Οι πολεμικοί τόνοι που χρησιμοποιεί εσχάτως η Τουρκία απέναντι στη χώρα μας, η ενεργός αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά του Αιγαίου και οι αθρόες προκλητικές ενέργειες με υπερπτήσεις και παραβάσεις εναέριου χώρου, ακόμη και στην Αλεξανδρούπολη, δικαιολογούν απολύτως τις προσπάθειες που καταβάλλονται για την αποκωδικοποίηση αυτής της συμπεριφοράς, αλλά και την ανησυχία για το ενδεχόμενο περαιτέρω όξυνσης, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περιπέτειες.
Δυστυχώς, εύκολες απαντήσεις για τα πιθανά κίνητρα της Τουρκίας δεν υπάρχουν. Η δημιουργία κλίματος έντασης μπορεί να βολεύει τον Ερντογάν για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, μπορεί όντως να αποτελεί μέρος του σκηνικού που στήνει προετοιμάζοντας δυναμικές ενέργειες, μπορεί να είναι και μέρος μιας ευρύτερης τακτικής (βλέπε και το βέτο για την είσοδο Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ), προκειμένου μέσα στην αναταραχή που έχει δημιουργήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία, να αποσπάσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερα ανταλλάγματα για τη χώρα του. Ενδεχομένως, κατά την προσφιλή τακτική των Τούρκων, προσθέτει νέα πράγματα στις διεκδικήσεις του και ανεβάζει τους τόνους, προκειμένου να έχει ακόμη πιο προχωρημένες θέσεις, από τις οποίες μελλοντικά θα αρχίσει να διαπραγματεύεται.
Τα «μπορεί» είναι πολλά για να καταλήξει οποιοσδήποτε σε χρήσιμα πρακτικά συμπεράσματα. Για τον λόγο αυτό, ίσως έχει μεγαλύτερη αξία να επικεντρωθούμε όχι στη ρητορική της Τουρκίας (η οποία αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά και ψύχραιμα από την ελληνική διπλωματία), αλλά στο «κατώφλι» πέρα από το οποίο αρχίζει να προκύπτει σοβαρός πρακτικός κίνδυνος για την ελληνική κυριαρχία, υπό την έννοια της χρήσης όπλων/στρατιωτικών μέσων, έστω και σε περιορισμένο βαθμό.
Κατά την άποψη πολλών διπλωματών και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, ο κύριος «δεσμός» που συγκρατεί τα τελευταία χρόνια την Τουρκία στην τροχιά της Δύσης αφορά το ΝΑΤΟ και όχι τη σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, η οποία φαίνεται να έχει διαταραχθεί σχεδόν ανεπανόρθωτα, μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν τον Ιούλιο του 2016. (Η οποία με τη σειρά της λέγεται ότι σχετιζόταν με το «διπλό παιχνίδι» που φέρεται να έπαιζε o Ερντογάν με τον ISIS).
Η σχέση αυτή, που δοκιμάζεται σήμερα και λόγω του βέτο της Τουρκίας στην περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι θα φτάσει στα όριά της, εάν η Τουρκία προκαλέσει οποιοδήποτε σοβαρό επεισόδιο εναντίον της χώρας μας, ιδίως κατά την τρέχουσα περίοδο. Διότι σε μια φάση κατά την οποία ο θεσμός της Ατλαντικής Συμμαχίας έχει ενισχυθεί με τρόπο σχεδόν αδιανόητο έως πρότινος, τυχόν επίθεση ενός κράτους- μέλους σε άλλο θα δυναμίτιζε όσα έχουν προηγηθεί, με μόνο κερδισμένο τη Ρωσία του Πούτιν και τους εμφανείς και αφανείς συμμάχους της.
