Πριν λίγες ημέρες τέθηκε σε διαβούλευση το σχέδιο νόμου για τον «Κώδικα Διευθέτησης Οφειλών και Παροχής Δεύτερης Ευκαιρίας». Μία από τις σημαντικές του ρυθμίσεις αφορά στη λεγόμενη «δεύτερη ευκαιρία» των οφειλετών, δηλαδή στη δυνατότητά τους να κάνουν μια νέα «καθαρή» αρχή.
Στο παρόν σημείωμα θα προσπαθήσουμε να επισημάνουμε τα καίρια σημεία του νομοσχεδίου ως προς το ζήτημα αυτό, σε σχέση και με το ισχύον δίκαιο, μέσα από 9 ερωταπαντήσεις.
1. Ο θεσμός της «δεύτερης ευκαιρίας» προτείνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό δίκαιο;
Όχι. Ουσιαστική υιοθέτηση του θεσμού έλαβε χώρα για πρώτη φορά το 2016, όταν και προβλέφθηκε η δυνατότητα παροχής «δεύτερης ευκαιρίας» στον έμπορο-οφειλέτη μέσω του θεσμού της «απαλλαγής του οφειλέτη φυσικού προσώπου» του Πτωχευτικού Κώδικα. Μάλιστα το 2018, οι εν λόγω διατάξεις τροποποιήθηκαν προς το ευμενέστερο (νόμος 4549/2018). Είναι πραγματικότητα, όμως, ότι οι προτεινόμενες ρυθμίσεις καθιστούν ευχερέστερη την απαλλαγή του οφειλέτη.
2. Ποιος αποφασίζει για την απαλλαγή του οφειλέτη;
H απαλλαγή, δηλαδή η «διαγραφή» των χρεών του οφειλέτη, με βάση το σχέδιο νόμου επέρχεται αυτομάτως (αυτοδικαίως) μετά την παρέλευση 3 ετών από την πτώχευση, εκτός κι αν καταθέσει προσφυγή κάποιος πιστωτής αντιτασσόμενος σε αυτή∙ σε αυτή την περίπτωση, το δικαστήριο αποφασίζει τελικώς περί της απαλλαγής ή μη του οφειλέτη. Με βάση το ισχύον καθεστώς, επαφίεται στο δικαστήριο να κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη όσα στοιχεία έχει στη διάθεσή του, αν θα απαλλάξει ή όχι τον οφειλέτη μετά από ειδικό αίτημα που υποβάλλει ο τελευταίος ενώπιον του δικαστηρίου, κατόπιν παρέλευσης της περιόδου απαλλαγής. Απαιτείται άρα για την απαλλαγή εκ νέου προσφυγή στο δικαστήριο εκ μέρους του οφειλέτη, υποχρέωση που αίρεται με το παρόν σχέδιο νόμου. Η υιοθέτηση του θεσμού της «αυτόματης απαλλαγής» είχε προταθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από το 2014: «Μετά τη λήξη της περιόδου απαλλαγής, οι επιχειρηματίες θα πρέπει να απαλλάσσονται από τα χρέη τους, χωρίς να απαιτείται κατ’ αρχήν η εκ νέου προσφυγή τους στο δικαστήριο». Άρα στο σημείο αυτό η προτεινόμενη ρύθμιση έρχεται να τροποποιήσει το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προς το ευμενέστερο για τον οφειλέτη.
3. Πόσα χρόνια μετά την πτώχευση έρχεται η απαλλαγή;
Η απαλλαγή από τα χρέη με βάση το σχέδιο νόμου έρχεται 3 έτη μετά την πτώχευση, εφόσον ο οφειλέτης δεν έχει περιουσία στο όνομά του (αν, όμως, ο οφειλέτης εισφέρει στην πτωχευτική περιουσία στοιχεία σημαντικής αξίας, όπως π.χ. την κατοικία του, η περίοδος απαλλαγής μειώνεται στο 1 έτος).
