[Η αστική τάξη] αναγκάζει όλα τα έθνη, υπό την ποινή αφανισμού, να υιοθετήσουν τον αστικό τρόπο παραγωγής. Τα αναγκάζει να εισαγάγουν στην ίδια τους τη χώρα ό,τι αποκαλούν πολιτισμό, δηλαδή να γίνουν και αυτά αστικά. Κοντολογίς, δηλαδή, δημιουργεί έναν κόσμο κατ' εικόνα και ομοίωσή της.
Μαρξ και Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (1848), [μτφρ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδ. Ερατώ, 1998]
Τη συγκεκριμένη εποχή που έγιναν αυτές οι ανακαλύψεις [της Αμερικής και των Ανατολικών Ινδιών], έτυχε οι Ευρωπαίοι να έχουν ένα πλεονέκτημα ισχύος τόσο μεγάλο που τους επέτρεψε να διαπράξουν ατιμωρητί κάθε είδους αδικία σε εκείνους τους μακρινούς τόπους. Μπορεί στο εξής οι γηγενείς αυτών των χωρών να γίνουν ισχυρότεροι, ή εκείνοι της Ευρώπης πιο αδύναμοι, και ίσως, τότε, όλοι οι άνθρωποι που κατοικούν στα διάφορα μέρη του κόσμου να αποκτήσουν εκείνη την ισότητα θάρρους και ισχύος η οποία, εμπνέοντας τον αμοιβαίο φόβο, είναι η μόνη που μπορεί να κατανικήσει την αδικία μεταξύ των ανεξάρτητων εθνών, μετατρέποντάς τη σε ένα είδος αλληλοσεβασμού των δικαιωμάτων τους. Τίποτε, όμως, δεν φαντάζει πιθανότερο να επιφέρει αυτή την ισορροπία ισχύος από την ανταλλαγή γνώσεων και κάθε λογής βελτιώσεων, η οποία φυσιολογικά - ή μάλλον υποχρεωτικά - επέρχεται με τη γενική άνθιση του διακρατικού εμπορίου.
Adam Smith, Ο πλούτος των εθνών (1776)
Ξεκινώ το άρθρο αυτό με δύο παραθέματα, τα οποία κατά την ταπεινή μου γνώμη, αποτελούν και μοναδικά κλειδιά ερμηνείας της οικονομικής πορείας του αναπτυγμένου κόσμου, αλλά και των χωρών που σήμερα φιλοδοξούν, όπως η Κίνα για παράδειγμα, να έχουν μια ηγετική θέση στο παγκόσμιο στερέωμα.
Το πρώτο παράθεμα προέρχεται από το έργο των Καρλ Μαρξ και Φρίντριχ Ένγκελς και έχει ηλικία περίπου 176 ετών· το δεύτερο, από τον Adam Smith, και είναι περίπου 250 ετών. Στα αποσπάσματα αυτά, από δύο κλασικά έργα της πολιτικής οικονομίας, αποτυπώνεται, καλύτερα ίσως απ' ό,τι σε οποιοδήποτε σύγχρονο σύγγραμμα, ο πυρήνας των δύο κοσμοϊστορικών αλλαγών που διέρχεται ο κόσμος μας.
Η πρώτη από αυτές αφορά την εδραίωση του καπιταλισμού όχι απλώς ως του κυρίαρχου, αλλά ως του μοναδικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος στον κόσμο. Η δεύτερη αφορά την κατανομή της οικονομικής ισχύος μεταξύ Ευρώπης και Βόρειας Αμερικής, από τη μια πλευρά, και Ασίας από την άλλη, λόγω της ραγδαίας ανάδυσης αυτής της ηπείρου.
Για πρώτη φορά μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, τα εισοδήματα στις τρεις αυτές ηπείρους σταδιακά συγκλίνουν, επιστρέφοντας περίπου στα ίδια σχετικά επίπεδα στα οποία βρίσκονταν πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση (σήμερα, φυσικά, σε πολύ υψηλότερο απόλυτο επίπεδο εισοδήματος).
