Τα συνταξιοδοτικά προγράμματα και οι ανισότητες στη φορολόγηση

Φορολόγηση Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης έναντι ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων. Μια ανισότητα που πρέπει να διορθωθεί άμεσα και ένα στοιχείο-κλειδί, ώστε να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός. Γράφει η Μαργαρίτα Αντωνάκη.

Τα συνταξιοδοτικά προγράμματα και οι ανισότητες στη φορολόγηση
  • Της Μαργαρίτας Αντωνάκη*

Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει ένας άτυπος δημόσιος διάλογος αναφορικά με τα θέματα της επαγγελματικής ασφάλισης. Ο πυρήνας της συζήτησης βρίσκεται στην άνιση φορολογική μεταχείριση που υφίσταται σήμερα σε επίπεδο παροχών μεταξύ Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΤΕΑ) και ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων που προσφέρουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις.

Υπό την ισχύουσα νομοθεσία επιφυλάσσεται, ειδικότερα, για τα ΤΕΑ ένα ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς εις βάρος των ομαδικών συνταξιοδοτικών προγραμμάτων, διαταράσσοντας τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των παρόχων που δραστηριοποιούνται στον 2ο πυλώνα της επαγγελματικής ασφάλισης.

Αφορμή για την παρούσα παρέμβαση στάθηκε άρθρο του κου Χρ. Νούνη, Προέδρου της Ελληνικής Ένωσης Ταμείων Επαγγελματικής Ασφάλισης (ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α.), που δημοσιεύθηκε στις 5.3.2021 στο Euro2day.gr με τίτλο «Ασφαλιστικό: Αλήθειες και ψέματα για τη φορολόγηση του 2ου και 3ου πυλώνα».

Με ένα επιμελώς διατυπωμένο άρθρο και έναν βαρύγδουπο τίτλο, στον οποίο γίνεται προκλητικά λόγος για αλήθειες και ψέματα, το συγκεκριμένο άρθρο επιχειρεί να δημιουργήσει εντυπώσεις, αντιπαραβάλλοντας τα ΤΕΑ με τις «κερδοσκοπικές» ασφαλιστικές επιχειρήσεις και δικαιολογώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα άδικο φορολογικό καθεστώς, με σημαντικές επιπτώσεις στον υγιή ανταγωνισμό. Ωστόσο, αυτό που επιτυγχάνει είναι ακριβώς το αντίθετο.

Ουσιαστικά, από το άρθρο προκύπτει αβίαστα ότι τα ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων δεν είναι απλά μια ακόμη επιλογή στον τομέα της προαιρετικής συνταξιοδοτικής αποταμίευσης αλλά κυρίως μια αξιόπιστη λύση, στον βαθμό που διέπονται από ένα αυστηρότατο πλαίσιο εποπτείας, κοινώς γνωστό ως Solvency II, πολύ πιο εξελιγμένο και απαιτητικό από αυτό των ΤΕΑ.

Επί της αρχής, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν τίθεται ένα ζήτημα περιορισμένου συντεχνιακού ενδιαφέροντος, που αφορά απλά δύο οικονομικούς χώρους: αυτόν των ΤΕΑ και αυτόν των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, επηρεάζοντας τα φορολογικά αποτελέσματά των ιδίων.

Το ζήτημα «μπαίνει στο τραπέζι» επειδή η άνιση φορολογική μεταχείριση που ισχύει σήμερα «τιμωρεί» άδικα τους πολίτες που επέλεξαν να εμπιστευτούν την επαγγελματική τους ασφάλιση σε ένα όχημα, διαφορετικό από αυτό των ΤΕΑ αλλά σε κάθε περίπτωση πιστοποιημένο και αυστηρά εποπτευόμενο για την παροχή συνταξιοδοτικής ασφάλισης.

Η διόρθωση, εξάλλου, της ασυμμετρίας θα είναι καταλυτική για την τόνωση των επαγγελματικών ασφαλίσεων στη χώρα μας, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα, δίνοντας ώθηση στις εθνικές αποταμιεύσεις και επενδύσεις και ωφελώντας την οικονομία της Ελλάδας και κυρίως τους Έλληνες πολίτες, οι οποίοι θα έχουν να επιλέξουν επί μιας ευρύτερης γκάμας ανταγωνιστικών υπηρεσιών στον τομέα της επαγγελματικής συνταξιοδοτικής αποταμίευσης.