Βάσει του ισχύοντος μέχρι και σήμερα νομοθετικού πλαισίου, η απαλλαγή μπορεί να επέλθει κατόπιν αιτήσεως του οφειλέτη μετά την παρέλευση 2 ετών από την κήρυξη της πτώχευσης. Στην πράξη, οι δύο ρυθμίσεις χρονικά μάλλον ταυτίζονται, καθότι με βάση τον ισχύοντα νόμο, μετά την παρέλευση 2ετίας από την πτώχευση θα πρέπει να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο ο οφειλέτης και να εκδοθεί απόφαση (διαδικασία που ανάλογα το Πρωτοδικείο μπορεί να κρατήσει και πάνω από ένα έτος), ενώ με βάση το προτεινόμενο σχέδιο, η απαλλαγή έρχεται αυτόματα με την παρέλευση 3ετίας από την έκδοση της πτωχευτικής απόφασης.
4. Ποιες είναι οι υποχρεώσεις του πτωχού κατά την περίοδο αυτή της απαλλαγής;
Στα 3 αυτά χρόνια της περιόδου απαλλαγής ο πτωχός θα υποχρεούται, με βάση το νομοσχέδιο, να καταβάλει στους πιστωτές του μέρος του ετήσιου εισοδήματός του που υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης. Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι αντίστοιχη υποχρέωση σήμερα για την απαλλαγή των εμπόρων δεν υφίσταται. Η προτεινόμενη ρύθμιση αποτελεί ενσωμάτωση αντίστοιχης πρόβλεψης της ευρωπαϊκής οδηγίας (η οποία κάνει λόγο για «σχέδιο αποπληρωμής»).
Η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου στηρίζει την επιλογή αυτή στην εξής σκέψη: «Η αλλαγή αυτή προτείνεται με σκοπό να αποφευχθούν φαινόμενα καταστρατήγησης της πτωχευτικής διαδικασίας, από πρόσωπα που, ενώ δεν έχουν αξιοσημείωτη κινητή ή ακίνητη περιουσία, αντίθετα έχουν μεγάλα εισοδήματα, με αποτέλεσμα, ενώ είναι πτωχοί και χωρίς επαρκή περιουσία να εξοφλήσουν τους πιστωτές τους, αυτοί να ζουν πλουσιοπάροχα». Φυσικά ο πτωχός επιχειρηματίας δεν αναμένεται να εμφανίζει εισοδήματα στο όνομά του καθώς για να επαναδραστηριοποιηθεί θα περιμένει πρώτα να πετύχει την απαλλαγή.
5. Είναι δυνατή η απαλλαγή, όταν ο οφειλέτης δεν έχει καθόλου περιουσία στο όνομά του αλλά ούτε εισοδήματα;
Σημαντική χρήση αναμένεται να γίνει του συγκεκριμένου νομοσχεδίου από οφειλέτες-επιχειρηματίες που την παρούσα χρονική στιγμή δεν έχουν περιουσιακά στοιχεία στο όνομά τους, αλλά μόνο χρέη. Στο σχέδιο νόμου διατηρείται η δυνατότητα του πτωχού που δεν έχει καθόλου περιουσία στο όνομά του να απαλλαγεί από τα χρέη του, αρκεί να παρέλθει 3ετία από την καταχώριση του ονόματός του στο οικείο ηλεκτρονικό μητρώο αφερεγγυότητας (σήμερα στο ΓΕΜΗ).
Η αντίστοιχη δυνατότητα είχε εισαχθεί στο ελληνικό δίκαιο το 2018, μετά και από εύστοχες παρατηρήσεις στο πλαίσιο κοινοβουλευτικού ελέγχου περί της μέχρι τότε αδυναμίας των εμπόρων-οφειλετών χωρίς περιουσία να απαλλαγούν (βλ. από 11/5/2018 ερώτηση του βουλευτή κ. Νικολόπουλου: «Αποκλείονται επίσης όσοι επιχειρηματίες δεν μπορούν να προχωρήσουν σε διαδικασία πτώχευσης διότι η επιχείρησή τους έχει μεν παύσει τις εργασίες της αλλά δεν διαθέτει περιουσιακά στοιχεία ικανά να καλύψουν τα έξοδα της πτώχευσης»). Μέχρι το 2018, δηλ., για να εκμεταλλευτεί ο επιχειρηματίας τον θεσμό της «δεύτερης ευκαιρίας» έπρεπε να έχει κάποια περιουσία στο όνομά του, η οποία και ήταν απαραίτητη για τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας.
