Όλοι έχουν αντιληφθεί πλέον την κρισιμότητα της καταστάσεων στην παγκόσμια οικονομία, η οποία αναπόφευκτα θα επηρεάσει και την ελληνική. Οι φόβοι είναι ότι:
- Ο πληθωρισμός πιθανόν να αποδειχτεί ένα φαινόμενο που θα διατηρηθεί για αρκετά ακόμη χρόνια σε υψηλό επίπεδο (π.χ. μεταξύ του 4% και του 8%).
- Η ενέργεια θα παραμείνει ακριβή -έστω και σε χαμηλότερα επίπεδα από τα τρέχοντα- μέχρις ότου η Ευρώπη καταφέρει να απεξαρτηθεί στο συγκεκριμένο μέτωπο από τη Ρωσία.
- Το μείγμα του αυξημένου ενεργειακού κόστους και του πληθωρισμού θα επηρεάσουν τα διαθέσιμα εισοδήματα των ευρωπαϊκών νοικοκυριών, με ότι αυτό θα μπορούσε να σημαίνει για τον τουρισμό και τις εξαγωγές της Ελλάδας.
- Και όλα αυτά, όταν η Ελλάδα καλείται από το 2023 να σημειώνει πρωτογενή πλεονάσματα, άρα να μην έχει τη δυνατότητα σημαντικής κρατικής στήριξης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Παρόλα αυτά, τα πράγματα -κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις- μπορεί να μην είναι και τόσο άσχημα για εμάς, ή ακόμη ενδεχομένως να είναι θετικά.
Ο πρώτος λόγος είναι ότι μέσα από τη διαδικασία του πληθωρισμού, πληθωρίζεται και το δημόσιο χρέος της χώρας. Ο δείκτης «δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ» από το επίπεδο του 200% όλα δείχνουν ότι φέτος θα κυμανθεί γύρω στο 180% και το 2023 ίσως φτάσει στο 170%-175% και το 2024 σε ακόμη χαμηλότερα επίπεδα. Με άλλα λόγια, μέσα σε μόλις δύο-τρία χρόνια θα βελτιώσουμε το δείκτη του δημοσίου χρέους όσο θα χρειαζόταν πάνω από δέκα χρόνια σημαντικής ανάπτυξης σε ένα μη πληθωριστικό περιβάλλον.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η χώρα μπορεί να αντλήσει πολύ σημαντικά κεφάλαια μέσα στην επόμενη πενταετία μέσα από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ.
Στην πράξη τώρα, η Ελλάδα μπορεί αφ’ ενός να ευνοηθεί λόγω του πληθωρισμού προκειμένου να μειώσει δραστικά το δείκτη «δημόσιο χρέος προς ΑΕΠ» και αφ’ ετέρου μέσα από την υλοποίηση υψηλότερων επενδύσεων στην οικονομία να αντισταθμίσει -ή και να υπερακοντίσει ακόμη- τις απώλειες του ΑΕΠ που προέλθουν από το επικίνδυνο μείγμα πληθωρισμού και ενεργειακού κόστους. Μιλάμε δηλαδή, για μια πορεία αύξησης του ΑΕΠ (σε σταθερές τιμές) εν μέσω πληθωριστικού περιβάλλοντος.
Μέσα λοιπόν στην τρέχουσα συγκυρία, χρέος της παρούσας, αλλά και της επόμενης κυβέρνησης -όποια κι αν είναι αυτή- είναι να συνεχίσει τις σημαντικές προσπάθειες που έχουν ξεκινήσει τα τελευταία χρόνια προκειμένου η χώρα μας να προσελκύσει το ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων επενδυτών.
Διαβάζουμε για έντονο ενδιαφέρον ξένων και Ελλήνων για επενδύσεις σε τομείς όπως η πληροφορική, οι νέες τεχνολογίες, ο ξενοδοχειακός κλάδος, η φαρμακοβιομηχανία, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, τα λιμάνια, τα ναυπηγεία, κ.λπ. Διαπιστώνουμε επίσης το έντονο ενδιαφέρον για την αγορά της κτηματαγοράς, με ό,τι αυτό σημαίνει για την οικοδομική δραστηριότητα και όλους τους κλάδους και τα επαγγέλματα που σχετίζονται με αυτή.
Η κυβέρνηση λοιπόν όχι μόνο θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για την αντιμετώπιση ζητημάτων χρονίζουσας γραφειοκρατίας που καθυστερούν ή ματαιώνουν επενδυτικά σχέδια, αλλά να δράσει περισσότερο επιθετικά προκειμένου να «κλέψει» επενδυτές από άλλους ανταγωνιστικούς προορισμούς. Το πρόγραμμα επίσης των αποκρατικοποιήσεων και της ανάθεσης της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας σε ιδιώτες θα πρέπει να επισπευσθεί.
Θα πρέπει να καταλάβουμε ότι δεν έχουμε κανένα περιθώριο για… «δάση του Ελληνικού» και για κάθε λογής προσχήματα-πισωγυρίσματα προκειμένου να ματαιωθούν επενδύσεις. Και όλα αυτά, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν από τους πολίτες στην εκλογική αναμέτρηση του 2023.
ΥΓ: Οι επερχόμενες επενδύσεις δεν θα δημιουργήσουν μόνο πρόσκαιρα εισοδήματα στα νοικοκυριά, όπως πχ θα μπορούσε να προκαλέσει ένα δημοσιονομικού χαρακτήρα άνοιγμα, αλλά θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε βάθος χρόνου, δημιουργώντας μόνιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
*Ο Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι oικονομολόγος και επικεφαλής της Nuntius ΑΕΠΕΥ.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.