Πώς επιδρά η γήρανση του πληθυσμού στη νέα επικουρική ασφάλιση

Η παράμετρος του δημογραφικού στο κεφαλαιοποιητικό και το διανεμητικό σχήμα. Οι αποδόσεις, ο ρόλος του κράτος και οι κίνδυνοι. Γράφουν Σ. Ρομπόλης και Β. Μπέτσης

  • Των Σ. Ρομπόλη και Β. Μπέτση*
Πώς επιδρά η γήρανση του πληθυσμού στη νέα επικουρική ασφάλιση

Το τελευταίο χρονικό διάστημα εκπονούνται διάφορες μελέτες παρουσιάζοντας τις επιπτώσεις που θα έχει το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού στην κοινωνική ασφάλιση και επομένως και στην οικονομία της χώρας μας.

Μάλιστα, σε αυτές τις μελέτες παρουσιάζεται ως λύση η κεφαλαιοποίηση των αναδιανεμητικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, διατυπώνοντας, με απορία, την άποψη ότι αυτά δεν θα επηρεαστούν από το φαινόμενο της γήρανσης του πληθυσμού, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα την αύξηση του δείκτη γήρανσης του πληθυσμού (old – dependency ratio) από το 37,9% το 2020 στο 65,2% το 2070.

Αυτό όμως που δεν αναφέρεται είναι ότι οι επιπτώσεις που δημιουργεί η γήρανση του πληθυσμού αφορούν και τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα και επομένως και το νεοσύστατο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ) στην χώρα μας. Κι’ αυτό γιατί από την στιγμή που έχουμε ένα συνταξιοδοτικό ταμείο και άρα υπάρχει ετεροχρονισμός των καταβαλλόμενων εισφορών και των παροχών, είναι αναπόφευκτος ο επηρεασμός από τον δημογραφικό παράγοντα είτε αυτός ο συνταξιοδοτικός οργανισμός λειτουργεί με το κεφαλαιοποιητικό, είτε με το διανεμητικό χρηματοδοτικό σχήμα. Αυτό αποτελεί μία πραγματικότητα την οποία η διεθνής και η ευρωπαϊκή βιβλιογραφία και εμπειρία δεν επιτρέπουν την αμφισβήτηση της.

Η διαφορά μεταξύ των δύο χρηματοδοτικών σχημάτων, όπως προκύπτει από την έρευνα και την βιβλιογραφία, είναι ο εσωτερικός βαθμός απόδοσης, με τον οποίο γίνεται προσπάθεια εξισορρόπησης των επιπτώσεων της γήρανσης του πληθυσμού.

Στο αναδιανεμητικό σύστημα οι επιπτώσεις αντιμετωπίζονται από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, την αύξηση της απασχόλησης και γενικά τον μακροχρόνιο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ. Αντίθετα, στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα ο εσωτερικός βαθμός απόδοσης είναι η απόδοση των επενδύσεων στις κεφαλαιαγορές και τις χρηματαγορές. Στο ΤΕΚΑ με βάση την νομοθεσία (άρθρο 48 του Ν. 4826/2022) θα εφαρμόζονται για τους ασφαλισμένους του προκαθορισμένα επενδυτικά προγράμματα κύκλου ζωής (life-cycle investments).

Αυτά τα προγράμματα παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια στους ασφαλισμένους, δεδομένου ότι όσο ο ασφαλισμένος πλησιάζει προς την συνταξιοδότηση, τόσο η κατανομή των επενδύσεων μειώνεται από επενδυτικά προϊόντα υψηλού κινδύνου, όπως μετοχές και μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια σε προϊόντα χαμηλού κινδύνου, όπως τραπεζικές καταθέσεις και αμοιβαία κεφάλαια διαχείρισης διαθεσίμων.

Έτσι, λαμβάνοντας υπόψη ότι το ΤΕΚΑ θα εφαρμόσει μια life – cycle επενδυτική στρατηγική, σημαίνει ότι η μεταβολή της πληθυσμιακής δομής λόγω της γήρανσης του πληθυσμού θα επηρεάσει σημαντικά την επίτευξη ικανοποιητικών καθαρών αποδόσεων των επενδύσεων, γεγονός που έχει αποδειχτεί από μελέτες, ότι τα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά ταμεία ατομικών λογαριασμών όσο πιο ώριμο πληθυσμό έχουν, τόσο μεγαλύτερη είναι η κατανομή των επενδύσεων σε περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου, άρα και χαμηλής απόδοσης (Antolin, 2008, OECD).

Η μέση ονομαστική απόδοση των επενδύσεων των κεφαλαιοποιητικών ταμείων στις χώρες του ΟΟΣΑ το 2009 ήταν στο 5% με μια μέση κατανομή επενδύσεων (asset allocation) 20% σε καταθέσεις, 45% σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια δημοσίου και 35% σε μετοχές (D’ Addio – Seisdedos – Whitehouse, 2009, OECD). Επίσης, η μέση ονομαστική απόδοση των χωρών του ΟΟΣΑ για την περίοδο 2005-2020, ήταν 5,2%, ενώ η αντίστοιχη πραγματική ήταν 2,6% (Pensions at glance 2021).

