Όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης, μετά από τα πρώτα της ξεσπάσματα, είχα έντονη την αίσθηση του αόρατου που κρύβεται μέσα στο ιδωμένο. Ένοιωθα την αίσθηση μιας κρυφής αλήθειας, που πρέπει να την αναζητήσουμε επίμονα και υπεύθυνα. Αναρωτιόμουνα ταυτοχρόνως, όπως οι προσωκρατικοί πριν 2.500 χρόνια και ο Καντ μετά από αυτούς, αν υπάρχει επαρκής γνώση για να καταλάβει κανείς την πραγματικότητα, η μήπως η τελευταία γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη. Πιθανότατα δε, την πολυπλοκότητα αυτή έφερε στην επιφάνεια η πανδημία της νόσου Covid-19 η οποία άθελά της προκαλεί ανατροπές που μόνον ένας πόλεμος θα μπορούσε να προκαλέσει.
Κάπως έτσι αντιλήφθηκα την πανδημία μετά ξέσπασε και άρχισε να μολύνει και να σκοτώνει κόσμο με εκθετικό τρόπο. Από την αρχή δε, είχα την αίσθηση ότι η νόσος θα έφερνε αλλαγές στην πορεία της παγκοσμιοποίησης, προκαλώντας ταυτόχρονα ισχυρές δονήσεις στην οικονομία και στον τρόπο ζωής δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Στο πλαίσιο αυτό πρόβλεψα την ενίσχυση του κρατισμού, την αποδυνάμωση της φιλελεύθερης τάξης όπου αυτή υπάρχει και την άνοδο του εθνικισμού σε συγκεκριμένες ευαίσθητες περιοχές.
Τελικά, πιστεύω ότι με αφετηρία την πανδημία, ο κόσμος θα γνωρίσει την επιτάχυνση αλλαγών που ήσαν ήδη στον διεθνή ορίζοντα, πλην όμως δεν είχαν την απαραίτητη ταχύτητα πλεύσης. Σήμερα, οι αλλαγές, σε κάποιους τομείς εκπλήσσουν για την ταχύτητά τους. Τα πάντα όμως εξαρτώνται από την πολιτική βούληση και στο επίπεδο αυτό η κατάσταση παρά τη σχετική διεθνή ηρεμία, είναι συγκεχυμένη.
Από το ξεκίνημα της πανδημίας πριν δέκα μήνες, προσπαθώντας να καταγράψω κάποιες πολιτικές εξελίξεις, αναρωτήθηκα πολλές φορές, όπως και πολλοί άλλοι σχολιαστές, ποια καθεστώτα αντιμετωπίζουν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά την υγειονομική κρίση; Σε ποιο βαθμό η φύση ενός πολιτικού συστήματος ήταν ο κρίσιμος παράγοντας που εξηγούσε την επιτυχία ή την αποτυχία στην αναχαίτιση και αποτελεσματική διαχείριση της πανδημίας.
Όπως υποστήριξε η Αμερικανίδα ακαδημαϊκός Ρέιτσελ Κλάινφελντ, «Παρά τις προσπάθειες των πολιτικών να χρησιμοποιήσουν την κρίση για να προωθήσουν το αγαπημένο τους πολιτικό μοντέλο, τα στοιχεία μέχρι στιγμής δεν δείχνουν ισχυρή σύνδεση ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα και τον τύπο πολιτεύματος». Ενώ κάποια απολυταρχικά καθεστώτα, όπως της Σιγκαπούρης, τα πήγαν καλά, άλλα, όπως του Ιράν, έχουν αποτύχει οικτρά. Ομοίως, κάποιες δημοκρατίες, όπως των ΗΠΑ, παραπαίουν, ενώ άλλες, όπως της Νότιας Κορέας, της Γερμανίας και της Ταϊβάν, τα έχουν καταφέρει.
Κατά την ανάλυση της Κλάινφελντ, οι κύριοι παράγοντες που καθορίζουν την επιτυχία ενός έθνους στον περιορισμό της πανδημίας της νόσου COVID-19 είναι η πρότερη εμπειρία των κυβερνήσεων στην αντιμετώπιση παρόμοιων κρίσεων, το επίπεδο κοινωνικής εμπιστοσύνης σε μια κοινωνία και η δυναμική του κράτους. Κατά την Κλάινφελντ, η Ταϊβάν, η Νότια Κορέα, το Χονγκ Κονγκ και η Σιγκαπούρη, αν και διαφέρουν πολιτικά, πήραν το μάθημα από την επιδημία του SARS το 2002-2003 και ανέπτυξαν γρήγορα τεστ σε σύντομο χρονικό διάστημα αφότου άρχισε να εξαπλώνεται ο κορωνοϊός, προσπαθώντας να βρίσκονται πάντα ένα βήμα μπροστά του.
