Τις τελευταίες εβδομάδες δημοσιεύτηκαν 4 αποφάσεις από τα μεγαλύτερα Εφετεία της χώρας μας, Αθηνών (1858/2022, 3577/2022), Θεσσαλονίκης (494/2022) και Πειραιά (467/2022), σχετικά με ένα θέμα που απασχολεί την πλειονότητα των οφειλετών «κόκκινων» δανείων (ήδη από τον Ιούλιο του 2021 είχε δημοσιευτεί και η υπ' αριθμ. 909/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου που συμφωνούσε με τις παραπάνω αποφάσεις αλλά απλώς σε επίπεδο σκεπτικού και όχι επίλυσης συγκεκριμένης διαφοράς).
Με απλά λόγια, κρίθηκε ότι οι servicers που διαχειρίζονται δάνεια που μεταβιβάστηκαν μέσω τιτλοποίησης βάσει του νόμου του 2003 δεν μπορούν να προχωρήσουν σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης (κατασχέσεις, πλειστηριασμούς κ.λπ.) αλλά ούτε και σε έκδοση διαταγών πληρωμής ή άσκηση αγωγών.
Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται και στην υπ' αριθμ. 494/2022 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης: «Ο νόμος, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση κατά τους ορισμούς του ν. 3156/2003, δεν απονέμει στην εταιρεία διαχειρίσεως (με την οποία συμβάλλεται η εταιρεία αποκτήσεως) την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, έστω και έμμεσα χωρίς πανηγυρική διατύπωση ώστε η τελευταία να ασκεί ως μη δικαιούχος διάδικος, κατά παραχώρηση του νομοθέτη, αγωγές και άλλα ένδικα βοηθήματα ενώπιον των δικαστηρίων για τα δικαιώματα της εταιρείας αποκτήσεως, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά του, όπως ρητά πράττει για τις εταιρείες διαχειρίσεως του ν. 4354/2015 στο άρθρο 2 § 4 αυτό».
Εξάλλου, το 2003 δεν είχε προβλεφθεί η δυνατότητα των servicers να προχωρούν σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης κ.λπ., γιατί προφανώς ο σκοπός του τότε νομοθέτη δεν ήταν η ταχεία είσπραξη «κόκκινων» δανείων αλλά η χρηματοδότηση εταιρειών μέσω πώλησης απαιτήσεων. Επομένως, κρίνουν οι ανωτέρω εφετειακές αποφάσεις ότι όταν τα funds κάνουν χρήση του νόμου του 2003 για την αγορά απαιτήσεων, παρακάμπτοντας τις αυστηρότερες προϋποθέσεις του νόμου του 2015, πρέπει να επωμίζονται και τις περιορισμένες δυνατότητες δικαστικής είσπραξης του οικείου νόμου.
Την αρχή την είχαμε κάνει μήνες πριν, τον Μάιο του 2021, όπου αρθρογραφούσαμε για «Το παράδοξο της (μη) εφαρμογής του νόμου για τα "κόκκινα" δάνεια» (βλ. εδώ). Περιληπτικά μόνο αναφέρουμε τα εξής:
Το 2003, η Βουλή ψήφισε έναν νόμο που αφορούσε, μεταξύ άλλων, και την «τιτλοποίηση απαιτήσεων» (νόμος 3156/2003). Στόχος ήταν η υιοθέτηση ενός πλαισίου χρηματοδότησης των επιχειρήσεων μέσω πώλησης των απαιτήσεών τους. Άρα αντί μια επιχείρηση λ.χ. να λάβει ένα ομολογιακό δάνειο, πουλάει μέρος των απαιτήσεών της σε τρίτους επενδυτές. Χρήση του εν λόγω νόμου έκαναν έκτοτε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τα πιστωτικά ιδρύματα για λόγους καθαρά αναδιαμόρφωσης των ισολογισμών τους. Ο νόμος αυτός φυσικά δεν αφορούσε στα «κόκκινα» δάνεια.
Αντιθέτως, το 2015 αρχίζουν οι διαδικασίες ψήφισης του νόμου για τα «κόκκινα» δάνεια στη Βουλή. Οι βουλευτές διατυπώνουν ενστάσεις και προτάσεις πάντα σε σχέση με την προστασία των δανειοληπτών φοβούμενοι για μια επιθετική προσέγγιση των funds του εξωτερικού κ.λπ. Προς τούτο υιοθετείται, μεταξύ άλλων, και ειδική ρύθμιση περί υποχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος για προγενέστερη της πώλησης διαπραγμάτευση με τον δανειολήπτη.
Επτά χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου για τις μεταβιβάσεις των «κόκκινων» δανείων, η πρακτική έχει δείξει ότι ο μεγαλύτερος συντριπτικά όγκος ληξιπρόθεσμων δανείων πωλείται με βάση το νόμο του 2003 αντί για το νόμο του 2015.
