Η βαρυσήμαντη και ατυχής -κυρίως για το ίδιο- πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου (ΓΣΔ) σχετικά με το πρόγραμμα PEPP της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) υπέπεσε, πέραν από το προφανώς ακατάλληλο «μήνυμα» που έδωσε, σε τέσσερα κρίσιμα λάθη, που αγγίζουν όλους τους τομείς με τους οποίους καταπιάστηκε.
Το πρώτο λάθος είναι νομικό. Έχει ως επίκεντρο τα όρια και τον έλεγχο των ορίων αρμοδιότητας των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των μέτρων που αυτά λαμβάνουν. Η απόφανση ότι η ΕΚΤ, ως ευρωπαϊκό όργανο, οφείλει και αυτή να σέβεται την αρχή της αναλογικότητας, που είναι και αρχή του ενωσιακού δικαίου, δεν είναι από μόνη της προβληματική. Εκείνο που είναι όχι μόνο προβληματικό αλλά και νομικά ανυπόστατο είναι να θεωρείται ότι τον έλεγχο αυτού του είδους της «ενωσιακής αναλογικότητας» μπορεί να τον κάνει ένα εθνικό συνταγματικό δικαστήριο και μάλιστα παρακάμπτοντας ρητή αντίθετη ερμηνεία του μόνου αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου, δηλαδή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Άλλο το ότι κάθε ενωσιακή πολιτική, άρα και τα μέτρα που εκπορεύονται από την ΕΚΤ, δεν μπορεί να είναι ούτε αυθαίρετη, ούτε άνευ ορίων, ούτε ανέλεγκτη και άλλο να απονέμεται σε εθνικά δικαστικά όργανα, αποσπώμενη με τη βία από τον φυσικό της δικαστή, η αρμοδιότητα κρίσης αποφάσεων από ενωσιακά όργανα.
Περισσότερο από ζήτημα υπερίσχυσης των κανόνων δικαίου, που βεβαίως έμμεσα τίθεται και αυτό, έχουμε παράβαση των επιπέδων αρμοδιότητας: όπως τις αποφάσεις στο όνομα της Ένωσης τις λαμβάνουν τα όργανα της Ένωσης, έτσι και τη νομιμότητά τους την κρίνει το δικαστήριο της Ένωσης και με βάση τις αρχές της Ένωσης -με βάση δηλαδή την «ενωσιακή αναλογικότητα» και όχι την «κατά το γερμανικό Σύνταγμα αναλογικότητα».
Ένα εθνικό δικαστήριο δεν δικαιούται να αποφανθεί ούτε για τη νομιμότητα των αποφάσεων μιας εθνικής κεντρικής τράπεζας, εφόσον αυτή, παρά το όνομά της, δεν αποτελεί εθνικό όργανο, αλλά τμήμα ενωσιακού οργάνου, του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Οποιαδήποτε διαφορετική εκδοχή δεν θα παραβίαζε μόνο την ανεξαρτησία του εν λόγω συστήματος και της καθεμίας κεντρικής τράπεζας χωριστά αλλά θα υπήγαγε, με νομικά και λογικά απαράδεκτο τρόπο, μη εθνικές πολιτικές σε εθνικά δικαστήρια.
Το δεύτερο λάθος του ΓΣΔ είναι πολιτικό, υπό την ευρεία έννοια, δηλαδή στρατηγικό. Επιλέγοντας τη σύγκρουση με το ΔΕΕ -γιατί περί αυτού πρόκειται-, οι δικαστές της Καρλσρούης, συνειδητά και σχεδόν ομόφωνα (στους 8 οι 7 τάχθηκαν με την άποψη της πλειοψηφίας), επιζητούν να μετατρέψουν μια δικαστική απόφαση σε πολιτικό γεγονός.
Αυτό φαίνεται από πολλά στοιχεία. Από τη στιγμή του «χτυπήματος» -δυο χρόνια με τα την αρχική προσφυγή και εν μέσω αναγκαστικής λήψης «ενισχυτικών» μέτρων σε ενωσιακό επίπεδο λόγω πανδημίας. Από τον τόνο της απόφασης -με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, όπως «υποτιμά επιδεικτικά», «μεθοδολογικά εντελώς αστήρικτη», εντελώς ασυνήθιστους για οποιαδήποτε δικαστήριο, πόσο μάλλον συνταγματικό, πόσο μάλλον μιας «μεγάλης», «ψυχρής» και «πειθαρχημένης» χώρας. Από την παράθεση σωρείας πολιτικών, πάντως μη νομικών, επιχειρημάτων, του τύπου η ΕΚΤ θα έπρεπε να είχε «σταθμίσει» τις επιπτώσεις του προγράμματος επί των αποταμιεύσεων των Γερμανών, των ασφαλιστικών τους εισφορών, της υγείας των γερμανικών επιχειρήσεων -επιχειρημάτων που θυμίζουν εντονότατα μπροσούρες αντι-ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων.
Αυτό που κατά πάσα πιθανότητα συνέβη είναι ότι το ΓΣΔ από χρόνια «έβραζε» για συνεχόμενα μέτρα σε ενωσιακό επίπεδο που θεωρεί που πλήττουν τη γερμανική «κυριαρχία» και τώρα αποφάσισε να διαβεί τον Ρουβίκωνα.
