Το παράδοξο με τις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων

Γιατί ο μεγαλύτερος συντριπτικά όγκος ληξιπρόθεσμων δανείων πωλείται από τα πιστωτικά ιδρύματα με βάση το νόμο του 2003 αντί του νεότερου του 2015. Τι έχει «ξεχάσει» ο νομοθέτης. Γράφει ο δικηγόρος Γ. Ψαράκης.

Το παράδοξο με τις τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων
  • του Γιώργου Ψαράκη*

Το 2015, η Βουλή ψήφισε τον νόμο για τις μεταβιβάσεις των «κόκκινων» δανείων μπροστά στην πίεση που ασκούνταν από τα προβλήματα της κεφαλαιακής (αν)επάρκειας των τραπεζών και της ιδιωτικής υπερχρέωσης (νόμος 4354/2015). Στόχος ήταν να θεσμοθετηθεί μια αγορά «κόκκινων» δανείων, ώστε να απελευθερωθούν τα πιστωτικά ιδρύματα από το βάρος στους ισολογισμούς τους και να μπορούν να έρθουν στη θέση να διοχετεύσουν εκ νέου ρευστότητα στην αγορά. Όλα αυτά καλά και κατανοητά. Πώς όμως καταλήξαμε σήμερα, 6 χρόνια μετά, οι συντριπτικά περισσότερες μεταβιβάσεις «κόκκινων» δανείων να έχουν γίνει όχι με το νόμο του 2015, που ψηφίστηκε επί τούτου από τη Βουλή, αλλά με ένα νόμο του 2003;

Το 2003, η Βουλή ψήφισε έναν νόμο που αφορούσε, μεταξύ άλλων, και την «τιτλοποίηση απαιτήσεων» (νόμος 3156/2003). Στόχος ήταν η υιοθέτηση ενός πλαισίου χρηματοδότησης των επιχειρήσεων μέσω πώλησης των απαιτήσεών τους. Άρα αντί μια επιχείρηση λ.χ. να λάβει ένα ομολογιακό δάνειο, πουλάει μέρος των απαιτήσεών της σε τρίτους επενδυτές (βλ. αιτιολογική έκθεση: «Η νομοθετική ρύθμιση της τιτλοποίησης είναι απαραίτητη για τον εκσυγχρονισμό των χρηματοδοτικών τεχνικών στην Ελλάδα προς όφελος των ελληνικών επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας»).

Χρήση του εν λόγω νόμου έκαναν έκτοτε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τα πιστωτικά ιδρύματα για λόγους καθαρά αναδιαμόρφωσης των ισολογισμών τους. Ο νόμος αυτός φυσικά δεν αφορούσε στα «κόκκινα δάνεια»∙ εξάλλου εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε καν ο αντίστοιχος προβληματισμός των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων («ΜΕΑ»). Για τον λόγο αυτό και δεν υπήρχε ειδική μέριμνα προστασίας του υπερχρεωμένου δανειολήπτη. Κανένας στη Βουλή εκείνη την περίοδο δεν έθεσε αντίστοιχο ζήτημα.

Αντιθέτως, το 2015 αρχίζουν οι διαδικασίες ψήφισης του νόμου για τα «κόκκινα» δάνεια στη Βουλή. Οι βουλευτές διατυπώνουν ενστάσεις και προτάσεις, πάντα σε σχέση με την προστασία των δανειοληπτών, φοβούμενοι για μια επιθετική προσέγγιση των funds του εξωτερικού κ.λπ. Προς τούτο υιοθετείται, μεταξύ άλλων, και ειδική ρύθμιση περί υποχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος για προγενέστερη της πώλησης διαπραγμάτευση με τον δανειολήπτη (βλ. και Αιτιολογική Έκθεση νόμου 4389/2016: «Με την παράγραφο 2 του νέου άρθρου 3 προβλέπεται ρητά ότι εντός δώδεκα (12) µηνών πριν την προσφορά προς πώληση των απαιτήσεων των πιστωτικών ή χρηµατοδοτικών ιδρυµάτων, πρέπει να έχει προσκληθεί µε εξώδικη πρόσκληση ο δανειολήπτης και ο εγγυητής να διακανονίσει τις οφειλές του βάσει γραπτής πρότασης ρύθµισης µε συγκεκριµένους όρους αποπληρωµής. Η ρύθµιση αποσκοπεί στο να αποτρέψει τον αιφνιδιασµό των οφειλετών, στους οποίους δίνεται η ευκαιρία να ρυθµίσουν την οφειλή τους πριν η κατ’ αυτών απαίτηση εκχωρηθεί στις εταιρείες µεταβίβασης του άρθρου 1 του νοµοσχεδίου»).

Ο εισηγητής της πλειοψηφίας αναφέρει μέσα στη Βουλή: «Ένα ακόμα σημαντικό ζήτημα είναι ότι με τις υπό ψήφιση νομοθετικές ρυθμίσεις προβλέπεται ρητά ότι δώδεκα μήνες πριν την προσφορά προς πώληση των απαιτήσεων του παρόντος νομοσχεδίου, πρέπει να έχει προταθεί στον δανειολήπτη και τον εγγυητή με εξώδικη πρόσκληση η ρύθμιση του δανείου του, ώστε αυτό να καταστεί εξυπηρετούμενο. Η ρύθμιση αποσκοπεί στο να αποτρέψει τον αιφνιδιασμό των οφειλετών, στους οποίους δίνεται η ευκαιρία να ρυθμίσουν την οφειλή τους πριν κατ’ αυτών η απαίτηση εκχωρηθεί προς τρίτους».

