Τα νέα δεν προσφέρονται για πανηγυρισμούς. Ο Παγκόσμιος Δείκτης Καινοτομίας 2020 φέρει την Ελλάδα στην 43η θέση, να χωλαίνει έναντι άλλων, συγκρίσιμων χωρών. Η χώρα βρίσκεται κάτω από το Βιετνάμ, τη Σλοβακία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μια θέση πάνω από την Ταϊλάνδη, με πρώτες στη λίστα των 131 χωρών την Ελβετία, τη Σουηδία, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία (δείτε εδώ: https://www.wipo.int/edocs/pubdocs/en/wipo_pub_gii_2020.pdf).
Παρά τη βελτίωση στον ρυθμό βηματισμού τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα εμφανίζεται να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, χωρίς να αποφασίζει την τακτική που θα την κατατάξει σε θέση σεβαστή, ανάλογη των δυνατοτήτων της. Το μεγαλύτερο πρόβλημά της; Η αδυναμία της να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ έρευνας και βιομηχανικής καινοτομίας/παραγωγής, ούτως ή άλλως προβληματικής λόγω της μη προνομιακής κατάστασης της αγοράς (μικρές εταιρείες, ισχνή απορρόφηση κεφαλαίων λόγω περιορισμένης αξιόλογης προσφοράς, κατακερματισμένοι πόροι, διάσπαρτες πρωτοβουλίες).
Η χώρα παρουσιάζεται να μην μπορεί να μεταλλάξει το ερευνητικό αποτέλεσμα σε προϊόν. Να μη δομεί το οικοσύστημα που θα επέτρεπε την ανάδειξη ισχυρών καινοτόμων επιχειρήσεων, οι οποίες και θα διαδραμάτιζαν ηγετικό ρόλο και οικονομικά, με αντίστοιχες θέσεις εργασίας και ανάπτυξη της Κεφαλαιαγοράς. Ρίξτε μια ματιά στον δείκτη ερευνητικής συνεργασίας Πανεπιστημίου και Βιομηχανίας, η χώρα μας καταλαμβάνει την -όχι και τόσο κολακευτική- 119η θέση, πάντα σε σύνολο 131 χωρών (https://www.wipo.int/edocs/pubdocs/en/wipo_pub_gii_2020/gr.pdf).
Το οξύμωρο στην περίπτωση της Ελλάδας είναι ότι διατηρεί πλεονέκτημα στην κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού, διαθέτει πρόσωπα που ξέρουν και μπορούν, αξιόλογο έμψυχο δυναμικό. Που πάει στράφι. Το πλεονέκτημα παραμένει σε επίπεδο θεωρητικό, με τις επιχειρήσεις να αδυνατούν να συνδέσουν το αποτύπωμά τους με το καινούργιο, το πρωτοποριακό, το καινοτόμο.
Το δυνατό σημείο της χώρας, αυτό του ανθρώπινου δυναμικού, με το εφόδιο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ξεχωρίζει σε έναν κατάλογο με συνολικά επτά μεγέθη. Μια χώρα με τέτοια μαγιά θα έπρεπε να βρίσκεται είκοσι ολόκληρες θέσεις υψηλότερα στον γενικό δείκτη Καινοτομίας. Με όρους πραγματικότητας, όμως, το σενάριο αυτό θα προϋπέθετε καλύτερα ανακλαστικά στις αλλαγές που κομίζει το παγκόσμιο περιβάλλον, μεταρρυθμίσεις που θα άνοιγαν το χορταριασμένο σήμερα μονοπάτι της αγοράς, πιο «σοφή» χρήση των οικείων πόρων.
Πώς θα επιτευχθεί ο βασικός στόχος; Πώς θα πραγματωθεί η μετουσίωση ολοένα και περισσότερων επιστημονικών και τεχνολογικών ανακαλύψεων που προκύπτουν από τη δημόσια έρευνα, σε δραστηριότητα με έντονο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο;
Ενα πρώτο βήμα θα ήταν να καθορίσει η χώρα τους -ευάριθμους, δεν χρειάζεται πληθώρα- τομείς στους οποίους επιθυμεί να είναι πρωτοπόρος έως το 2030. Να αποφασίσει σε ποια πεδία θα ήθελε να βγει μπροστά, απαντώντας στις σημαντικές σύγχρονες προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, της υγιεινής και βιώσιμης διατροφής, της γήρανσης του πληθυσμού, της συγκέντρωσης στις πόλεις. Δεν θα μπορούσε για παράδειγμα η Ελλάδα, το βασίλειο της μεσογειακής διατροφής, να πάρει τα σκήπτρα στον τομέα της υγιεινής διατροφής; Δεν θα ήταν σε θέση να παράγει λειτουργικά τρόφιμα, εμπνευσμένα από αντίστοιχα παραδοσιακά; Να προάγει την αγρο-οικολογία, την αξιοποίηση των τοπικών παραγωγών, τα φυτοϋγειονομικά προϊόντα νέας γενιάς; Η απάντηση είναι σταθερά καταφατική.