Για ποιο λόγο, όμως, τα πιστωτικά ιδρύματα προτιμούν το νόμο αυτόν του 2003, που μετράει ήδη 19 χρόνια ζωής, αντί του νεότερου και ψηφισθέντος ειδικά για το συγκεκριμένο ζήτημα νόμο του 2015; Εκτός κάποιων φορολογικών ζητημάτων, ένας βασικός λόγος προτίμησης είναι η απουσία στο νόμο του 2003 υποχρέωσης προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης του δανειολήπτη και του εγγυητή πριν από την πώληση του δανείου, ώστε να διακανονίσουν τις οφειλές τους. Δηλαδή αυτή ακριβώς τη διάταξη που η Βουλή ψήφισε για την προστασία του δανειολήπτη, μετριάζοντας το πολιτικό κόστος των τότε δημοσιεύσεων περί πώλησης των δανείων σε funds κ.λπ., στην πράξη τα πιστωτικά ιδρύματα και funds τον παρακάμπτουν.
Ενώ, όμως, τα πιστωτικά ιδρύματα και τα funds προσπάθησαν, με τη συνδρομή των συμβούλων τους, να παρακάμψουν τις αυστηρές προϋποθέσεις του νόμου του 2015, κάνοντας χρήση του νόμου του 2003, τα δικαστήρια έρχονται πλέον και «τιμωρούν» αυτή την πρακτική στερώντας από τους servicers του νόμου του 2003 κάθε εξουσία διενέργειας πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
Τα παραπάνω είχαμε επαναλάβει και σε πρόσφατο άρθρο μας (βλ. εδώ), όπου είχαμε αναφέρει τα εξής: «Τρίτο ζήτημα που τίθεται, και είναι αρκετά σοβαρό, είναι αυτό περί της δυνατότητας των servicers να προχωρούν οι ίδιοι σε πράξεις εκτέλεσης (κατάσχεση κ.λπ.) για λογαριασμό των εκάστοτε funds, όταν η μεταβίβαση των δανειακών απαιτήσεων δεν έχει λάβει χώρα με το νόμο για τα "κόκκινα" δάνεια του 2015 (νόμος 4354/2015), αλλά με το νόμο για την τιτλοποίηση απαιτήσεων του 2003 (νόμος 3156/2003). […] Αν δεχτούμε την άποψη αυτή, δημιουργείται ένα σοβαρό πρόβλημα σε χιλιάδες πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης και επίσπευσης πλειστηριασμών, καθότι οι περισσότερες μεταβιβάσεις "κόκκινων" δανείων δεν έχουν λάβει χώρα βάσει του νόμου του 2015 αλλά βάσει του νόμου του 2003. Με απλά λόγια δηλ., αν δεχτούμε την παραπάνω άποψη, στις περισσότερες των περιπτώσεων, την κατάσχεση λ.χ. ενός ακινήτου δεν μπορεί να τη διενεργήσει ο servicer αλλά μόνο το ίδιο το fund».
Το ερώτημα φυσικά που έρχεται στο μυαλό του κάθε αναγνώστη είναι το εξής: και τώρα τι; δεν θα μπορούν να εισπράττονται αναγκαστικώς μέσω κατάσχεσης κ.λπ. τα δάνεια που μεταβιβάστηκαν με το νόμο του 2003;
Τρία είναι τα ενδεχόμενα:
- είτε σε επίπεδο Αρείου Πάγου, και εντός των επόμενων μηνών, θα υποστηριχθεί η αντίθετη άποψη (εξάλλου ήδη υπάρχουν αποφάσεις Πρωτοδικείων που δημοσιεύτηκαν εντός του 2022 που δεν δέχονται τις θέσεις των παραπάνω εφετειακών αποφάσεων),
- είτε τα funds θα αλλάξουν στρατηγική και πλέον τις πράξεις εκτέλεσης θα τις διενεργούν τα ίδια δίδοντας σχετικές εντολές στους πληρεξούσιους δικηγόρους τους (διότι οι εφετειακές αυτές αποφάσεις αναφέρουν ότι δεν μπορούν οι servicers να προχωρούν σε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, τα ίδια τα funds όμως μπορούν -στην περίπτωση αυτή δημιουργούνται, ωστόσο, μεγάλα διαχειριστικά προβλήματα),
- είτε θα τροποποιηθεί ο νόμος του 2003, προσθέτοντας εξουσίες μη δικαιούχου διαδίκου και στις εκεί εταιρείες διαχείρισης (για τις μέχρι τώρα, ωστόσο, πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης, η εγκυρότητα των οποίων εκκρεμεί δικαστικώς, είναι αμφίβολο αν μπορεί ο νόμος να τις «θεραπεύσει» αναδρομικώς).
Φυσικά, μέχρι να επιλυθεί το εν λόγω ζήτημα, όλες οι πράξεις εκτέλεσης εκ μέρους των servicers δανείων που έχουν μεταβιβαστεί με βάση το νόμο του 2003 είναι μετέωρες και η εγκυρότητά τους θα εξαρτάται από το σε ποιο δικαστήριο θα δικάζεται το οικείο ένδικο βοήθημα κάθε φορά.
* Ο Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert είναι Δικηγόρος Αθηνών, εταίρος στη δικηγορική εταιρεία ΨΑΡΑΚΗΣ & ΚΕΦΑΛΑΣ (www.psarakislegal.com).
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.