Ο νόμος για τα «κόκκινα» δάνεια ψηφίζεται. Μετά από ένα έτος, ωστόσο, δέχεται κάποιες τροποποιήσεις, μία εκ των οποίων ήταν και η πρόβλεψη για παράλληλη εφαρμογή του νόμου του 2003. Διαβάζουμε στην οικεία Αιτιολογική Έκθεση: «Υπ’ αυτή την έννοια παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύµατα τα θεσµικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρµογή του νόµου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003), όπου επιτρέπεται και η τιτλοποίηση απαιτήσεων που εξυπηρετούνται, είτε το θεσµικό πλαίσιο που προκρίνεται µε το παρόν σχέδιο νόµου».

Το ζήτημα φυσικά είναι αν μπορεί να γίνει χρήση του νόμου του 2003, όταν μεταβιβάζονται «κόκκινα» δάνεια, δηλαδή δάνεια σε καθυστέρηση∙ γιατί όσον αφορά στα ενήμερα δάνεια, είναι δεδομένο ότι μπορεί να γίνει χρήση και των δύο νόμων.

Το Υπουργείο Οικονομικών (χωρίς φυσικά να ασκεί νομοθετική εξουσία εν προκειμένω) ήρθε να δώσει τη δική του απάντηση στο ερώτημα αυτό με σχετική ανακοίνωση: «… Ειδικότερα ως προς τη μεταβίβαση απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση, διευκρινίζεται ότι αυτή διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του ν. 3156/2003, ανεξαρτήτως αν στα προς τιτλοποίηση χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνονται ληξιπρόθεσμες ή μη απαιτήσεις. Κατά συνέπεια, ειδικότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις που προβλέπει ο ν. 4354/2015 στα άρθρα 1 -3 Α για την εγκυρότητα της μεταβίβασης απαιτήσεων λόγω πώλησης σε εταιρείες της περίπτ. β της παρ. 1 του άρθρου 1, δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση που η μεταβίβαση των απαιτήσεων πραγματοποιείται με σκοπό την τιτλοποίηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003».

Έξι χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου για τις μεταβιβάσεις των «κόκκινων» δανείων, η πρακτική έχει δείξει ότι ο μεγαλύτερος συντριπτικά όγκος ληξιπρόθεσμων δανείων πωλείται με βάση το νόμο του 2003 αντί για το νόμο του 2015. Για ποιο λόγο, όμως, τα πιστωτικά ιδρύματα προτιμούν το νόμο αυτόν του 2003, που μετράει ήδη 18 χρόνια ζωής, αντί του νεότερου και ψηφισθέντος ειδικά για το συγκεκριμένο ζήτημα νόμο του 2015;

Εκτός κάποιων φορολογικών ζητημάτων, ένας βασικός λόγος προτίμησης είναι η απουσία στο νόμο του 2003 υποχρέωσης προηγούμενης εξώδικης πρόσκλησης του δανειολήπτη και του εγγυητή πριν από την πώληση του δανείου, ώστε να διακανονίσουν τις οφειλές τους. Δηλαδή αυτή ακριβώς τη διάταξη που η Βουλή ψήφισε για την προστασία του δανειολήπτη, μετριάζοντας το πολιτικό κόστος των τότε δημοσιεύσεων περί πώλησης των δανείων σε funds κ.λπ., στην πράξη τα πιστωτικά ιδρύματα τον παρακάμπτουν με την ερμηνευτική συνδρομή του Υπουργείου Οικονομικών.

Το ζήτημα φυσικά αυτό της παράκαμψης προστατευτικών για τον δανειολήπτη διατάξεων έχει τεθεί ήδη εντός των δικαστικών αιθουσών και αναμένονται σύντομα απαντήσεις από την αρμόδια δικαστική εξουσία. Το ερώτημα που έχει τεθεί με απλά λόγια είναι αν μπορεί η τράπεζα να μεταβιβάσει ένα δάνειο χωρίς πρώτα να προσπαθήσει να έρθει σε συμφωνία ρύθμισης με τον δανειολήπτη∙ αυτό ακριβώς δηλ. που γίνεται σε πάρα πολλές περιπτώσεις: οι τράπεζες μεταβιβάζουν τα δάνεια σε εταιρείες ειδικού σκοπού, χωρίς πρώτα να έχουν ακολουθήσει τη διαδικασία διαπραγμάτευσης, εφαρμόζοντας το νόμο του 2003 αντί γι’ αυτόν του 2015.

* Ο Γιώργος Ψαράκης, ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert, είναι Δικηγόρος Αθηνών, εταίρος της Δικηγορικής Εταιρείας «Ψαράκης & Κεφαλάς» (www.psarakislegal.com).


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v