Σύμφωνα με την οπτική των μελών της ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α., όπως αποτυπώνεται στο προαναφερόμενο άρθρο, η υπάρχουσα άνιση φορολογική μεταχείριση συνιστά έναν αβάσιμο ισχυρισμό, στο βαθμό που ΤΕΑ και ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται τόσο σε διαφορετικά κανονιστικά/εποπτικά πλαίσια όσο και πυλώνες: IORP II και 2ο πυλώνα για τα ΤΕΑ και Solvency II και 3ο πυλώνα για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, και τούτο ανεξάρτητα εάν τελικά παρέχουν παρεμφερείς συνταξιοδοτικές υπηρεσίες. Κατά τα μέλη της ΕΛ.Ε.Τ.Ε.Α, δηλαδή, δεν ισχύει η βασική πανευρωπαϊκή αρχή “same risks, same rules”, που σημαίνει ότι εφόσον πρόκειται για ίδιους κινδύνους, θα πρέπει να ισχύσουν ίδιοι κανόνες.

Σύμφωνα και πάλι με την οπτική των ΤΕΑ, το εποπτικά χαλαρότερο και λιγότερο αυστηρό πλαίσιο εποπτείας των ΤΕΑ πρέπει να έχει ως φυσικό αποτέλεσμα και μια χαλαρότερη φορολογική μεταχείριση. Μήπως τελικά θα έπρεπε να ισχύει το αντίθετο;

Την ίδια στιγμή, αντιμετωπίζει ως απόλυτα θεμιτή την ύπαρξη μιας φορολογικής μεταχείρισης αποταμίευσης, η οποία στηρίζεται στην παντελή έλλειψη οποιαδήποτε επιβάρυνσης (ούτε κατά τη στιγμή της αποταμίευσης αλλά ούτε και κατά τη στιγμή της απο-επένδυσης). Πρόκειται για πραγματική καινοτομία στο πλαίσιο της φορολογικής νομοθεσίας στην Ευρώπη.

Είναι, βέβαια, στην ευχέρεια κάθε χώρας να διασφαλίσει ένα ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς με στόχο την τόνωση της επαγγελματικής ασφάλισης, αρκεί όμως αυτό να μη δημιουργεί προσκόμματα στον υγιή ανταγωνισμό, όπως γίνεται γενικά στην Ευρώπη.

Πριν προχωρήσω στην κυρίως τοποθέτησή μου, θα ήθελα να κάνω τις ακόλουθες καίριες επισημάνσεις:

Πρώτον, συχνά ατυχώς, όπως και στο συγκεκριμένο άρθρο, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται ως «εκπρόσωποι του τρίτου πυλώνα». Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις αποτελούν, μαζί με τα ΤΕΑ, ισοδύναμους παίκτες και του 2ου πυλώνα (όχι μόνο του 3ου πυλώνα).

Η ΙORP II (οδηγία 2016/2341/ΕΕ) είναι σαφής σε αυτό. Το σκεπτικό 19 της IORP II ρητά αναφέρει ότι «... Στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα, θα πρέπει επίσης να παραμένουν (τα κράτη-μέλη) πλήρως υπεύθυνα για τον ρόλο και τις λειτουργίες των διαφόρων ιδρυμάτων που προσφέρουν επαγγελματικές συνταξιοδοτικές παροχές, όπως τα ταμεία συντάξεων ολόκληρου του οικονομικού κλάδου, τα ταμεία συντάξεων των επιχειρήσεων και οι επιχειρήσεις ασφάλισης ζωής».

Εκτός από την παραπάνω τυπική αναγνώριση είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η εμπειρία και τεχνογνωσία των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών είναι μακρά και δεδομένη, καθώς πολύ νωρίτερα από τη θέσπιση των ΤΕΑ στην Ελλάδα το 2002, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα χρησιμοποιούσαν τα ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ως κίνητρο παραμονής των εργαζομένων τους και προέλκυσης νέων ικανών στελεχών.

Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα για τη διαφορετικότητα των κανονιστικών πλαισίων, επισημαίνεται ότι το πανευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο για τα ΤΕΑ (ΙORP IΙ) δεν συνιστά ένα διαφορετικό πλαίσιο από αυτό των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Εν πολλοίς η IORP II είναι αντιγραφή του Solvency IΙ, με βασική ειδοποιό διαφορά τις υψηλές κεφαλαιακές απαιτήσεις, οι οποίες δεν περιλήφθηκαν στην IORP II μετά από έντονες πολιτικές ζυμώσεις.

Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων υπολογίζονται με βάση την ολιστική προσέγγιση των κινδύνων, δηλαδή καλύπτοντας όλο το φάσμα των κινδύνων, στους οποίους εκτίθεται ή μπορεί να εκτεθεί η ασφαλιστική οντότητα, και όχι μόνο τους ασφαλιστικούς κινδύνους, όπως ισχύει για τα ΤΕΑ. Το Solvency II είναι μια νομοθεσία-πρότυπο, βασιζόμενη σε σύγχρονους κανόνες αποτίμησης και σε ακραία σενάρια προκειμένου η πιθανότητα πτώχευσης να περιοριστεί για τους επόμενους 12 μήνες σε ποσοστό 0,5%, άρα και η πλέον εξασφαλιστική για τους ασφαλισμένους.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σύμφωνα με το άρθρο 62 της οδηγίας IORP II, στην επανεξέτασή της που θα γίνει τον Ιανουάριο του 2023, το πρώτο θέμα που θα ελεγχθεί, αφορά στην επάρκεια της οδηγίας από άποψη προληπτικής εποπτείας και διακυβέρνησης (δηλαδή και των κεφαλαιακών απαιτήσεων).

Επί των επιμέρους επιχειρημάτων που έχουν προβληθεί από τα ΤΕΑ και στο πλαίσιο του προαναφερόμενου άρθρου, θα ήθελα να τοποθετηθώ ως εξής:

- Ως προς το επιχείρημα ότι κύριο μέλημα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι η επίτευξη υψηλών αποδόσεων για υψηλά κέρδη υπέρ των μετόχων τους:

Tο Solveny II (άρθρο 104 του ν. 4364/2016) θέτει ξεκάθαρους φραγμούς στην επενδυτική πολιτική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Κατ’ εφαρμογήν της αρχής του συνετού επενδυτή, την οποία σημειωτέον αντέγραψε εν πολλοίς η IORP II, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να επενδύουν το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων τους με τρόπο που να εγγυάται την ασφάλεια, την ποιότητα, τη ρευστότητα και την κερδοφορία του χαρτοφυλακίου και με τρόπο κατάλληλο προς τη φύση και την οικονομική μέση διάρκεια των ασφαλιστικών υποχρεώσεών τους, προτάσσοντας το συμφέρον όλων των αντισυμβαλλομένων και δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση.

Επομένως, η κερδοφορία απαγορεύεται να είναι πρώτιστο μέλημα της ασφαλιστικής επιχείρησης. Οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οφείλουν να επιτυγχάνουν, σύμφωνα με τις προσδοκίες των ίδιων των ασφαλισμένων τους (και όχι προς ίδιο όφελος) σε συνδυασμό με το επενδυτικό προφίλ τους, τις καλύτερες δυνατές αποδόσεις, υπό τους σαφείς περιορισμούς όμως που υπαγορεύει η νομοθεσία τους.

Επιπλέον, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της ολιστικής προσέγγισης των κινδύνων, η οποία, όπως προανέφερα, δεν ισχύει για τα ΤΕΑ, οφείλουν, για την περαιτέρω προστασία των ασφαλισμένων τους, να τηρούν πρόσθετα υψηλότατα κεφάλαια λόγω κινδύνων που απορρέουν από τις επενδυτικές επιλογές τους, σύμφωνα με τον κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) 2015/35, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση των μη εισηγμένων μετοχών ή άλλων εναλλακτικών επενδύσεων ή στο πλαίσιο της υποενότητας της συγκέντρωσης κινδύνου αγοράς ή της υποενότητας του κινδύνου τιμών ακινήτων.

Ερωτηματικά, τέλος, εγείρονται ως προς την αναφορά, που γίνεται κατά καιρούς σε συγκεκριμένη περίπτωση αποτυχίας γνωστής ασφαλιστικής επιχείρησης, προκαλώντας εύλογα υπόνοιες περί εργαλειοποίησής της χάριν εντυπώσεων. Ως γνωστόν, τα προβλήματα της εταιρίας αυτής ήταν προϊόν πολλών διαφορετικών παραγόντων, τα οποία, εάν ήμασταν σήμερα, δεν θα είχαν καν ανακύψει λόγω του Solvency II σε συνδυασμό με την αυστηρή εποπτεία της TτΕ.