Και οι τέσσερις χώρες διέθεταν νόμους έκτακτης ανάγκης που τους παραχώρησαν το πρωτοφανές δικαίωμα ανίχνευσης των κινήσεων μολυσμένων ατόμων, ενώ χαλάρωσαν τους κανονισμούς περί ιδιωτικού απορρήτου ώστε να διαδώσουν ευρέως τις πληροφορίες αυτές, ειδοποιώντας τους άμεσα ενδιαφερόμενους ότι είχαν εκτεθεί στον ιό και ότι έπρεπε να υποβληθούν σε τεστ. Τέλος, εφάρμοσαν αυστηρές καραντίνες προκειμένου να καθυστερήσουν την εξάπλωση της επιδημίας.
Όλες οι χώρες που αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά την COVID-19 έχουν υψηλά επίπεδα δημόσιας εμπιστοσύνης στους θεσμούς. Η επιτυχία του κοινωνικού ελέγχου που ασκείται από τις κυβερνήσεις εξαρτάται περισσότερο από την εθελούσια συμμόρφωση παρά από την επιβολή. Παρόλο που η Κίνα, η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα έχουν πολύ διαφορετικά πολιτικά συστήματα, και οι τρεις βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα των χωρών στις οποίες οι πολίτες δείχνουν τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση τους. Και μόνο κυβερνήσεις που απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη των πολιτών τους μπορούν να διατηρήσουν αποτελεσματικά μια δυσβάσταχτη καραντίνα.
Εύγλωττη από την άποψη αυτή είναι και η ελληνική περίπτωση ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της πανδημίας, με την Ελλάδα να πρωτοπορεί σε επίδοση. Αντιστρόφως, γράφει ο Βούλγαρος πολιτικός αναλυτής και πρόεδρος του Κέντρου Φιλελεύθερων Στρατηγικών Ιβάν Κραστέφ, στο απολυταρχικό Ιράν και στη Δημοκρατική Ιταλία, ο χαμηλός βαθμός εμπιστοσύνης των πολιτών στους θεσμούς έχει δυσχεράνει την εφαρμογή της κοινωνικής απομάκρυνσης. Η πολιτική πόλωση και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, σύμφωνα με την Κλάινφελντ, εξηγεί επίσης, εν μέρει τουλάχιστον, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ΗΠΑ στη διαχείριση της κρίσης. Με αποτέλεσμα, το δημοκρατικό πρότυπο της χώρας, να βρίσκεται υπό συζήτηση.
Η δυναμική μιας κυβέρνησης -η ικανότητα της να παρεμβαίνει επιτυχώς σε τομείς που εκτείνονται από την επικοινωνία και την υγειονομική περίθαλψη μέχρι την εφαρμογή της καραντίνας και την παροχή εξοπλισμού- είναι ο τρίτος κρίσιμος παράγοντας που έχει καθορίσει, κατά την Κλάινφελντ, την επιτυχία στην αντιμετώπιση της κρίσης. Η δυναμική αυτή σχετίζεται μόνο εν μέρει με το ΑΕΠ μιας χώρας και με τον χαρακτήρα του πολιτικού της συστήματος. Το κρίσιμο στοιχείο είναι η ποιότητα του κρατικού μηχανισμού, και όχι το μέγεθος του κρατικού προϋπολογισμού, ούτε καν το ύψος των δαπανών για την υγεία.
Η έρευνα της Κλάινφελντ δείχνει ότι, ενώ η πανδημία του κορωνοϊού όξυνε την ανταγωνιστική προπαγάνδα μεταξύ δημοκρατικών και απολυταρχικών συστημάτων, η παγκόσμια αντίδραση απέναντι στον ιό κατέστησε ασαφή τα όρια μεταξύ διαφορετικών τύπων πολιτεύματος. Τα δημοκρατικά συστήματα αποδείχθηκαν εξίσου πρόθυμα με τα απολυταρχικά να παραβιάσουν το ιδιωτικό απόρρητο των πολιτών τους.