6. Αν δεν είναι ο ίδιος ο οφειλέτης έμπορος αλλά μέτοχος ή διευθύνων σύμβουλος μιας Α.Ε. και έχει παράσχει εγγυήσεις σε πιστωτικά ιδρύματα για τον δανεισμό της επιχείρησης, μπορεί να απαλλαγεί από τα τραπεζικά του χρέη;
Ναι, μπορεί. Αυτή είναι και μία εκ των μεγάλων διαφοροποιήσεων του προτεινόμενου σχεδίου σε σχέση με τον ισχύοντα νόμο. Εφόσον πλέον προτείνεται να μπορούν να πτωχεύσουν και τα φυσικά πρόσωπα-μη έμποροι, άρα και ο μέτοχος ή το μέλος του διοικητικού συμβουλίου μιας Α.Ε. που έχει παράσχει την προσωπική του εγγύηση σε ένα δάνειο της εταιρείας, μπορεί να ωφεληθούν και αυτά από τον θεσμό της «δεύτερης ευκαιρίας».
Με το ισχύον καθεστώς, για να επέλθει η απαλλαγή θα πρέπει να κριθεί ότι ο μέτοχος ή το μέλος Δ.Σ. έχει αποκτήσει το ίδιο την εμπορική ιδιότητα (και άρα να χαρακτηριστεί το ίδιο ως έμπορος εξαιτίας π.χ. των αλλεπάλληλων εγγυήσεων και του άμεσου οικονομικού οφέλους που προσδοκούσε από αυτές κτλ.) ή να ζητήσει να υπαχθεί στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Μάλιστα ο σχετικός προβληματισμός ήδη από το 2018 είχε τεθεί ενώπιον του Κοινοβουλίου ως εξής: «Το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει από το νέο νόμο είναι ότι η 2η ευκαιρία, όπως νομοθετήθηκε με τον Ν 4446/2016, αφορά αποκλειστικά τους επιχειρηματίες που είχαν επιχείρηση προσωπική (Μη κεφαλαιουχική) δηλαδή Ο.Ε., Ε.Ε., ατομική, επειδή αυτοί συμπτωχεύουν μαζί με την επιχείρηση που πτωχεύει. Σε αντίθεση με τους επιχειρηματίες που είχαν Α.Ε., ΕΠΕ και ΙΚΕ (κεφαλαιουχικές) και δεν συμπτωχεύουν όταν πτωχεύει η επιχείρηση».
7. Υπάρχουν ειδικά κριτήρια απαλλαγής; Απαλλάσσονται όλοι οι οφειλέτες από τα χρέη τους;
Παραμένουν και στο παρόν σχέδιο νόμου τα ίδια κριτήρια για την απαλλαγή του πτωχού που ήδη ισχύουν με βάση το σημερινό καθεστώς. Στοιχεία που θα λάβει υπόψη του δικαστήριο για να εξετάσει την καλοπιστία και την εντιμότητα του πτωχού, ώστε με βάση το σχέδιο νόμου να προβεί τελικώς σε επιβεβαίωση της απαλλαγής είναι, μεταξύ άλλων, η φύση και το ύψος των χρεών, ο χρόνος δημιουργίας αυτών, οι προσπάθειες του πτωχού να αποπληρώσει τα χρέη του και να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, οι τυχόν ενέργειες του πτωχού με σκοπό την παρεμπόδιση των προσπαθειών πιστωτών να πετύχουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους.
Σε γενικές γραμμές, το δικαστήριο θα δεχτεί την απαλλαγή του πτωχού όταν η πτώχευσή του οφείλεται σε ραγδαία αλλαγή οικονομικών συνθηκών (οικονομική κρίση), σε εμπορικό ατύχημα το οποίο δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί σε δόλια ενέργειά του (π.χ. πυρκαγιά), σε σοβαρά οικογενειακά προβλήματα, όπως π.χ. ασθένειες, εξαιτίας των οποίων υποβλήθηκε σε δαπάνη σημαντικών ποσών που επηρέασαν την εμπορική του δραστηριότητα, καθώς και σε άλλες περιστάσεις οι οποίες ήταν απρόβλεπτες, δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητά του και οδήγησαν στην πτώχευση.
