Ο Μουσταφά Κεμάλ δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε στρατηγός. Είχε τα εύσημα της επιτυχίας του στην περίφημη μάχη της Καλλίπολης το 1915 και παρά την απέχθειά του προς το οθωμανικό καθεστώς, έχαιρε της εμπιστοσύνης του τότε σουλτάνου.
Έτσι, τον Μάιο του 1919, μετά από αίτημα των Βρετανών, ο Μεγάλος Βεζύρης Φεράτ Πασάς τον έστειλε στη Μικρά Ασία, με αποστολή να «βοηθήσει τους Έλληνες της Τραπεζούντος να ιδρύσουν ένα κράτος στη Μαύρη Θάλασσα και να απωθήσουν τους Σοβιετικούς που άρχιζαν να οργανώνονται στα βόρεια του Κουρδιστάν», με αιχμή του δόρατος το Κουρδικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, πού ήταν μπολσεβικικής εμπνεύσεως. Από την πλευρά του, ο Μουσταφά Κεμάλ είχε δεχθεί την αποστολή, ελπίζοντας να βρει τρόπο να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδιά του για την απελευθέρωση της Τουρκίας από τον παραπαίοντα οθωμανισμό και τη διαφθορά του.
Αυτό το πέτυχε λίγα χρόνια αργότερα, εξαπατώντας τους πάντες για τα πάντα. Παράλληλα, δε, εξολόθρευσε και όσους θα μπορούσαν να αποτελέσουν εμπόδιο στα σχέδιά του: Πόντιους, Αρμένιους και Κούρδους. Σε κάποια δε φάση της πορείας του, έπεισε και τους Αγγλο-γάλλους αντιπάλους του για τις προθέσεις του, οι οποίες κάθε άλλο παρά φιλοσοβιετικές ήσαν.
Ένα Οικονομικό Συνέδριο που συνήλθε στη Σμύρνη τον Φεβρουάριο 1923, πριν ακόμη υπογραφεί η Συνθήκη της Λωζάνης, καθόρισε τον οικονομικό προσανατολισμό της Νέας Τουρκίας και επικύρωσε την κυριαρχία της συμμαχίας φεουδαρχών-αστών στο νέο κράτος. Έγιναν παράλληλα και ανοίγματα για ξένες επενδύσεις. Το δε Συνέδριο απέρριψε τις προτάσεις μιας μικρής ομάδας αντιπροσώπων των εργατών, που ζητούσαν το δικαίωμα της απεργίας και την εισαγωγή ενός προγράμματος αγροτικής μεταρρύθμισης. Οι Σύμμαχοι, οι οποίοι αρχικώς είχαν φοβηθεί ότι το κίνημα του οποίου ηγείτο ο Μουσταφά Κεμάλ μπορούσε να είναι παρακλάδι της Σοβιετικής Επαναστάσεως, ησύχασαν.
Αξίζει παρ’ όλα αυτά όμως να σημειωθεί ότι η επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία του 1917 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην τουρκική νίκη κατά των Ελλήνων. Παρά τις διώξεις και τις δολοφονίες που είχαν υποστεί οι Τούρκοι κομμουνιστές από τον Κεμάλ, η λενινιστική Ρωσία παρέσχε στο Κεμαλικό Κίνημα σημαντική υποστήριξη, σε μία εποχή κατά την οποία η ίδια αντιμετώπιζε την πείνα και τον εμφύλιο πόλεμο.
Αυτή η βοήθεια όμως, το 1925, δεν εμπόδισε τον Κεμάλ να διαλύσει το ΚΚ και τις φιλικές του εργατικές οργανώσεις, πείθοντας τη Δύση ότι στην Τουρκία ήταν καλοδεχούμενες οι οποίες επενδύσεις της. Με δεδομένη δε την αδυναμία της τουρκικής αστικής τάξης να πετύχει βιομηχανική ανάπτυξη, η οικονομική εξάρτηση της Τουρκίας από τη Δύση γινόταν πραγματικότητα.