Συγχρόνως είναι σαφές ότι οι απολυταρχικοί κυβερνώντες έδειξαν το ίδιο ενδιαφέρον για τις αντιδράσεις του κοινού με τους δημοκρατικούς πολιτικούς που έχουν κατά νου τις επόμενες εκλογές. Όπως έγραψε ο Βρετανός πολιτικός φιλόσοφος Ντέιβιντ Ράνσιμαν, «Σε συνθήκες καραντίνας, οι δημοκρατίες φανερώνουν τί κοινό έχουν με τα υπόλοιπα πολιτικά συστήματα: κι εδώ επίσης, η πολιτική έχει να κάνει πρωτίστως με την εξουσία και την τάξη». Με άλλα λόγια, η αλλαγή που φέρνει ο κορωνοϊός δεν είναι μια νέα εκδοχή, απολυταρχική ή δημοκρατική, του «τέλους της ιστορίας». Αυτό που ενδέχεται να επιφέρει είναι ένας λιγότερο ιδεολογικός αλλά πιο ασταθής κόσμος, τονίζει ο Ιβάν Κρόστεφ.
Προς πληθωριστική πανδημία;
Μια άλλη πρόβλεψη που δειλά μεν αλλά σταθερά κερδίζει έδαφος στα διεθνή μέσα είναι αυτή που λέει ότι αντιμετωπίζουμε επανάληψη της δεκαετίας του 1970 με χειρότερες συνθήκες. Η ρίψη άφθονου χρήματος δι’ ελικοπτέρου, η δημογραφική γήρανση στη Δύση και οι κεντρικές τράπεζες που μοιράζουν νόμισμα, είναι φαινόμενα που θα έχουν επιπτώσεις πολύ πιο γρήγορα από όσο εκτιμούν οι πολιτικοί. Ένα βιβλίο που πρόσφατα σχολιάστηκε σε βάθος από τους «Φαϊνάνσιαλ Ταϊμς» προειδοποιεί επίμονα για τα μέλλοντα να συμβούν. Τονίζει έτσι, πως, ως αποτέλεσμα της σημερινής δημοσιονομικής και νομισματικής γενναιοδωρίας, «όπως στον απόηχο πολλών πολέμων, θα υπάρξει μια εκτίναξη του πληθωρισμού, πιθανότατα περισσότερο από 5%, ή ακόμα και της τάξης του 10% το 2021». Αυτό θα άλλαζε τα πάντα.
Η παραπάνω πρόβλεψη έρχεται από το βιβλίο "The Great Demographic Reversal"του Charles Goodhart, ενός αξιοσέβαστου ακαδημαϊκού, και του Manoj Radharn, που εργαζόταν προηγουμένως στη Morgan Stanley. Η επικείμενη πληθωριστική καταστροφή που προφητεύει, είναι μάλιστα λιγότερο σημαντική απ' ό,τι το αναλυτικό της πλαίσιο.
Οι συγγραφείς αυτοί υποστηρίζουν πως η παγκόσμια οικονομία πρόκειται να αλλάξει καθεστώς. Την τελευταία φορά που συνέβη αυτό ήταν τη δεκαετία του 1980. Οι μεγάλες αλλαγές πριν από τέσσερις δεκαετίες δεν ήταν τόσο η επιθυμία να τεθεί υπό έλεγχο ο πληθωρισμός, αλλά η παγκοσμιοποίηση και η είσοδος της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία. Εκείνη η εποχή, όπως υποστηρίζουν, που ήταν αυτή του χαμηλού πληθωρισμού και υψηλού και αυξανόμενου χρέους, βαίνει τώρα προς το τέλος της. Σύντομα θα ακολουθήσει το αντίστροφο της.
Τη δεκαετία του 1980 και τη δεκαετία του 1990, άνοιξαν οι οικονομίες της Κίνας, της πρώην Σοβιετικής αυτοκρατορίας και άλλων αναπτυσσόμενων χωρών. Συμφωνήθηκε ο Γύρος της Ουρουγουάης, που οδήγησε στη γέννηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, στο οποίον εντάχθηκε η Κίνα το 2001.
