Είναι απορίας άξιο ποιοι ακριβώς κυβερνητικοί κύκλοι και «ειδικοί» πέρναγαν «γραμμή» διαρρέοντας στα Μέσα το πρωί της Τρίτης ότι μάλλον επίκειται άνοιγμα στην αρχή του Μαρτίου, προσδιορίζοντας μάλιστα και τους όρους με τα SMS κ.λπ., για να αναδιπλωθούν άρδην μέσα σε λίγες ώρες, πριν ακόμη ανακοινωθούν τα κρούσματα.
Όλα αυτά, όταν ήδη το βράδυ της Δευτέρας, με βάση τα περιορισμένα στοιχεία του Σαββατοκύριακου, φαινόταν ότι η κατάσταση δεν είναι καθόλου… ανθηρή.
Θα ήταν γελοίο, όπως και το ότι κάποιοι «ξεγελάστηκαν», λένε, από τη μείωση των τεστ, λόγω… «Μήδειας», αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνο! Διότι εντέλει φανερώνει ότι και σε αυτή τη φάση, από επιδημιολογική επιτήρηση κι αντανακλαστικά μάλλον δεν πάμε καλά!
Το γεγονός ότι με βάση και τα χθεσινά στοιχεία, έχουμε σε επίπεδο εβδομαδιαίων μέσων όρων αύξηση κατά 40% στα κρούσματα, ενώ έχουν περάσει 12 μέρες από την επιβολή του δήθεν «σκληρού» λοκντάουν, ότι οι ΜΕΘ Covid της Αττικής έχουν ήδη 90% πληρότητα και ότι οι νεκροί ήδη αυξάνονται (575 ήδη μέσα στον Φεβρουάριο), τα λέει όλα.
Χρειάστηκε όμως ένας έγκριτος επιστήμονας, που ζει εκτός Ελλάδος, μακριά από διάφορες αγκυλώσεις, για να πει αυτό που βλέπουμε όλοι:
Ότι το λοκντάουν είναι… μούφα.
Ότι μπορεί να είναι κλειστή η λιανική, η εστίαση, η διασκέδαση/αναψυχή και τα σχολεία, αλλά οι μετακινήσεις και οι συναθροίσεις, περιορισμένες μεν σε αριθμό, δίνουν και παίρνουν, ενώ η κυκλοφορία αυτοκινήτων στους δρόμους μόνο καραντίνα δεν θυμίζει!
Μπορεί να είναι επόμενο της κούρασης, μιας και βρισκόμαστε σε καθεστώς περιορισμών από τις αρχές Νοεμβρίου, αυτό δεν αλλάζει όμως την πραγματικότητα: Όσο δεν υπάρχει ουσιαστικός περιορισμός της κινητικότητας, οι κίνδυνοι έξαρσης ελλοχεύουν, ιδιαίτερα τώρα που κυκλοφορούν οι περισσότερο μεταδοτικές παραλλαγές.
Μπορεί λοιπόν να πάμε έτσι ή κάπως έτσι μέχρι το Πάσχα, πιθανώς και αργότερα, μπορεί επίσης, με μια στραβοτιμονιά, να ψάχνουμε συντόμως για άδειες ΜΕΘ, αυτή τη φορά όμως στα νοσοκομεία της Αττικής, όπου ζει σχεδόν το 50% του πληθυσμού της χώρας. Κατά συνέπεια, αυτή η τραγελαφική κατάσταση «εμείς θα κάνουμε δήθεν σκληρό λοκντάουν κι εσείς ότι το εφαρμόζετε», δεν μπορεί εκ φύσεως να αποδώσει, καθιστώντας περίπου άχρηστες τις σχετικές νουθεσίες προς τους πολίτες, ιδιαίτερα εκείνους που είτε συνωστίζονται στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς είτε εργάζονται σε συνθήκες συγχρωτισμού, σε κλειστούς χώρους.
Ετσι, οι αποφάσεις για λοκντάουν 2-3 εβδομάδων, που καταλήγουν να κρατάνε μήνες, για σκληρά λοκντάουν μέσα στο «χαλαρό» λοκντάουν, δίκην… μπαμπούσκας, η λήξη των οποίων ανακοινώνεται για να παραταθεί με όρους… κολοκυθιάς, τολμώ να πω ότι περισσότερο εκνευρίζουν και αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη παρά την κατευνάζουν ή τη συστρατεύουν, αντίθετα με όσα ενδεχομένως πιστεύουν κάποιοι επικοινωνιολόγοι.
Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι όπως συνεχίζουμε να πορευόμαστε, θυσιάζουμε ένα μέρος της οικονομίας (το εκτιμώμενο ως πιο high risk σε όρους μεταδοτικότητας), χωρίς όμως να επιτυγχάνουμε έλεγχο της πανδημίας, σε βαθμό που να επιτρέπει μερικό έστω restart, πριν χτιστεί τείχος προστασίας από τα εμβόλια (κι αυτό, εφόσον δεν υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις από ανθεκτικές μεταλλάξεις). Κάτι που όσο κυλάει ο χρόνος έχει υψηλότατο, πιθανώς μη διαχειρίσιμο, οικονομικό, κοινωνικό, εντέλει και πολιτικό κόστος.
Αν είχαμε για παράδειγμα προχωρήσει σε ένα πραγματικά σκληρό λοκντάουν, με πάγωμα όλων των μη απολύτως απαραίτητων δραστηριοτήτων, για 3-4 εβδομάδες τον Ιανουάριο, ίσως τα πράγματα να ήταν πολύ διαφορετικά τώρα, με προϋπόθεση βέβαια την πολύ αυστηρή επιτήρηση και των σημείων εισόδου στη χώρα.
Ο λόγος για τον οποίο αυτό δεν συνέβη, όχι μόνον τον Ιανουάριο αλλά και στο πλαίσιο του δήθεν σκληρού λοκντάουν που διανύουμε αυτό το διάστημα, ομολογουμένως μου διαφεύγει…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.