαρμογή του επιτοκίου θα λαμβάνει χώρα κάθε μήνα, γεγονός όμως που δεν επαληθεύεται από την προσεκτική ανάγνωση του όρου, σύμφωνα με τον οποίο, η εναγομένη τράπεζα δύναται οποτεδήποτε και κατά το δοκούν να μεταβάλλει το επιτόκιο με βάση τον δείκτη Euribor μηνός που ισχύει κατά τον χρόνο που η ίδια αποφασίζει την εν λόγω αναπροσαρμογή»).

Πώς, όμως, μπορεί να αντιδράσει ο δανειολήπτης;

Α) Μπορεί απλά να προχωρήσει σε εξόφληση του δανείου του, εφόσον έχει αυτή τη δυνατότητα.

Β) Μπορεί προφανώς να διαπραγματευτεί τη μείωση του περιθωρίου του για να εξισορροπήσει την αύξηση του επιτοκίου αναφοράς, αλλά τούτο εναπόκειται και στη βούληση της ίδιας της τράπεζας να το συμφωνήσει.

Γ) Μπορεί να προσφύγει δικαστικώς ζητώντας τη διαμόρφωση από τον δικαστή μιας δίκαιης επιτοκιακής επιβάρυνσης, ισχυριζόμενος ότι το πιστωτικό ίδρυμα ενώ είχε την ευχέρεια να μην «ακολουθήσει» τις αυξήσεις του επιτοκίου βάσης, το έπραξε τούτο με απόλυτη χρονική ταύτιση παρά την έλλειψη συσχέτισης μεταξύ επιτοκίου αναφοράς και κόστους χρηματοδότησής του (βλ. άρθρο 371 του Αστικού Κώδικα που ορίζει ότι εφόσον έχει συμφωνηθεί ο καθορισμός ενός όρου της συμφωνίας να γίνει από ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη, τούτο πρέπει να γίνει κατά δίκαιη κρίση· εν προκειμένω ο όρος που έχει αφεθεί στην ευχέρεια καθορισμού της τράπεζας είναι το αν και πότε θα συγχρονίζεται το συμβατικό επιτόκιο δανεισμού με το επιτόκιο αναφοράς).

Το πρόβλημα προσπαθεί πλέον να λύσει η κυβέρνηση συμβιβαστικά με τα πιστωτικά ιδρύματα με καθορισμό σχετικού πλαφόν στα στεγαστικά δάνεια κ.λπ. Ήδη ένα μη συστημικό πιστωτικό ίδρυμα ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες ότι θα διατηρήσει αμετάβλητο το Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεών του παρά την αναπροσαρμογή του ελάχιστου επιτοκίου προσφοράς για τις πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Για τις επιχειρήσεις, όμως, το πρόβλημα δύσκολα θα αντιμετωπιστεί με οριζόντιο τρόπο και τούτο δημιουργεί ήδη τεράστια προβλήματα ρευστότητας. 

 

* Ο Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert είναι δικηγόρος Αθηνών, εταίρος στη δικηγορική εταιρεία «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com).


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v