Κατά συνέπεια -και με την εξαίρεση ενός πιθανού θερμού επεισοδίου που οφείλεται σε/ή μπορεί να ερμηνευθεί ως «ατύχημα» (κάτι που δεν είναι σπάνιο σε εποχές υψηλής εντάσεως ανάμεσα σε δύο κράτη), η Τουρκία μπορεί να εκδηλώσει επιθετικές ενέργειες, κατά πάσα πιθανότητα μόνο εάν έχει καταλήξει να θεωρεί ότι οι ευρύτερες ισορροπίες δυνάμεων αλλάζουν και ότι τυχόν έξοδός της από το ΝΑΤΟ αποτελεί πλέον εύλογο κόστος για την προώθηση των συμφερόντων της.
Τότε η οσμή ενός πιθανού πολέμου, μικρής ή μεγαλύτερης έκτασης, θα γίνει πιο δυνατή.
Το ανησυχητικό, όπως ορθά επισημαίνει η ελληνική διπλωματία -το έπραξε επισήμως και ο αρμόδιος υπουργός Νίκος Δένδιας-, είναι ότι η Τουρκία του Ερντογάν εμφανίζεται να έχει ολοένα και περισσότερα κοινά με τις «αναθεωρητικές» δυνάμεις.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η Τουρκία δεν έχει συμφέροντα μόνο στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο. Ίσως το πιο σημαντικό από τα εξωτερικά συμφέροντά της αφορά την (πλούσια σε αέριο και πετρέλαιο) περιοχή του κουρδικού Βόρειου Ιράκ και τη Συρία και τη μόνιμη απειλή για εκείνη της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, στα σύνορά της.
Το πλέγμα των διεθνών ισορροπιών σε εκείνη την περιοχή είναι εξαιρετικά περίπλοκο, λόγω παρουσίας μεγάλων εξωτερικών παικτών όπως οι ΗΠΑ και η Ρωσία, αλλά και ισχυρών παικτών της ίδιας της περιοχής, από το Ιράν και το Ισραήλ έως τη Σαουδική Αραβία και τα κράτη του Περσικού Κόλπου.
Υπό αυτό το πρίσμα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι τέτοιου είδους ριζικές αποφάσεις, για τον επαναπροσανατολισμό της τουρκικής στρατηγικής σε σχέση με τη Δύση, είναι δύσκολο να ληφθούν μέσα σε ορίζοντα ελάχιστων μηνών.
Εντούτοις, ουδείς μπορεί να διαβεβαιώσει ότι τίποτα δεν θα συμβεί ενδιαμέσως, δεδομένης της οικονομικής κατάστασης στην Τουρκία, των εκλογών που πλησιάζουν, της μειωμένης δημοτικότητας, του απρόβλεπτου χαρακτήρα και των προσωπικών σχεδιασμών του ίδιου του Ερντογάν, μετά από δύο δεκαετίες απόλυτης ηγεσίας. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι σημαντικό για τη χάραξη της περαιτέρω ελληνικής πολιτικής να έχουμε στο νου μας ότι η πορεία και η έκβαση του πολέμου στην Ουκρανία δεν είναι καθόλου αδιάφορη για τα στενά ελληνικά συμφέροντα.
Το τι θα συμβεί στην Ουκρανία δεν αποτελεί πιθανό πρόκριμα μόνο για το τι ενδεχομένως θα συμβεί με την Κίνα, στην Ταϊβάν, όπως πολλάκις έχει σημειωθεί στον ελληνικό και τον διεθνή Τύπο. Εάν επιτύχει έστω και μέρος των στόχων της η Ρωσία, χωρίς να υποστεί πολύ σοβαρές συνέπειες, η παγκόσμια γεωπολιτική επιρροή των ΗΠΑ (και της Δύσης συνολικά) θα υποστεί πλήγμα πρωτοφανούς μεγέθους, ενδεχομένως και μη αναστρέψιμο, με συνέπειες τόσο στην Ασία όσο και στη Μέση Ανατολή. Οπότε είναι πιθανό να δούμε επαναπροσδιορισμό της τουρκικής στρατηγικής, του «επιτήδειου ουδέτερου», σε τροχιά που θα την οδηγήσει εκτός του ΝΑΤΟ και τελεσίδικα εκτός του «δυτικού άξονα».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.