- Ως προς το ότι τα ΤΕΑ ιδρύονται με νόμο ενώ τα ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα συνιστούν ευέλικτες συναλλαγές:

Τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που διαθέτουν οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις πράγματι συνιστούν ιδιωτικά συμφωνητικά. Ωστόσο, για να γίνει σωστά η σύγκριση, αυτή θα έπρεπε να γίνει σε επίπεδο νομικών προσώπων και όχι μεταξύ ανόμοιων μεγεθών (ΤΕΑ-ομαδικά συνταξιοδοτικά προγράμματα). Σύμφωνα με το ν. 4364/2016, (Solvency II), οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις υπόκεινται σε διαδικασία αδειοδότησης, η οποία εμφανώς υπερέχει σε διαδικασίες και εγκρίσεις σε σχέση με τα ΤΕΑ και προϋποθέτει έκδοση εγκριτικής απόφασης από την εποπτική αρχή, την ΤτE.

Οι υποβολές προς την TτΕ περιλαμβάνουν πρόγραμμα δραστηριοτήτων, δηλαδή τον αναλυτικό στρατηγικό σχεδιασμό της υποψήφιας επιχείρησης σε χρονικό ορίζοντα τριετίας, καθώς και διασφαλίσεις ότι η επιχείρηση διαθέτει τα κεφάλαια και είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στις υψηλές απαιτήσεις διακυβέρνησης (άρθρα 14 και 16 του ν. 4364/29216).

Ήδη από την πρώτη μέρα λειτουργίας της μια ασφαλιστική επιχείρηση οφείλει να διαθέτει Ελάχιστη Κεφαλαιακή Απαίτηση, η οποία για την άσκηση ασφαλίσεων ζωής, ανέρχεται στο ποσό των 3.700.000 ευρώ (άρθρο 102 του ν. 4364/2016). Ανάλογη κεφαλαιακή αφετηρία δεν υφίσταται στα ΤΕΑ.

- Ως προς τη διαφάνεια και λεπτομέρεια της παρεχόμενης πληροφόρησης:

Η ασφαλιστική νομοθεσία προβλέπει πληθώρα ενημερώσεων προς τον πελάτη. Ο ν. 4364/2016 (Solvency II) προβλέπει υποχρεώσεις προσυμβατικής ενημέρωσης καθώς και ενημέρωσης κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης σε ετήσια βάση. Με τον Κανονισμό 1286/2014 (PRIIPS) εισήχθη από το έτος 2016 το έγγραφο βασικών πληροφοριών (KID) κατά το πρότυπο των ΟΣΕΚΑ, αλλά με ακόμη μεγαλύτερη ανάλυση της προσφερόμενης πληροφόρησης προς τον καταναλωτή, ενώ με το ν. 4583/2018, ο οποίος μετέφερε την οδηγία 2016/97 στην εσωτερική νομοθεσία για τη διανομή των ασφαλιστικών προϊόντων, θεσπίστηκαν επιπρόσθετοι κανόνες χρηστής επαγγελματικής συμπεριφοράς, έλεγχος καταλληλότητας και επικαιροποίησής του σε ετήσια βάση καθώς και παροχή καλής συμβουλής, ειδικά για τα βασιζόμενα σε ασφάλιση επενδυτικά προϊόντα.
Κατά τη συνήθη πρακτική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, αποδέκτης αυτών των ενημερώσεων δεν είναι μόνο ο λήπτης της ασφάλισης, δηλαδή ο εργοδότης, αλλά και οι ασφαλισμένοι, παρά το γεγονός ότι η νομοθεσία εξαντλεί τις συναφείς ενημερώσεις στον αντισυμβαλλόμενο (λήπτη της ασφάλισης).

Πέραν τούτων, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, με γνώμονα τη διαφάνεια, υποχρεούνται κάθε χρόνο να δημοσιοποιούν στην ιστοσελίδα τους την Έκθεση Χρηματοοικονομικής Κατάστασης και Φερεγγυότητας, γνωστής ως SFDR, η οποία είναι δημόσια προσβάσιμη σε κάθε ενδιαφερόμενο. Η έκθεση αυτή περιέχει πληθώρα πληροφοριών για όλο το φάσμα της λειτουργίας της επιχείρησης, από τον δείκτη φερεγγυότητά της, ένα στοιχείο κλειδί για την οικονομική θέση της, μέχρι το σύστημα διακυβέρνησής της. Ανάλογη ενημέρωση δεν προβλέπεται για τα ΤΕΑ.

