Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Πλειστηριασμοί: Τι αλλάζει και τι όχι μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου

Τι πρέπει να γνωρίζουν οι δανειολήπτες μετά την πρόσφατη απόφαση για τους servicers. Το σκεπτικό, η τεκμηρίωση της μειοψηφίας και τι μέλλει γενέσθαι. Γράφει ο δικηγόρος Γιώργος Ψαράκης.

Πλειστηριασμοί: Τι αλλάζει και τι όχι μετά την απόφαση του Αρείου Πάγου
  • Του Γιώργου Ψαράκη*

Την προηγούμενη βδομάδα δημοσιεύθηκε η πολυαναμενόμενη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου για τους servicers (1/2023).

Τα βλέμματα όλων των οφειλετών τώρα είναι στραμμένα προς τη Βουλή, ευελπιστώντας σε μια νομοθετική παρέμβαση πριν τις εκλογές. Οριζόντιες λύσεις, ωστόσο, είναι σχεδόν απίθανο να δοθούν.

Άρα έχουμε επιστρέψει στην κατάσταση που ίσχυε προ του καλοκαιριού του 2022, όταν και δημοσιεύσαμε το άρθρο μας για τις τέσσερις δικαστικές αποφάσεις που ανέτρεπαν το μέχρι τότε σκηνικό (βλ. εδώ). Το παράθυρο που δημιουργήθηκε το 2022 μετά από μια σειρά αποφάσεων, δεν ήταν δυνατό να μείνει ανοικτό για αρκετό καιρό και, είτε νομοθετικά είτε νομολογικά (όπως κι έγινε), θα επιλυόταν. Ποιο το σκεπτικό, όμως, της επίμαχης απόφασης και τι γίνεται από δω και πέρα;

1. Είναι αντιληπτό σε όλους ότι η εν λόγω απόφαση στηρίχθηκε περισσότερο στην ανάγκη επίλυσης ενός υπαρκτού προβλήματος παρά σε στέρεη νομική επιχειρηματολογία. Δεν συμφώνησαν όλοι οι δικαστές με την επικρατήσασα άποψη· 56 δικαστές τάχθηκαν υπέρ της δυνατότητας των servicers, σε απαιτήσεις που έχουν μεταβιβαστεί με το ν. 3156/2003, να διενεργούν κατασχέσεις και 9 δικαστές κατά.

Η μειοψηφούσα άποψη πείθει πολύ περισσότερο και όντως είναι καλύτερα τεκμηριωμένη. Σκέψεις σκοπιμότητας φαίνεται να βάρυναν στην απόφαση της πλειοψηφίας των Αρεοπαγιτών, δεδομένου ότι η καθυστέρηση ή αδυναμία είσπραξης εκ μέρους των servicers θα είχε σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομική κατάσταση της χώρας. Μάλιστα η πλειοψηφία αναφέρει το εξής: «… θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1εδαφ. α' του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις». Το παράδοξο, όμως, είναι ότι το πρόβλημα το προκάλεσαν τελικά τα ίδια τα funds, που εν γνώσει τους έκαναν χρήση του νόμου του 2003 και όχι η νομοθετική ή η δικαστική εξουσία.

Όπως γράφαμε τον Οκτώβριο του 2022: «Η ευθύνη, όμως, είναι τελικά δική τους, γιατί επέλεξαν να παρακάμψουν το νόμο του 2015, ανασύροντας από τα "συρτάρια" τους ένα παλαιότερο νομοθέτημα που είχε ψηφιστεί με τελείως διαφορετική στοχοθεσία. […] αιφνιδιάστηκαν χιλιάδες οφειλέτες, αφού μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις τους με βάση το νόμο του 2003 χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να ρυθμίσουν, αλλά τώρα κάπως πρέπει να σώσουμε την κατάσταση» (βλ. εδώ). Εξάλλου, η εν λόγω απόφαση τελικά έχει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα ως προς την ασφάλεια δικαίου που επιθυμεί να προάγει, γιατί υιοθετεί μια αντίληψη περί έκδοσης αποφάσεων με γνώμονα τα οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονται και όχι τις αποδεκτές ερμηνευτικές μεθόδους.