Το όχημα δεν αλλάζει: είναι η ως τώρα μόνο εν είδει απειλής χρησιμοποιηθείσα (ήδη από την «απόφαση Μάαστριχτ» και σε όλες τις μεταγενέστερες: Συνθήκη της Λισαβόνας, πρόγραμμα ΟΜΤ) θεωρία «ultra vires» -περί ελέγχου από εθνικό δικαστήριο των ορίων των ενωσιακών πολιτικών. Η στιγμή φάνηκε, ίσως ενστικτωδώς, ότι προσφερόταν: έφευγε ο Πρόεδρος του ΓΣΔ και ήθελε να αφήσει κάτι να τον θυμούνται, ενώ θεωρήθηκε ότι η μεν ΕΚΤ «το παράκανε» με τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης, το δε ΔΕΚ δεν έδειξε τον απαιτούμενο «σεβασμό», αφού πρόβαλε τα δικά του επιχειρήματα -και μάλιστα, αναίδεια της αναίδειας, μέσω της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας- και όχι τα επιχειρήματα που ήθελαν να ακούσουν οι δικαστές της Καρλσρούης. Από μια τέτοια σύγκρουση, όμως, και μάλιστα με φόρτιση όχι μόνο νομική, δεν μπορεί να βγει «νικητής» κανένας, και πάντως όχι ένα εθνικό δικαστήριο, ακόμα και το ανώτατο δικαστήριο της ισχυρότερης χώρας.
Το τρίτο λάθος είναι πραγματολογικό. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το ΓΣΔ δικαιούνταν να ελέγξει, υπό τους δικούς του όρους, την «ενωσιακή αναλογικότητα», από πού άραγε προκύπτει ότι αυτή καταπατήθηκε, και μάλιστα «εξόφθαλμα», από την ΕΚΤ στο πρόγραμμα PEPP; Πώς ισχυρίζονται οι δικαστές της Καρλσρούης ότι η ΕΚΤ δεν προέβη σε «σταθμίσεις», δεν έκανε «μελέτη επιπτώσεων», δεν «έλαβε υπόψη της» αυτά και τα άλλα στοιχεία, όταν όλα αυτά όχι μόνο έγιναν, όχι μόνο κατατέθηκαν ως απάντηση στο προδικαστικό ερώτημα, αλλά είναι προσβάσιμα, και πριν την απόφαση και τώρα που μιλάμε, σε πολλές δημόσιες πηγές της ΕΚΤ; Εκτός αν το ΓΣΔ θέλει να πει ότι υπήρχαν τα στοιχεία και έγιναν οι σταθμίσεις, μόνο που δεν έδωσαν το αποτέλεσμα που εκείνο επιθυμούσε: η ΕΚΤ θεώρησε τις αγορές κρατικών ομολόγων όχι μόνο λογικές αλλά και απαραίτητες, το ΔΕΕ συνηγόρησε υπέρ της νομιμότητάς τους, αλλά οι Γερμανοί δικαστές δεν πείστηκαν. Μόνο που, όπως είδαμε, δεν δικαιούνται να κρίνουν την επί της ουσίας «πειστικότητα»: ακόμα και αν πράγματι δημιουργείται, μέσω της μαζικής αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, μια «ψευδής» δευτερογενής αγορά, η κρίση περί της νομιμότητας αυτής της κατάστασης ανήκει αποκλειστικά στο ΔΕΕ.
Το τέταρτο λάθος -πιθανότατα ηθελημένο, κάτι που δεν το κάνει λιγότερο λάθος- είναι οικονομικό. Από πού άραγε προκύπτει η διάκριση ανάμεσα σε «νομισματική» πολιτική, επί της οποίας η ΕΚΤ (πάλι καλά που το παραδέχονται οι Γερμανοί δικαστές) μπορεί να επέμβει, και σε «οικονομική» πολιτική, που δήθεν κείται εντελώς εκτός πεδίου αρμοδιότητας ΕΚΤ; Με τι μέτρα θα ασκηθεί η νομισματική πολιτική, αν όχι με οικονομικού χαρακτήρα μέτρα; Το “whatever it takes” του Draghi είχε λοιπόν, χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί, ως μόνο εργαλείο τα επιτόκια; Η Νομισματική και Οικονομική Ένωση δεν είναι άραγε ένα σύνολο και οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν λαμβάνουν αποφάσεις σχετικές με την οικονομία; Μήπως οι Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν κάνουν λόγο για οικονομικές πολιτικές (ανάπτυξη, απασχόληση, συνοχή), τις οποίες οφείλει να «υποστηρίζει» η ΕΚΤ και μέσω αυτών να υπηρετεί τον θεμελιώδη στόχο του, δηλαδή τη σταθερότητα των τιμών; Πώς θα ήθελαν οι δικαστές της Καρλσρούης να ασκείται η νομισματική πολιτική, μόνο μέσω νομικών σταθμίσεων με βάση τη γερμανική ερμηνεία περί αναλογικότητας; Και πώς δικαιολογείται, ενώ ζητά την «πλήρη» διάκριση μεταξύ νομισματικής και οικονομικής πολιτικής, το ίδιο το ