Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε ανακοίνωση της στις 8 Μαρτίου 2023, που είναι προς επεξεργασία τονίζει αρχικά ότι οι δημοσιονομικές πολιτικές το 2024 θα πρέπει να διασφαλίζουν τη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους. Επίσης επισημαίνει ότι η γενική ρήτρα διαφυγής του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης», η οποία προβλέπει προσωρινή παρέκκλιση από τις δημοσιονομικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται σε εξαιρετικές περιπτώσεις, θα απενεργοποιηθεί στο άμεσο μέλλον.
Επαναφέρει τα κριτήρια και τις συστάσεις της ανά χώρα για τη δημοσιονομική πολιτική του 2024. Όλα αυτά εντάσσονται στο νέο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης που ετοιμάζει. Έως τότε, το ισχύον νομικό πλαίσιο εξακολουθεί να ισχύει. Έως λοιπόν την εφαρμογή των νέων μέτρων, δεν θα ακολουθείται ό,τι ίσχυε πριν την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής το 2020. Οπότε το 2023 θα κυλίσει «ομαλά» χωρίς δημοσιονομικούς περιορισμούς.
Τα κράτη μέλη καλούνται να θέσουν δημοσιονομικούς στόχους που να συμμορφώνονται με τα κριτήρια της δημοσιονομικής προσαρμογής όπως αυτά καθορίζονται στους ήδη θεσπισμένους μεταρρυθμιστικούς προσανατολισμούς της Επιτροπής.
Καλούνται επίσης τα κράτη-μέλη να συζητήσουν τον τρόπο με τον οποίο τα μεταρρυθμιστικά και επενδυτικά τους σχέδια αναμένεται να συμβάλουν στη δημοσιονομική βιωσιμότητα και τη βιώσιμη χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη.
Ως εκ τούτου, οι προτάσεις της Επιτροπής για το 2024:
- θα είναι σύμφωνες με τους δημοσιονομικούς στόχους, οι οποίοι συνάδουν με τη διασφάλιση ότι ο δείκτης δημόσιου χρέους τίθεται σε καθοδική πορεία ή παραμένει σε συνετό επίπεδο και ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι χαμηλότερο από την τιμή αναφοράς του 3 % του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα.
- θα ποσοτικοποιούνται και θα διαμορφώνονται με βάση το χρέος και τους μεταρρυθμιστικούς προσανατολισμούς της ΕΕ.
- θα δίνουν έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις. Όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να προστατεύουν τις εθνικά χρηματοδοτούμενες επενδύσεις και να διασφαλίζουν την αποτελεσματική χρήση των κονδυλίων στο πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και των άλλων Ταμείων της ΕΕ.
Λόγω της υψηλής αβεβαιότητας, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν θα πρέπει να ληφθεί απόφαση την φετινή άνοιξη (του 2023) για την υπαγωγή ή μη των κρατών μελών στη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος. Η Επιτροπή θα προτείνει στο Συμβούλιο να κινήσει όμως τις διαδικασίες του υπερβολικού ελλείμματος την Άνοιξη του 2024 βάσει των πραγματικών στοιχείων του 2023, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις.
Τα προαναφερθέντα, λοιπόν, προτείνουν εύλογα για τη χώρα μας τα ακόλουθα, πλην της προσπάθειας για πτωτική πορεία του χρέους/ΑΕΠ: Επαναφορά στα συμφωνηθέντα του πρωτογενούς πλεονάσματος που οφείλουμε να έχουμε στον κρατικό προϋπολογισμό του 2024 (που προκύπτει από τα έσοδα πλην τις δαπάνες αφαιρουμένων των τόκων των δανείων που πληρώνουμε). Αυτό εκτιμάται ότι θα ανέλθει στο 2% του ΑΕΠ. Για εμάς όμως θα ισχύει το 2,2% για το 2024 και ό,τι προβλέπεται για το μέλλον, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις του 3ου Μνημονίου, εκτός αν ευθυγραμμισθούμε με τον γενικό κανόνα του 2%.
Από την ανακοίνωση της Κομισιόν, και τα όσα προτείνει από τον Νοέμβριο του 2022, συνάγεται ότι δεν θα ενεργοποιηθεί το σε αναστολή από το 2019 «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», που πρόβλεπε ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς (δηλ. έσοδα πλην τις δαπάνες –και οι τόκοι μέσα σε αυτές– ίσο με το μηδέν ή κοντά στο μηδέν υπό προϋποθέσεις!).
Από τη μια πλευρά, λοιπόν, θα ισχύσουν τα ήδη προβλεπόμενα (δηλ. έλλειμμα γενικής κυβέρνησης κατώτερο του 3% του ΑΕΠ και πτωτική πορεία χρέους /ΑΕΠ). Από την άλλη όμως, στο πλαίσιο εξειδίκευσης των προτάσεων της Επιτροπής, χώρες με μεγάλες αποκλίσεις από τα συμφωνηθέντα, όπως η Ελλάδα (βλ. χρέος), οφείλουν να συντάξουν Μνημόνιο δικών τους επιλογών που θα εγκριθεί όμως από την Επιτροπή.
Η χρηματοδότηση των αναγκών των υπερχρεωμένων κρατών δεν φαίνεται να προτείνεται ως λύση μέσω του δανεισμού της μορφής που γνωρίσαμε κατά τα τρία Μνημόνια. Οπότε κάθε κράτος-μέλος οφείλει να βρει τα χρήματα που χρειάζεται από μόνο του!!!
Εδώ και καιρό επισημαίνουμε ότι το 2024 θα είναι πολύ διαφορετικό από ό,τι γνωρίσαμε ως τώρα. Βασικό χαρακτηριστικό του θα είναι η ύπαρξη Μνημονίων άλλης μορφής βέβαια σε σχέση με τα όσα βιώσαμε για τα «απείθαρχα» κράτη-μέλη. Το τελευταίο προβλέπεται και εμμέσως τόσο από το «Πακέτο των 6 μέτρων» της ΕΕ του 2011(που εισάγει μια αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία με κυρώσεις για τους παραβάτες) όσο και από
«Το πακέτο των 2 μέτρων» του 2013 (που εισάγει μια ενισχυμένη εποπτεία για τις υπερχρεωμένες χώρες έως ότου εξοφλήσουν το 75% των χρημάτων που έλαβαν από την ΕΕ γενικά).
Στο πλαίσιο αυτό ο κρατικός προϋπολογισμός οφείλει να γνωρίσει μια ριζική αναδιάταξη των πόρων του, με τον περιορισμό της άκρατης σπατάλης που υπάρχει σήμερα –έχοντας πρωταγωνιστές πολλούς Δήμους και Υπουργεία– και με την αύξηση των εσόδων που θα προέλθουν, πλην της φοροδιαφυγής, από την εύρεση δραστικών λύσεων σε χρόνιες παθογένειες (τολμηρή ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους).
Στο πλαίσιο αυτό, όμοιες θετικές επιπτώσεις θα επιφέρει η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας εκτός του Υπερταμείου, η αλλαγή του τρόπου διενέργειας των κρατικών προμηθειών εκείνων που συνδέονται με τις σημερινές απευθείας αναθέσεις και η αναδιάρθρωση του προγράμματος των δημοσίων επενδύσεων με την διαγραφή επενδυτικών επιλογών βιτρίνας, δηλαδή με ελάχιστες πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις.
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι υποψήφιος Βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης ΣΥΡΙΖΑ/ΠΣ, Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ και πρωην Αν. Υπουργός Οικονομικών
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.