2. Σύμφωνα με το ενδιαφέρον τμήμα του σκεπτικού της μειοψηφίας: «Ο νόμος 4354/2015 ουσιαστικά δεν εφαρμόσθηκε, αφού τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, αξιοποιώντας τη νομική δυνατότητα που τους δόθηκε, με τη διατήρηση σε ισχύ του Ν. 3156/2003, α) για να αποφύγουν τις αυστηρές ρυθμίσεις του Ν. 4354/2015, που έχουν θεσπισθεί προς προστασία των δανειοληπτών και ιδίως τη θεσπιζόμενη με τον νόμο αυτό (άρθρο 3 παρ. 2) ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων καταναλωτών, προηγούμενη πρόσκληση των συνεργάσιμων δανειολήπτη και εγγυητή να διακανονίσουν την οφειλή τους, βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, και β) για να επωφεληθούν από τη φορολογική ατέλεια του Ν. 3156/2003 […] και να μην καταβάλουν έτσι τους αναλογούντες φόρους, που θα κατέβαλαν, αν οι μεταβιβάσεις γίνονταν κατά τον Ν. 4354/2015, επέλεξαν, όπως τους παρασχέθηκε το σχετικό δικαίωμα, να μεταβιβάσουν τις κατά των δανειοληπτών απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 10 τουΝ. 3156/2003».

Τον Μάιο του 2021 είχαμε τονίσει τα συγκεκριμένα δύο ζητήματα (βλ. εδώ): «Εκτός κάποιων φορολογικών ζητημάτων, ένας βασικός λόγος προτίμησης είναι η απουσία στο νόμο του 2003 υποχρέωσης προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης του δανειολήπτη και του εγγυητή πριν από την πώληση του δανείου, ώστε να διακανονίσουν τις οφειλές τους».

3. Η πλειοψηφούσα γνώμη αναφέρει τα εξής: «Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν.3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015».

Είναι πράγματι ενδιαφέρουσα η εν λόγω επιχειρηματολογία. Όπως έχουμε ξαναγράψει, τόσες μέρες συζητήσεων στη Βουλή, δεκάδες ώρες επεξεργασίας στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή, με στόχο, μεταξύ άλλων, και την προστασία των δανειοληπτών στο πλαίσιο ψήφισης του νόμου του 2015, όλα τελικά έγιναν χωρίς κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα· η απαλλαγή από την εφαρμογή των ειδικότερων προϋποθέσεων του νόμου του 2015 μπορεί απλά να γίνει μέσω της χρήσης του νόμου του 2003. Δεν νομίζω φυσικά ότι αυτός ήταν ο στόχος και η βούληση των βουλευτών που ψήφισαν τον συγκεκριμένο νόμο το 2015.

4. Η απόφαση της Ολομέλειας δεν δεσμεύει νομικά τα κατώτερα δικαστήρια, μεταξύ των οποίων και τα Πρωτοδικεία, τα οποία και κυρίως αποφασίζουν επί ανακοπών κατά κατασχέσεων. Στήριγμα σε μια τέτοια αντίθετη κρίση χαμηλότερης βαθμίδας δικαστηρίου θα μπορούσε λ.χ. να είναι η τεκμηριωμένη άποψη της μειοψηφίας, η οποία και προχώρησε σε έλεγχο νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας.

Επίσης, τυχόν μη συμμόρφωση με την απόφαση της Ολομέλειας δεν αποτελεί πειθαρχικό αδίκημα για τους δικαστές που προβαίνουν σε υποστήριξη αντίθετων θέσεων, εφόσον φυσικά λαμβάνει χώρα και η αντίστοιχη τεκμηρίωση (βλ. και την με αρ. 20 Γνωμοδότηση του Συμβουλευτικού Συμβουλίου Ευρωπαίων Δικαστών (CCJE): «Αυτή η απόκλιση από τη νομολογία δεν θα πρέπει να επιφέρει πειθαρχικές κυρώσεις ή να επηρεάζει την αξιολόγηση της εργασίας του δικαστή αλλά θα πρέπει να θεωρείται σαν ένα στοιχείο της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος»). Εξάλλου ο ίδιος ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (νόμος 4938/2022, άρθρο 23) θεωρεί ανεπίτρεπτη οποιαδήποτε οδηγία, σύσταση ή υπόδειξη σε δικαστικό λειτουργό για ουσιαστικό ή δικονομικό θέμα σε συγκεκριμένη υπόθεση ή κατηγορία υποθέσεων. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, εκτός της διδακτικής λειτουργίας που ασκούν λόγω του κύρους τους, έχουν ως βασικό στόχο την εξασφάλιση της ενότητας της νομολογίας και άρα της προβλεψιμότητας των δικαστικών αποφάσεων (ασφάλεια δικαίου). Με βάση αυτό το σκεπτικό, άρα, θεωρώ εξαιρετικά απίθανο να υπάρξουν στο άμεσο μέλλον δικαστήρια που θα εμμείνουν στην αντίθετη από αυτής της Ολομέλειας άποψη.

