Πολλές αντιδράσεις προκάλεσαν οι απόψεις του (συμβούλου του πρωθυπουργού) Αλέξη Πατέλη περί της χρησιμότητας ή μη των διδακτορικών σπουδών. Κάποιοι έσπευσαν να εκμεταλλευθούν μικροπολιτικά το ζήτημα, κάποιοι άλλοι ειρωνεύτηκαν ή θύμωσαν, ενώ υπήρξαν και εκείνοι που με αφορμή τις δηλώσεις έβαλαν το μυαλό τους να σκεφτεί για ένα θέμα που ενδιαφέρει άμεσα εκατοντάδες χιλιάδες νέους και έμμεσα ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Στην τελευταία κατηγορία ανήκει και ο υποφαινόμενος. Προσπάθησα λοιπόν να εξετάσω το ζήτημα ως εργαζόμενος επί σειρά δεκαετιών, ως πολυεθνικός πολίτης, ως στέλεχος της αγοράς, αλλά και ως πατέρας δύο παιδιών.
- Πρώτα απ’ όλα, διδακτορικές σπουδές υπάρχουν εδώ και πολλές δεκαετίες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης. Αυτό σημαίνει ότι δοκιμάστηκαν με επιτυχία στο πέρασμα του χρόνου, άρα, είναι χρήσιμες.
- Δεύτερον, οι διδακτορικές σπουδές προάγουν την επιστημονική έρευνα και έμμεσα συμβάλλουν στην πρόοδο της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα.
- Τρίτον, οι νέοι άνθρωποι μέσα από τη διαδικασία απόκτησης του διδακτορικού τους διπλώματος, μαθαίνουν να ερευνούν, να ανιχνεύουν άγνωστα κομμάτια της επιστήμης, να επιβεβαιώνουν ή να απορρίπτουν θεωρίες του παρελθόντος, να προειδοποιούν για τις μελλοντικές συνέπειες υφιστάμενων κρατικών πολιτικών. Παράλληλα, αποκτούν εξειδικευμένες γνώσεις και εμπειρία σε επιμέρους (ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για αυτούς) πεδία, πάνω στα οποία μπορούν να εργαστούν στο υπόλοιπο του βίου τους.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και το λεγόμενο «κόστος ευκαιρίας». Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια εκπόνησης της πολυετούς διδακτορικής διατριβής του, ο νέος αυτός άνθρωπος βλέπει τους συναδέλφους του να αποκτούν επαγγελματική εμπειρία, να ανεβαίνουν στην ιεραρχία της επιχείρησης στην οποία εργάζονται, να εκμεταλλεύονται ευκαιρίες και φυσικά να αποκομίζουν χρήματα από την εργασία τους.
Αντίθετα η οικογένεια του υποψηφίου διδάκτορα συνήθως ξοδεύει χρήματα ακόμη και αν υπάρχει σχετική υποτροφία. Δεν είναι άλλωστε λίγοι εκείνοι που δεν συνεχίζουν τις διδακτορικές τους σπουδές, εξ’ αιτίας της ανάγκης που έχουν να συντηρήσουν οικονομικά τους ίδιους και τις οικογένειές τους μέσα από την εργασία τους.
Πέραν αυτού, έχει μεγάλη σημασία το αντικείμενο της διδακτορικής μελέτης, καθώς και το πόσο αυτό μπορεί να εξασφαλίσει μια θέση ανάλογης εργασίας στο μέλλον. Ο κίνδυνος είναι η εκπόνηση ενός ιδιαίτερα «θεωρητικού» πονήματος, που δεν θα ανοίξει νέους επαγγελματικούς δρόμους και που απλά ο τίτλος του θα συμπληρώνει με μερικές ακόμη σειρές το βιογραφικό σημείωμα του νέου εργαζόμενου, ή θα προσθέτει μερικά ακόμη μόρια στην αξιολόγηση του ΑΣΕΠ για τις προσλήψεις διοικητικών θέσεων στο ελληνικό δημόσιο.
Συνολικά, θεωρώ πως οι διδακτορικές σπουδές αποτελούν πρόκριμα για τους νέους, αρκεί οι τελευταίοι να επιλέξουν με προσοχή έτσι ώστε: α) Να δουλέψουν πάνω σε ένα αντικείμενο που αγαπούν πραγματικά β) Να έχουν σημαντικές πιθανότητες για μια μετέπειτα καλύτερη επαγγελματική σταδιοδρομία. Αντίθετα, η επιδίωξη ενός διδακτορικού διπλώματος μόνο για λόγους «κοινωνικού status», ή για την απόκτηση ενός ακόμη πανεπιστημιακού «χαρτιού» στο βιογραφικό, αποτελεί εγχείρημα που συνεπάγεται πολύ κόπο, πολύ χρόνο και ακόμη μεγαλύτερο ρίσκο.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο και πρέπει να αναφερθεί είναι ότι οι έχοντες διδακτορικό θα κριθούν στη πράξη από την κοινωνία και τους συναδέλφους τους, ανάλογα με την ποιότητα και ποσότητα έργου που θα προσφέρουν στο συγκεκριμένο αντικείμενο της εργασίας τους. Η επαγγελματική καριέρα είναι μαραθώνιος πολλών δεκαετιών εργασίας και δεν τερματίζεται με την απόκτηση «διδακτορικού».
* Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι Πρόεδρος της Nuntius ΑΧΕΠΕΥ.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.