Συνεπώς, τόσο η μονοκρατορία του καπιταλισμού όσο και η οικονομική αναγέννηση της Ασίας, αποτελούν δύο πολύ σημαντικές εξελίξεις στην παγκόσμια ιστορία - οι οποίες, μάλιστα, πιθανόν συνδέονται μεταξύ τους.
«...Το γεγονός ότι όλη η υφήλιος λειτουργεί πλέον με βάση τις ίδιες οικονομικές αρχές - μια κερδοσκοπικά προσανατολισμένη παραγωγή, η οποία βασίζεται στην ελεύθερη διάθεση της εργασίας από τον μισθωτό και κατά κύριο λόγο σε ιδιωτικά κεφάλαια, με αποκεντρωμένες μορφές συντονισμού- δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Ο καπιταλισμός κατά το παρελθόν, από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τη Μεσοποταμία του 6ου αιώνα, μέχρι τις μεσαιωνικές πόλεις-κράτη της Ιταλίας και τις Κάτω Χώρες της σύγχρονης εποχής, ήταν πάντοτε υποχρεωμένος να συνυπάρχει - ενίοτε, μέσα στο ίδιο πλαίσιο πολιτικής οργάνωσης μιας κοινωνίας - με άλλους τρόπους οργάνωσης της παραγωγής.
Σε αυτούς περιλαμβάνονταν το κυνήγι και η τροφοσυλλογή, διάφορες μορφές δουλείας, η δουλοπαροικία (όπου οι ακτήμονες εργάτες ήταν εξαρτημένοι από τη γη που καλλιεργούσαν και τους απαγορευόταν να προσφέρουν την εργασία τους σε άλλους) και η μικρής κλίμακας παραγωγή προϊόντων από ανεξάρτητους τεχνίτες η μικροκαλλιεργητές. Ακόμα και πριν από μόλις εκατό χρόνια, κατά την εμφάνιση της πρώτης ενσάρκωσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, εξακολουθούσαν να απαντούν ανά τον κόσμο όλοι αυτοί οι τρόποι παραγωγής. Μετά τη Ρωσική Επανάσταση, ο καπιταλισμός μοιράστηκε τον κόσμο με τον κομμουνισμό, ο οποίος επικράτησε σε χώρες στις οποίες κατοικούσε το 1/3 περίπου του ανθρώπινου πληθυσμού. Σήμερα όμως δεν έχει απομείνει παρά ο καπιταλισμός, αν εξαιρέσουμε ορισμένες εξαιρετικά περιθωριακές περιοχές που δεν ασκούν την παραμικρή επιρροή στις παγκόσμιες εξελίξεις....».
Αυτά αναφέρει στο βιβλίο του «Καπιταλισμός χωρίς αντίπαλο», ο φιλικός προς τη σοσιαλδημοκρατία Σέρβος Καθηγητής Μπράνκο Μιλανοβιτς (Εκδόσεις Πολις), ο οποίος για αρκετά χρόνια υπήρξε και ερευνητής στην Παγκόσμια Τράπεζα.
Είναι σαφές έτσι ότι ο συγγραφέας φέρνει στο προσκήνιο ένα κορυφαίο πρόβλημα της εποχής μας το οποίο επηρεάζει άμεσα και δυναμικά την επαναδιαμόρφωση των παγκόσμιων σχέσεων ισχύος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επικράτηση και εξάπλωση του αποκαλούμενου Καπιταλιστικού συστήματος ναι μεν επαληθεύει ορισμένες προβλέψεις των Μαρξ και Ένγκελς, σε μεγάλο βαθμό όμως δικαιώνει τις μεταγενέστερες θεωρίες του Γιόζεφ Σουμπέτερ για «δημιουργικές καταστροφές» και του Λούντβιχ φον Μίζες για το ρόλο της ελευθερίας.
