Την προηγούμενη Παρασκευή, δικαστής του Πρωτοδικείου Αθηνών ανέφερε το εξής σε σχέση με την περίφημη, πλέον, υπ' αριθμ. 822/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (βλ. για το ζήτημα εδώ): «Διαφωνώ με την απόφαση αυτή αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω ότι υπάρχει και να πιθανολογήσω ότι θα επικρατήσει τελικά».
Αυτή είναι η γενική εικόνα στο Πρωτοδικείο Αθηνών· αρκετοί δικαστές έχουν διαφορετική άποψη αλλά είναι δύσκολο να «κλείσουν τα μάτια τους» σε μια απόφαση του Αρείου Πάγου. Εξάλλου αυτός είναι και ο βασικός σκοπός του ανώτατου Δικαστηρίου μας: «O Άρειος Πάγος, με τις αποφάσεις του, εξασφαλίζει την ενότητα της νομολογίας (στην ερμηνεία και την εφαρμογή των νόμων), την οποία ακολουθούν τα κατώτερά του δικαστήρια και συνεπώς την ενιαία αντιμετώπιση ομοίων περιπτώσεων» (από την ιστοσελίδα του δικαστηρίου, www.areiospagos.gr).
Ως προς τα ζητήματα που τίθενται, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε τα εξής, για να κατανοήσουν και οι δανειολήπτες τη θέση τους:
1. Κάθε μέρα μέσα στις δικαστικές αίθουσες σε όλη την Ελλάδα τίθεται το συγκεκριμένο ζήτημα: μπορούν οι servicers δανείων που έχουν μεταβιβαστεί με το νόμο του 2003 να προχωρήσουν σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, κατασχέσεις και πλειστηριασμούς; Όταν πριν από 3 χρόνια περίπου είχαμε αρχίσει να αναπτύσσουμε τη σχετική επιχειρηματολογία σε δικόγραφά μας, δεν το πιστεύαμε ούτε οι ίδιοι ότι μπορεί να παγιωθεί μια τέτοια άποψη για τον εξής λόγο: θα ήταν πράγματι καταστροφική η συνέπεια σε επίπεδο είσπραξης των απαιτήσεων που πηγάζουν από τα «κόκκινα δάνεια»· και φυσικά οι δικαστές δεν αποφασίζουν σε κενό, αλλά κρίνουν και με βάση τις πιθανές συνέπειες των αποφάσεών τους. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, πέραν της ανωτέρω απόφασης του Αρείου Πάγου, έχουν εκδοθεί, εξ όσων γνωρίζουμε, 10 εφετειακές αποφάσεις -εκδόθηκαν δηλ. και άλλες πέραν των τεσσάρων που είχαμε γράψει τον Αύγουστο του 2022- που αρνούνται να δεχτούν τη νομιμοποίηση των servicers.
2. Όπως είχαμε γράψει και τον περασμένο Αύγουστο (βλ. εδώ), οι servicers θα προσπαθήσουν να ανατρέψουν τη νομολογία αυτή που ραγδαίως διαμορφώνεται σε βάρος τους την τελευταία περίοδο. Όντως, αρχές Σεπτεμβρίου 2022 παραδόθηκε στα χέρια των servicers σχετική γνωμοδότηση δύο καθηγητών, η οποία και στηρίζει την άποψη περί νομιμοποίησης των servicers, σε αντίθεση με τις παραπάνω αποφάσεις.
Αντίγραφα της εν λόγω γνωμοδότησης ήδη έχουν αρχίσει να κατακλύζουν τους δικαστικούς φακέλους στις οικείες υποθέσεις. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, συνεχίζει να είναι θετικό για τους δανειολήπτες και το κλίμα δεν φαίνεται να ανατρέπεται έτσι απλά, ιδίως μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης του Αρείου Πάγου.
Κι άλλες φορές, εξάλλου, έχουν επιταχθεί γνωμοδοτήσεις καθηγητών, οι οποίες και τελικά δεν άλλαξαν την πορεία της νομολογίας. Έτσι, όλα τα δημοσιεύματα των εφημερίδων τις τελευταίες τρεις ημέρες κάνουν λόγο για πιέσεις προς την κυβέρνηση, με σκοπό την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, όπως είχαμε υποστηρίξει, εξάλλου, ότι θα ήταν η 3η εναλλακτική των servicers. Αυτό που προφανώς θα προσπαθήσουν να πράξουν οι νομοθέτες, για να επεκτείνουν την εφαρμογή της ρύθμισης σε όλες τις περιπτώσεις, εκκρεμείς δικαστικά και μη, είναι η υιοθέτηση μιας «ερμηνευτικής» διάταξης που θα αποσαφηνίζει αυθεντικά το νόημα των αμφισβητούμενων διατάξεων.
3. Όσοι δανειολήπτες δεν έχουν ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα δεν μπορούν να επωφεληθούν από την τελευταία αυτή νομολογία. Επομένως, αν έχουν παρέλθει οι σχετικές προθεσμίες δικαστικής αμφισβήτησης των επιθετικών ενεργειών των servicers, η εν λόγω νομολογιακή εξέλιξη είναι άνευ αντικειμένου γι' αυτούς.