5. Οι άμυνες των δανειοληπτών παραμένουν ως είχαν και πριν εμφανιστεί το συγκεκριμένο νομικό ζήτημα για τη νομιμοποίηση των servicers (βλ. εδώ). Μια μικρή χρονική ανάσα, εξάλλου, προς τους δανειολήπτες στην περίπτωση του πλειστηριασμού παρέχει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας με το βοήθημα της δικαστικής αναστολής (του άρθρου 1000 ΚΠολΔ), όπου προβλέπεται η δυνατότητα αναστολής του πλειστηριασμού μέχρι 6 μήνες υπό τον όρο καταβολής του ¼ του ποσού για το οποίο έλαβε χώρα η κατάσχεση μαζί με τα έξοδα της εκτέλεσης (η προθεσμία κατάθεσης του ένδικου βοηθήματος είναι 15 εργάσιμες ημέρες πριν τον πλειστηριασμό).

6. Ο Κώδικας Δεοντολογίας και ο Εξωδικαστικός Μηχανισμός Ρύθμισης Οφειλών είναι δύο πλαίσια που σπάνια βοηθάνε και πάντα χέρι-χέρι με τον πληρεξούσιο δικηγόρο, καθότι είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα απαιτηθεί δικαστική συνδρομή (βλ. κι εδώ για σχετικό άρθρο με τίτλο «Η Προστασία (;) του Εξωδικαστικού Μηχανισμού από Πλειστηριασμούς και λοιπές Πράξεις Εκτέλεσης»). Οι αλλαγές που ψηφίζονται αυτή τη βδομάδα στη Βουλή δεν προβλέπεται να αλλάξουν άρδην την κατάσταση. Επίσης, όντως υφίσταται η δυνατότητα για τους ευάλωτους δανειολήπτες να μπουν στην ηλεκτρονική πλατφόρμα της ΕΓΔΙΧ και να λάβουν πιστοποιητικό ευάλωτου οφειλέτη, στο πλαίσιο του Ενδιάμεσου Προγράμματος του νόμου 4916/2022.

Ο πλειστηριασμός θα ανασταλεί, αλλά η κατοικία τους τελικά θα περάσει μετά από λίγους μήνες στην κυριότητα του Φορέα Απόκτησης και Επαναμίσθωσης Ακινήτων και θα υποχρεούνται να καταβάλλουν μίσθωμα. Θα πρέπει να πληρούνται φυσικά και οι αυστηρές προϋποθέσεις του νόμου, π.χ. σε μονοπρόσωπο νοικοκυριό, το συνολικό εισόδημα δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 7.000 ευρώ και η συνολική αξία της ακίνητης περιουσίας δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 120.000.

7. Στην πράξη, εφόσον έχει λάβει χώρα η κατάσχεση, για να ανασταλεί ο πλειστηριασμός οι servicers απαιτούν συνήθως καταβολή ποσού ύψους περίπου 10-20% της τιμής πρώτης προσφοράς του ακινήτου, υπολαμβάνοντας προφανώς ότι ο οφειλέτης έχει κάποιο ποσό διαθέσιμο το οποίο και δεν είναι εμφανές στους δανειστές του. Τέτοια ποσά, ωστόσο, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν είναι δυνατόν να βρεθούν, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτή η συναινετική αναστολή του πλειστηριασμού. 

 

* Ο Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert, είναι δικηγόρος Αθηνών, εταίρος στη δικηγορική εταιρεία «ΨΑΡΑΚΗΣ ΚΕΦΑΛΑΣ» (www.psarakislegal.com).


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v