Από την πλευρά τους, οι Δυτικοί έβλεπαν ότι το κεμαλικό κράτος μπορούσε να χρησιμεύσει ως ανασταλτική ζώνη μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των Δυτικών αποικιών στη Μέση Ανατολή. Από αυτή την άποψη, είναι πολύ ενδεικτικό ότι ήδη από την 20ή Οκτωβρίου 1921, η Γαλλία υπέγραψε συνθήκη προορισμένη να «επανασυνδέσει τις φιλικές σχέσεις» με την κυβέρνηση της Αγκυρας.
Γεγονός που μάλλον θα πέρασε απαρατήρητο από την τότε ελληνική πολιτική ηγεσία!
Αυτή λοιπόν την κεμαλική παράδοση, σήμερα, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θέλει να την ξεριζώσει, πράγμα διόλου εύκολο και το γνωρίζει. Γι’ αυτό, στο εσωτερικό του μέτωπο, για να θολώσει τα νερά και να εξαπατήσει, παίζει το χαρτί του ευρασιατισμού, στο οποίο δεν πιστεύει όμως. Ωστόσο, η τάση του δεν μπορεί να αγνοηθεί. Και κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να προβλέψει πού τελικά θα οδηγήσουν οι διάφορες μανούβρες ενός ηγέτη που πλέον μπορεί να χάσει την μπάλα.
Όπως γράφει ο Νίκος Γεωργιάδης, σύμβουλος της ελληνικής έκδοσης της επιθεώρησης «ForeignAffairs», «ο τουρκικός "Ευρασιατισμός" είναι σχήμα ανταγωνιστικό ως προς τις γεωπολιτικές και γεωοικονομικές σταθερές του Ευρωπαϊκού, κατ' αρχάς, και του Δυτικού μοντέλου, γενικότερα. Ο ανταγωνισμός φέρνει ρήξεις και στιγμιαίες, μεσοπρόθεσμες ή ακόμη χειρότερα, μακροπρόθεσμες συγκρούσεις».
Παράδειγμα τα όσα συμβαίνουν στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Το προσφυγικό-μεταναστευτικό επίσης ήταν και θα είναι εφεξής μια από τις αιχμές αυτού του συγκρουσιακού περιβάλλοντος. Το γενικότερο έτσι συγκρουσιακό στοιχείο σε θέματα ασφάλειας θα είναι αυτό που θα κυριαρχήσει σε έναν ορατό χρονικό ορίζοντα. Και στο στοιχείο αυτό ποντάρει ο Ερντογάν, για εκβιαστικούς και άλλους λόγους.
Τα ζητήματα ασφαλείας συνδέονται άμεσα με τα βασικά στοιχεία που καθορίζουν τα Δυτικά συμφέροντα στο άμεσο και απώτερο μέλλον. Αυτά είναι τα ενεργειακά (αγωγοί) και οι μεταφορές (ελεύθερες εμπορικές οδοί). Αυτό ακριβώς είναι το αντικείμενο της αντιπαράθεσης ετούτη τη στιγμή στη Μαύρη Θάλασσα, στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Το Καστελόριζο και η θάλασσα της Καρπάθου είναι απλώς ένα «κόκκινο κουμπί» που συμβολίζει το πώς θα είναι ή δεν θα είναι λειτουργικά τα σύνορα μεταξύ Ευρώπης-Δύσης με τον Ευρασιατισμό κατά την επόμενη περίοδο.
Δεν υφίσταται επί της ουσίας ζήτημα επιλογής. Υπάρχει μόνο θέμα διαχείρισής της. Μια διαχείριση εντούτοις που δεν είναι απαλλαγμένη κινδύνων για την Ελλάδα και την περιοχή μας. Και το ερώτημα είναι σε ποιο βαθμό γίνεται αντιληπτή η επικινδυνότητα και η ψυχολογία αυτού που την προκαλεί.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.