Καταληκτικό συμπέρασμα των ΤΕΑ είναι ότι η υπαγωγή ΤΕΑ και ασφαλιστικών επιχειρήσεων σε ανόμοια κανονιστικά πλαίσια και πεδία/ πυλώνες, δικαιολογεί απόλυτα τη συντήρηση της υπάρχουσας φορολογικής διαφοροποίησης. Το συμπέρασμα αυτό δεν είναι, κατά την άποψή μας, ακριβές για πολλούς λόγους.

Πρώτον, όπως αποδείξαμε, οι τομεακές νομοθεσίες δεν είναι και τόσο ανόμοιες, όπως διατείνονται, στο βαθμό που η IORP II έχει δανειστεί στοιχεία του Solvency II αλλά σε ένα πολύ χαλαρότερο πλαίσιο. Επίσης, ΤΕΑ και ασφαλιστικές επιχειρήσεις δεν εντάσσονται σε διαφορετικούς πυλώνες ασφάλισης, στο βαθμό που οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όταν ασκούν επαγγελματικές ασφαλίσεις, εντάσσονται στον 2ο πυλώνα μαζί με τα ΤΕΑ.

Δεύτερον και κυριότερο, η συγκεκριμένη προσέγγιση είναι στρεβλή και σε καμία περίπτωση δεν αντανακλά την παγιωμένη ευρωπαϊκή αρχή: «same risks, same rules», την οποία τα ΤΕΑ φαίνεται να την απορρίπτουν. Η αρχή αυτή σημαίνει στην πράξη ότι επειδή ακριβώς ΤΕΑ και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, στο πλαίσιο της δραστηριοποίησής τους στον τομέα της επαγγελματικής ασφάλισης, προσφέρουν στην ουσία ίδιες παροχές, είναι επιβεβλημένο να απολαμβάνουν της ίδιας φορολογικής μεταχείρισης στο όνομα του υγιούς ανταγωνισμού. Η αρχή αυτή επικεντρώνεται στον πυρήνα της εργασίας και όχι στο νομικό όχημα μέσω του οποίου παρέχεται η ίδια εργασία.

Κατά συνέπεια, η άρση της υφιστάμενης φορολογικής διαφοροποίησης ευθυγραμμίζεται με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ενώ συγχρόνως θα αυξήσει τον ανταγωνισμό, διευρύνοντας τις επιλογές που θα έχουν εφεξής στη διάθεσή τους οι Έλληνες πολίτες για την προαιρετική συνταξιοδοτική αποταμίευσή τους και εντέλει επιτυγχάνοντας ανταγωνιστικές τιμές και επενδύσεις.

Με βάση όλα τα παραπάνω, δεν είναι τυχαίο ότι η ελληνική Πολιτεία εντόπισε το πρόβλημα και την αναγκαιότητα διευθέτησής του, συμπεριλαμβάνοντάς το στο κείμενο των Στρατηγικών Κατευθύνσεων για το Ταμείο Ανασυγκρότησης που υπέβαλε τον Νοέμβριο 2020.

Πέραν όμως της παραπάνω αναφοράς, η Πολιτεία πρέπει, κατά την άποψή μας, να επανελέγξει συνολικά τη νομοθεσία για τα ΤΕΑ, προβαίνοντας σε αναθεώρησή της έτσι ώστε να ορισθεί επιτέλους τι είναι επαγγελματική ασφάλιση, ποιοι την ασκούν αλλά και να καθοριστούν οι ελάχιστες προδιαγραφές που θα την διέπουν (π.χ. ελάχιστος χρόνος παραμονής, προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος εξαγοράς, κατηγορίες δικαιούχων).

Η θεσμική υπόσταση του 2ου πυλώνα προϋποθέτει ένα ελάχιστο πλέγμα ενιαίων κανόνων, τους οποίους θα οφείλουν να ακολουθούν όλοι ανεξαιρέτως οι φορείς, είτε πρόκειται για ΤΕΑ είτε για ασφαλιστικές επιχειρήσεις με γνώμονα πάντα την προστασία των ασφαλισμένων και τη διασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού στον κοινωνικά ευαίσθητο χώρο των επαγγελματικών ασφαλίσεων.

* Η Μαργαρίτα Αντωνάκη είναι Γενική Διευθύντρια Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος.


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v