Η διεθνής οικονομική ενοποίηση εξελίχθηκε γρήγορα, κυρίως μέσω του εμπορίου, αλλά και μέσω των άμεσων επενδύσεων από χώρες υψηλού εισοδήματος. Η παγκόσμια προσφορά εργασίας για την παραγωγή εμπορεύσιμων αγαθών αυξήθηκε σε τεράστιο βαθμό. Οι μεγάλες εμπορικές οικονομίες εμφάνιζαν μείωση του ρυθμού γεννήσεων και του νεαρής ηλικίας πληθυσμού, κάτι που ενισχύθηκε από την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας. Άρα το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε ταχύτερα απ' ό,τι ο πληθυσμός και η παραγωγή κατά κεφαλήν αυξήθηκε περισσότερο από την παραγωγή κατά εργαζόμενο.
Όλα αυτά μαζί, υποστηρίζουν οι κ.κ. Goodhard και Pradhan, προκάλεσαν μια πτώση στην αγοραστική δύναμη της εργασίας στις χώρες υψηλού εισοδήματος, υψηλότερα μερίδια κέρδους στο ΑΕΠ, αυξανόμενη εγχώρια ανισότητα, μειούμενη παγκόσμια ανισότητα, έναν «υπερκορεσμό αποταμιεύσεων», αδύναμες πληθωριστικές πιέσεις και μειούμενα πραγματικά επιτόκια. Υπήρξε μια εκτίναξη του χρέους.
Τώρα, υποστηρίζουν, όλα αυτά αντιστρέφονται. Η παγκοσμιοποίηση δέχεται επίθεση και καμία άλλη οικονομία δεν μπορεί να αντιγράψει αυτό που έκανε η Κίνα. Η γήρανση του πληθυσμού πλήττει την ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού και επιδεινώνει τις δημοσιονομικές πιέσεις. Επίσης, καθώς ο αριθμός των καταναλωτών αυξάνεται σε σχέση με αυτόν των παραγωγών, οι πληθωριστικές πιέσεις θα αυξηθούν. Επιπλέον, καθώς το εργατικό δυναμικό συρρικνώνεται και η παγκοσμιοποίηση αποδυναμώνεται, η αγοραστική δύναμη της εργασίας θα επανεμφανιστεί, επιδεινώνοντας αυτές τις πληθωριστικές πιέσεις.
Κατά συνέπεια, θα υπάρξουν τεράστια διλήμματα πολιτικής, ιδιαίτερα λόγω επιβαρυμένων δημόσιων προϋπολογισμών και επιχειρήσεων εκτός χρηματοπιστωτικού τομέα. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα πώς θα αντιμετωπιστεί η καταστροφή παραγωγικού κεφαλαίου όταν η χώρα έχει στον τομέα αυτόν 220 δισ. ευρώ έλλειμμα; Πώς θα χειριστούν οι κυβερνήσεις εδώ και αλλού τα πιθανά κύματα των χρεοκοπιών; Πώς θα θέσουν ξανά υπό έλεγχο οι κυβερνήσεις τα ελλείμματά τους σε έναν κόσμο διαρθρωτικά χαμηλής ανάπτυξης (εν μέρει λόγω της γήρανσης του πληθυσμού), υψηλότερων επιτοκίων και πιέσεων για αύξηση των δαπανών;
Αν δεν καταφέρουν στην Ευρώπη ειδικά να χειριστούν την όλη κατάσταση με όρους οικονομικής ολοκλήρωσης, όπως αυτή δρομολογήθηκε με το Ταμείο Ανάκαμψης, η ευρωπαϊκή περιθωριοποίηση στην παγκόσμια αγορά θα έχει οδυνηρές γεωπολιτικές συνέπειες για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Το σενάριο, ένας πολιτικός νάνος όπως η σημερινή Ευρώπη να μετατραπεί και σε οικονομικό κομπάρσο από πρωταγωνιστή, είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να φέρει η κρίση της πανδημίας. Δεν αποκλείεται όμως να συμβεί και το ακριβώς αντίθετο.
Θέλω να πιστεύω ότι ήδη ο κορωνοϊός έχει κλονίσει κάποιες συνειδήσεις στην Ευρώπη και ότι ένας μείζον μετασχηματισμός του ευρωπαϊκού σχεδίου δεν πρέπει να αποκλείεται, τώρα που οι εξελίξεις πιέζουν και τα γεγονότα είναι πεισματάρικα.
Ίδωμεν…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.