Βάσει δε των όσων αναφέρει και η ευρωπαϊκή οδηγία 2019/1023: «Για να διακριβώσουν αν ο επιχειρηματίας επέδειξε ανέντιμη συμπεριφορά, οι δικαστικές ή διοικητικές αρχές μπορούν να λαμβάνουν υπόψη στοιχεία όπως η φύση και το ύψος των χρεών, ο χρόνος δημιουργίας των χρεών, οι προσπάθειες του επιχειρηματία να τα αποπληρώσει και να εκπληρώσει τις νόμιμες υποχρεώσεις του, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεών του για τη λήψη αδειών δημοσίας χρήσεως και την ορθή τήρηση λογιστικών στοιχείων, οι τυχόν ενέργειες του επιχειρηματία για να εμποδίσει τους πιστωτές να πετύχουν την ικανοποίηση των απαιτήσεών τους, η εκπλήρωση των καθηκόντων σε περίπτωση αφερεγγυότητας τα οποία υπέχουν οι επιχειρηματίες- μέλη του διοικητικού συμβουλίου εταιρείας, καθώς και η τήρηση της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας περί ανταγωνισμού και της εργατικής νομοθεσίας».
8. Η απαλλαγή αφορά σε όλα τα χρέη του οφειλέτη;
Το σχέδιο νόμου προβλέπει ότι ο πτωχός δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν από αδίκημα που τελέσθηκε με δόλο ή βαρεία αμέλεια. Ίδια ρύθμιση περιέχεται και στον ισχύοντα πτωχευτικό κώδικα. Φυσικά το ζητούμενο είναι αν αυτή η διατύπωση του νόμου περιλαμβάνει και οφειλές των οποίων η μη καταβολή συνιστά ποινικό αδίκημα, όπως π.χ. φοροδιαφυγή, έκδοση ακάλυπτων επιταγών κ.λπ.
Αν δεχτούμε αυτή την ερμηνευτική εκδοχή, θα οδηγηθούμε σε «ακύρωση» στην πράξη της «δεύτερης ευκαιρίας» αφού μεγάλο μέρος των οφειλών των πτωχών-επιχειρηματιών σχετίζεται με αδικήματα φοροδιαφυγής και έκδοσης ακάλυπτων επιταγών. Άρα ορθότερο είναι να υπάρξει στο σημείο αυτό κάποια νομοθετική διευκρίνιση. Αν εξάλλου κριθεί ότι η πτώχευση οφείλεται σε δόλιες ενέργειες του πτωχού, δεν θα γίνεται εξαρχής δεκτή η απαλλαγή του.
9. Τελικά είναι σκόπιμο να απαλλάσσονται οι πτωχοί από τα χρέη τους; Μήπως ο θεσμός αυτός συνιστά κίνητρο για αθέτηση πληρωμών;
Ο πτωχός βάσει των παλαιών νομοθετικών αλλά και κοινωνικών απόψεων ήταν ένας στιγματισμένος έμπορος, μη αποδεκτός από την πολιτεία για επανάσκηση οικονομικής δραστηριότητας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ωστόσο, επενέβη. Βάσει οικονομικών, κυρίως, μελετών που δίνουν μια άλλη διάσταση στο ζήτημα, σύστησε ήδη από το 2014 στα κράτη-μέλη να υιοθετήσουν διατάξεις που να δίνουν μια «δεύτερη ευκαιρία» στον πτωχό, μια ευκαιρία να επαναδραστηριοποιηθεί και εκμεταλλευόμενος την εμπειρία του από τα λάθη του παρελθόντος, να αναπτυχθεί αυτός και η τοπική οικονομία μαζί του.