Για την Ελλάδα, η μέση ονομαστική απόδοση των επενδύσεων των Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) ήταν 4,6% για την περίοδο 2011 – 2021, με την κατανομή των επενδύσεων να κυμαίνεται ως εξής: 20% σε μετοχές, 45% σε ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του δημοσίου (ΕΓΔ), 13% σε καταθέσεις και μετρητά και 22% σε συλλογικές επενδύσεις (εδώ παρατηρείται ο φόβος των διαχειριστών επενδύσεων να μην αποκλίνουν από την αγορά με αποτέλεσμα να παρατηρείται η συμπεριφορά της αγέλης).

Η ηλικιακή δομή του πληθυσμού ήταν ως εξής: το 2010, πληθυσμός ηλικίας 0 – 19, 21,2%, 60% ηλικίας 20 – 64 και 18,8% ηλικίας 65 και άνω, με 11,1 εκατομ. συνολικό πληθυσμό. Το 2020 αντίστοιχα, η ηλικιακή δομή του πληθυσμού ήταν το 19,4% πληθυσμός από 0 – 19 ετών, το 58,4% 20 – 64 ετών και το 22,2% ηλικίας 65 ετών και άνω, με 10,7 εκατομ. πληθυσμό.

Παράλληλα, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat (2019) η ηλικιακή αυτή δομή το 2070 θα είναι: 16,9% ηλικίας 0 – 19 ετών, 50,3% ηλικίας 20 – 64 ετών και 32,8% ηλικίας 65 ετών και άνω, με 8,6 εκατομ. πληθυσμό. Η μελλοντική αυτή μεταβολή της ηλικιακής δομής του πληθυσμού θα επηρεάσει σημαντικά την επίτευξη ικανοποιητικών αποδόσεων των επενδύσεων (Credit Suisse, 2012).

Λαμβάνοντας υπόψη τις μελέτες της Credit Suisse, η γήρανση του πληθυσμού στην Ελλάδα και η αλλαγή της ηλικιακής δομής του πληθυσμού θα μειώσει κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα την ονομαστική απόδοση των επενδύσεων των κεφαλαιοποιητικών συστημάτων και του ΤΕΚΑ. Για να μην συμβεί αυτό θα πρέπει η κατανομή των επενδύσεων (asset allocation) να αλλάξει και να μην διατηρηθεί μια life cycle προσέγγιση, δηλαδή θα πρέπει να αυξηθεί ο επενδυτικός κίνδυνος.

Έτσι, η γήρανση του πληθυσμού θα οδηγήσει, είτε σε μείωση των επενδυτικών αποδόσεων κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα, είτε θα πρέπει να αναληφθεί από τους ασφαλισμένους κατά 30% υψηλότερος επενδυτικός κίνδυνος, μετατοπίζοντας την κατανομή των επενδύσεων σε επενδυτικά προϊόντα υψηλότερου κινδύνου, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά η πιθανότητα να εμφανίζονται συχνότερα χρηματοοικονομικές κρίσεις.

Όμως, η ανάληψη υψηλού επενδυτικού κινδύνου οδηγεί και σε μεγαλύτερα κεφάλαια ως περιθώρια φερεγγυότητας των κεφαλαιοποιητικών ταμείων ατομικών λογαριασμών, γεγονός που θα αυξήσει τις δυσκολίες επίτευξης ικανοποιητικών επενδυτικών αποδόσεων.

Επιπλέον, η στρατηγική, το κράτος να γίνει ο μεγαλύτερος θεσμικός επενδυτής είναι πέρα από την λογική της ανεξάρτητης λειτουργίας των κεφαλαιαγορών και των χρηματαγορών. Κανένας σοβαρός επενδυτής δεν θα θέλει να συμμετέχει σε μια χρηματιστηριακή αγορά στην οποία τα κρατικά κεφάλαια θα ξεπερνούν την κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου, με την έννοια ότι μια ελεγχόμενη κρατική ομάδα διαχειριστών θα μπορεί να μεταβάλλει την αγορά κατά βούληση.

Ο τζίρος του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι 60 εκατ. ευρώ με όγκο συναλλαγών 20 εκατ. και το ΤΕΚΑ θα έχει κεφάλαια ύψους 0,5 δις ευρώ μέχρι το 2027. Στις συνθήκες αυτές δημιουργείται ο κίνδυνος να μη συμμετέχει κανείς σοβαρός επιχειρηματίας και επενδυτής σε ένα κρατικά ελεγχόμενο χρηματιστήριο.

Τα 78 δισ. ευρώ του ελλείμματος που δημιουργούνται από το ΤΕΚΑ μέχρι το 2070 θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως άμεσες δημόσιες επενδύσεις. Επίσης, όπως ορίζεται και στον Ν. 4826/2021 μεγάλο μέρος των επενδύσεων του ΤΕΚΑ θα τοποθετείται σε ξένες αγορές, γεγονός που σημαίνει ότι οι αποταμιεύσεις των πολιτών της χώρας μας θα επενδύονται σε άλλες χώρες και δεν θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

* Άρθρο των Σάββα Γ. Ρομπόλη (αριστερά στη φωτό), Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου και Βασίλειου Γ. Μπέτση, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v