Όλοι οι παραπάνω στοχαστές, αναγνώριζαν με διαφορετικά κριτήρια, συγκοινωνούντα όμως μεταξύ τους, ότι ο καπιταλισμός, νοούμενος ως σύστημα παραγωγής πλούτου, δεν μπορεί να επιβιώνει παρά μόνον επεκτείνοντας το χώρο της δράσης του μέσω μονίμης δημιουργίας και καινοτομίας. Η διασυνοριακή ανταλλαγή αγαθών, η ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, η άνοδος της παραγωγικότητας και η ελεύθερη κίνηση της εργασίας, αποτελούν κορυφαία εργαλεία λειτουργίας του συστήματος, το οποίο μπαίνει σε φάση κρίσης κάθε φορά που μετεξελίσσεται.
Σε αντίθεση με τον αποκαλούμενο καπιταλισμό, οι περίφημες κομμουνιστικές κοινωνίες, ήσαν πριν απ’ όλα αυτάρκεις, ως εκ τούτου δε, κλεισμένες στα εθνικά τους σύνορα, με πολύ περιορισμένη διασυνοριακή κυκλοφορία αγαθών, κεφαλαίων και εργαζομένων. Ακόμα και εντός του σοβιετικού μπλοκ, οι εμπορικές σχέσεις περιορίζονταν αποκλειστικά στην πώληση του πλεονάσματος αγαθών ή διέπονταν από τις εμποροκρατικές αρχές των διμερών διαπραγματεύσεων. Πρόκειται για ένα σύστημα εντελώς διαφορετικό από τον καπιταλισμό, ο οποίος, όπως είχαν επισημάνει οι Μαρξ και Ένγκελς, έχει μια εγγενή τάση να επεκτείνεται.
Εξίσου αναμφισβήτητη με την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μοιάζει και η ιδέα ότι το να βγάζεις χρήματα δεν είναι απλώς ένας σεβαστός, αλλά ο σημαντικότερος σκοπός στη ζωή των ανθρώπων, ένα κίνητρο που το κατανοούν όλοι, όπου κι αν ζουν και σε οποιαδήποτε κοινωνική τάξη κι αν ανήκουν.
Πιθανότατα θα δυσκολευόμασταν να πείσουμε κάποιον άλλο άνθρωπο – με εμπειρίες διαφορετικές από τις δικές μας, που ανήκει σε διαφορετικό φύλο ή φυλή, ή προέρχεται από διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο - για ορισμένες από τις πεποιθήσεις, τους προβληματισμούς ή τα κίνητρά μας. Ο ίδιος αυτός άνθρωπος, όμως, δεν θα δυσκολευτεί καθόλου να κατανοήσει τη γλώσσα του χρήματος και του κέρδους. Εάν του εξηγήσουμε ότι σκοπός μας είναι να συνάψουμε μαζί του τη βέλτιστη δυνατή συμφωνία, εκείνος εύκολα θα μπορέσει να αποφασίσει αν η οικονομική στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσει είναι αυτή της συνεργασίας ή του ανταγωνισμού.
Το γεγονός ότι (για να το θέσουμε με μαρξιστικούς όρους) η υποδομή (η οικονομική βάση) και το εποικοδόμημα (οι πολιτικοί και νομικοί θεσμοί) είναι τόσο εναρμονισμένα στον σύγχρονο κόσμο, όχι μόνο βοηθά τον παγκόσμιο καπιταλισμό να διατηρεί την κυριαρχία του, αλλά και καθιστά πιο συμβατές τις στοχεύσεις των ανθρώπων, πιο σαφή και εύκολη την επικοινωνία τους, καθώς όλοι γνωρίζουν τι επιδιώκει η άλλη πλευρά. Ζούμε σε έναν κόσμο όπου οι πάντες ακολουθούν τους ίδιους κανόνες και καταλαβαίνουν την ίδια γλώσσα - αυτήν της αποκόμισης κέρδους.
Το πρόβλημα είναι η όσο το δυνατόν δίκαιη κατανομή αυτού του κέρδους, ώστε η δημιουργία του να ενισχύει και όχι να αποδυναμώνει τη δημοκρατία. Στο επίπεδο αυτό, η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε ιστορικό ρόλο στον αναπτυγμένο κόσμο, τον οποίον σήμερα κάποιοι θέλουν να αμαυρώσουν και να ακυρώσουν.
Διότι έτσι θα γκρεμίσουν και τη δημοκρατία...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.