Οι οικονομικές μελέτες που είχαν στην διάθεσή τους τα αρμόδια νομοπαρασκευαστικά όργανα της Ε.Ε. έδιναν την εικόνα ότι λόγω της αδυναμίας επαναδραστηριοποίησης του πτωχού, οι οικονομίες των κρατών-μελών στερούνταν από έμπειρα μέλη της οικονομικής ζωής του τόπου και άρα από αποτελεσματικές αναπτυξιακές δράσεις. Τούτο διότι τις περισσότερες φορές ο μια φορά αποτυχών έμπορος έχει αποκτήσει τις γνώσεις και την εμπειρία ούτως ώστε να αποφύγει μια δεύτερη αποτυχία.
Τούτο μάλιστα γλαφυρά περιέγραφε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε σχετικό έγγραφό της ως εξής: «Οι επιπτώσεις της πτώχευσης, ιδίως ο κοινωνικός στιγματισμός, οι νομικές συνέπειες και η συνεχιζόμενη αδυναμία αποπληρωμής των χρεών αποτελούν σημαντικά αντικίνητρα για τους επιχειρηματίες που επιθυμούν να συστήσουν επιχείρηση ή να αξιοποιήσουν μια δεύτερη ευκαιρία, έστω και αν τα στοιχεία δείχνουν ότι οι επιχειρηματίες που έχουν πτωχεύσει έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιτύχουν στη δεύτερη απόπειρά τους».
Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η αιτιολογική έκθεση του παρόντος σχεδίου νόμου: «Η παροχή δεύτερης ευκαιρίας στους οφειλέτες, πέραν της επιείκειας της έννομης τάξης προς αυτούς, εξυπηρετεί και την εθνική οικονομία, αφενός επειδή διευκολύνει την ανάληψη επιχειρηματικών κινδύνων και αφετέρου επειδή επιτρέπει στα υπερχρεωμένα πρόσωπα να έχουν κίνητρα να εργαστούν και να δημιουργήσουν περιουσία. Όταν δεν υπάρχει δυνατότητα των υπερχρεωμένων προσώπων να απαλλαγούν από τα χρέη τους, αυτά οδηγούνται στην παραοικονομία προς βλάβη του κοινωνικού συνόλου».
Μέχρι την εισαγωγή, εξάλλου, του θεσμού της «δεύτερης ευκαιρίας», όποιος είχε πτωχεύσει αρκετές φορές συνέχιζε να δραστηριοποιείται εμπορικά μέσω συγγενικών του προσώπων, παρένθετων αλλοδαπών εταιρειών κ.ο.κ. Ενώ, δηλαδή, είχε διατεθεί όλη η περιουσία του πριν την κήρυξη της πτώχευσης για την εξόφληση των πιστωτών του, εκείνος άρχιζε ξανά από την αρχή, αποκτώντας ίσως και νέα περιουσιακά στοιχεία από τα κέρδη της νέας επιχείρησής του. Ήταν πρακτικά υποχρεωμένος, όμως, με σκοπό να θωρακίσει τα νέα περιουσιακά του στοιχεία από τους παλαιούς πιστωτές του, να τα αποκρύψει τεχνηέντως μέσω τρίτων προσώπων και περίτεχνων νομικών κατασκευών. Ακόμα και στην περίπτωση της κληρονομικής διαδοχής, ήταν υποχρεωμένος να προβεί σε αποποίηση υπέρ συνήθως συγγενικών του προσώπων (τέκνων, αδελφών κ.λπ.).
Άρα το να μην αποδεχόμαστε τον θεσμό της «δεύτερης ευκαιρίας» είναι σαν να κλείνουμε τα μάτια μας στην εμπορική πραγματικότητα. Εξάλλου, βάσει και του σχεδίου νόμου, ο πτωχός για να απαλλαγεί θα πρέπει πρώτα να έχει απολέσει όλα του τα περιουσιακά στοιχεία (μέσω της διαδικασίας της πτώχευσης) και κατόπιν να έχει περάσει η απαλλαγή του από δικαστικό έλεγχο, εφόσον φυσικά υπάρχουν πιστωτές του που προβάλλουν αντιρρήσεις σε αυτή.
*Ο Γιώργος Ψαράκης είναι Δικηγόρος Αθηνών, εταίρος στη Δικηγορική Εταιρεία «Ψαράκης|Κεφαλάς», ΜΔΕ, LL.M. (LSE), PgCert (www.psarakislegal.com)
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.