4. Πράγματι, δεν είναι λογικό να υφίσταται μια απαίτηση αλλά να μην μπορεί ο δανειστής να την εισπράξει. Άρα το ζήτημα δεν σχετίζεται με το αν μπορεί να διεκδικηθεί δικαστικώς η απαίτηση ή όχι, γιατί προφανώς μπορεί, αλλά με το ποιος δικαιούται να τη διεκδικήσει, το fund ή ο servicer. Είναι δηλ. ένα διαδικαστικό ζήτημα -κατά μερικούς τυπολατρικό- που όμως δημιουργεί τεράστια προβλήματα· και το να διενεργούν κατασχέσεις κ.λπ. τα funds μόνα τους (ως μια λύση στο πρόβλημα) φαντάζει απλό με μια πρώτη ματιά, απαιτεί όμως, μεταξύ άλλων, και τη συγκρότηση από το κάθε fund χωριστά υποκαταστημάτων διαχείρισης απαιτήσεων στην Ελλάδα (πρακτικά αδύνατο).
5. Το λάθος του πιστωτικού συστήματος που σε συνεργασία με τα funds προχώρησε σε πώληση των «κόκκινων δανείων» ήταν ότι αποφάσισε να κάνει χρήση του νόμου του 2003. Αυτό ήταν και το παράδοξο, που είχαμε επισημάνει κι εδώ τον Μάιο του 2021. Ήταν πράγματι αξιοπερίεργο πώς τόσες βδομάδες συζητήσεων στη Βουλή των Ελλήνων να καταλήγουν σε σχεδόν μηδενική χρήση του νόμου του 2015 κι έτσι απλά να μεταβιβάζονται όλα τα δάνεια με το νόμο του 2003.
Γνώριζαν οι τράπεζες φυσικά τα ζητήματα που πιθανόν θα προέκυπταν από αυτή την ερμαφρόδιτη κατασκευή, αλλά εν γνώσει τους πήραν το ρίσκο. Στην παραπάνω γνωμοδότηση μάλιστα, που συντάχθηκε για λογαριασμό των servicers, τούτο αναφέρεται ρητώς: «… η ανωτέρω ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών σκοπό είχε να διευκολύνει τις συναλλαγές και να απαλλάξει τους συμβαλλόμενους από τις επιπρόσθετες για τη μεταβίβαση των τραπεζικών απαιτήσεων του ν. 4354/2015 "ειδικότερες προϋποθέσεις»· και όταν γίνεται αναφορά σε "ειδικότερες" προϋποθέσεις, εννοούν ιδίως την προγενέστερη προσπάθεια συμβιβασμού με τον οφειλέτη ως απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί να μεταβιβαστεί ένα «κόκκινο» δάνειο με βάση το νόμο του 2015 (όπως αναφέρει και η σχετική αιτιολογική έκθεση του νόμου, «η ρύθµιση αποσκοπεί στο να αποτρέψει τον αιφνιδιασµό των οφειλετών, στους οποίους δίνεται η ευκαιρία να ρυθµίσουν την οφειλή τους πριν η κατ’ αυτών απαίτηση εκχωρηθεί…»). Άρα οι ίδιοι οι servicers αποδέχονται ότι ο νόμος του 2003 διευκόλυνε τις μεταβιβάσεις, παρακάμπτοντας τις ασφαλιστικές δικλίδες του νόμου του 2015· κι αυτό για εμάς είναι το μεγάλο ζήτημα: ότι για τα "κόκκινα" δάνεια δεν θα έπρεπε να επιτρέπεται η χρήση του νόμου του 2003, καθότι συνιστά καταστρατήγηση των προστατευτικών ρυθμίσεων του νόμου του 2015.
6. Ο νόμος του 2003, του οποίου έχει γίνει κατά 90% χρήση εκ μέρους των τραπεζών για την πώληση των «κόκκινων» δανείων, όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει (βλ. εδώ), δεν σχετίζεται με τα κόκκινα δάνεια αλλά με τη χρηματοδότηση εταιρειών μέσω πώλησης απαιτήσεων. Εξού και τότε δεν είχε προβλεφθεί η δυνατότητα στους εκεί servicers να διενεργούν πλειστηριασμούς κ.λπ. Δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα και άρα απλώς θεσπίστηκε μια «ήπια» διαχείριση των απαιτήσεων μέσω εξώδικων κυρίως ενεργειών και οχλήσεων.
7. Κλείνοντας να αναφέρω και τούτο: τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου γνωρίζαμε ότι οι servicers, και γενικά το πιστωτικό σύστημα, είχε λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του τις πρώτες ενδείξεις και δη τις πρώτες εφετειακές αποφάσεις. Ωστόσο, σε αποκρίσεις τους σε ερωτήματα, κυρίως, δημοσιογράφων φαινόντουσαν καθησυχαστικοί, ευελπιστώντας ότι θα αλλάξει το κλίμα, μεταξύ άλλων και με την προσκομιδή της ως άνω γνωμοδότησης. Δεν φαίνεται πλέον τούτο να είναι εφικτό.
Η ευθύνη, όμως, είναι τελικά δική τους, γιατί επέλεξαν να παρακάμψουν το νόμο του 2015, ανασύροντας από τα «συρτάρια» τους ένα παλαιότερο νομοθέτημα που είχε ψηφιστεί με τελείως διαφορετική στοχοθεσία. Κι αν απλώς τροποποιηθεί ο νόμος του 2003, ώστε να δίνει τις απαραίτητες εξουσίες στους servicers, θα είναι σαν να λέμε «ό,τι έγινε έγινε»· αιφνιδιάστηκαν χιλιάδες οφειλέτες, αφού μεταβιβάστηκαν οι απαιτήσεις τους με βάση το νόμο του 2003 χωρίς να τους δοθεί η ευκαιρία να ρυθμίσουν, αλλά τώρα κάπως πρέπει να σώσουμε την κατάσταση.
* Ο Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M., PgCert, είναι δικηγόρος Αθηνών, εταίρος στη Δικηγορική Εταιρεία ΨΑΡΑΚΗΣ & ΚΕΦΑΛΑΣ (www.psarakislegal.com)
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.