Απαιτείται ανεξάρτητη βασική έρευνα, ασφαλώς. Δίχως χειραγώγηση και κατευθυντήριες γραμμές, παράμετροι που θα ήταν αντίθετες στο δια ταύτα του εγχειρήματος -ας μην ξεχνάμε ότι σχεδόν όλες οι μεγάλες καινοτομίες, στον τομέα της υγείας, της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, έχουν τις ρίζες τους σε πρωτοποριακές ιδέες που είδαν το πρώτο φως στον ακαδημαϊκό χώρο πέντε, δέκα χρόνια ή και δεκαετίες πριν από την εμπορική εκμετάλλευσή τους. Αλλά και με αποτελεσματικό συντονισμό: με δημιουργία και ανάπτυξη επιχειρήσεων, ώστε να δημιουργηθούν τα κρίσιμα μεγέθη που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη ενός υγιούς οικοσυστήματος και θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Η μέχρι σήμερα πορεία, κυρίως με πόρους των προγραμμάτων ΕΣΠΑ σε πλείστες όσες θεματικές κατευθύνσεις, μετράει μεν αξιόλογες επενδύσεις, χωρίς θεαματικές επιδόσεις δε στην Καινοτομία. Είναι ακριβό και άρα όχι τόσο έξυπνο να αναλωθεί κανείς στην κάλυψη του κενού σε όλες αυτές τις κατευθύνσεις: πρέπει να καταλήξουμε πού θέλουμε να είμαστε πρωτοπόροι. Και πέντε με επτά πεδία θα ήταν απολύτως διαχειρίσιμα.
Ποιος όμως θα σηκώσει το βάρος των αποφάσεων; Απαιτούνται ανοιχτές και συμμετοχικές διαβουλεύσεις, επ’ ουδενί ad hoc διαδικασίες από επιτροπές «σοφών» και τεχνοκρατών, συνήθως αποκομμένων από την αγορά. Μια καλά ενημερωμένη, με ισχυρά ανακλαστικά, ομάδα εργασίας -ας τη βαφτίσουμε
Ύπατη Επιτροπή Προγραμματισμού-, η οποία θα έχει ως αντικείμενο την ανάπτυξη νόμου αλλά και πολυετούς προγραμματισμού για τη «συνεργατική έρευνα και καινοτομία». Το υπουργείο Ανάπτυξης θα έχει πλέον στα χέρια του τη μαγιά για να δημιουργήσει, με τη συνδρομή ασφαλώς του κατεξοχήν αρμόδιου Εθνικού Συμβουλίου Έρευνας και Τεχνολογίας, το οποίο θα εκπονεί και θα εισηγείται τη στρατηγική έρευνας για την ανάπτυξη της Καινοτομίας.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, καμία λύση δεν φαντάζει μακρινή. Ιδού μερικές κινήσεις, που θα μπορούσαν να αποδειχθούν κομβικές:
- Συγχώνευση Πανεπιστημίων και δημιουργία μεγάλων πανεπιστημιακών δομών με κατάλληλους πόρους, ερευνητικό και διδακτικό προσωπικό. Αντίστοιχος εξορθολογισμός και στα ερευνητικά κέντρα, με στόχο τη διαμόρφωση ενός εθνικού δικτύου έρευνας (κατ’ εικόνα του γαλλικού CNRS ή του γερμανικού Fraunhofer), που θα ακυρώνει τον λαβύρινθο των πολλαπλών διοικήσεων και νομικών προσώπων και θα στηρίζει με έμφαση τη σύνδεση της έρευνας με την επιχειρηματικότητα. Ταυτόχρονα, ανάπτυξη διεθνών συνεργασιών και αξιοποίηση της ελληνικής επιστημονικής διασποράς.
- Οργάνωση διαπεριφερειακών επιχειρηματικών κόμβων (Καινοτομίας), με τη συμμετοχή ερευνητικών και χρηματοδοτικών δομών και επιχειρήσεων για την άμεση και αποτελεσματική ενίσχυση της συνεργασίας όλων των παραγόντων που υποστηρίζουν την Καινοτομία και τη μετατροπή της σε επιχειρηματική επιτυχία.
- Κίνητρα, πέραν των σημερινών φορολογικών ελαφρύνσεων, για τη συνεργασία δομών παραγωγής έρευνας με την επιχείρηση, π.χ. με τον μηχανισμό χρηματοδότησης εταιρειών υπό τη μορφή πίστωσης φόρου ή με την προσφορά ερευνητικού έργου με αντάλλαγμα απόδοση, σε περίπτωση επιτυχίας.
- Κινητικότητα των ερευνητών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η οποία εκτιμάται ως ιδιαίτερα χαμηλή σήμερα. Για την ακρίβεια, πρόκειται για αγεφύρωτους κόσμους. Επίσης, λιγότερο από το 10% των μελών των Δ.Σ. των εισηγμένων διαθέτουν διδακτορικό τίτλο. Θα μπορούσε να καθορισθεί ποσόστωση για τα στελέχη διοικητικών συμβουλίων και ανωτέρων στελεχών του δημοσίου, να προέρχονται από τον χώρο της έρευνας.
Μερικές προτάσεις είναι αυτές. Πέρα και πάνω από κάθε πρόταση όμως, σημασία έχει η συνειδητοποίηση της ανάγκης αλλαγής, της οικοδόμησης μιας συνεκτικής εθνικής στρατηγικής, βασισμένης στην ευθύνη, προικισμένης με μακροπρόθεσμους πόρους, στο όνομα της Καινοτομίας. Σημασία έχει η επανακατεύθυνση της χώρας, με πυξίδα το παγκόσμιο γίγνεσθαι, τις προσδοκίες του ερευνητικού κόσμου της, τις απαιτήσεις της ίδιας της κοινωνίας. Καμία χώρα δεν πήγε μπροστά χωρίς να εναποθέσει στο ντουλάπι το δοκιμασμένο, το παρωχημένο, το κατ' επίφασιν εκσυγχρονιστικό. Χωρίς εμπιστοσύνη στο νεωτερικό, το φρέσκο, το πρωτόλειο. Το αληθινά προοδευτικό.
*Ο κ. Ξενοφών Κροκίδης είναι Δρ Φυσικής, Ιδρυτής και Δ/νων σύμβουλος της εταιρείας SCIENOMICS.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.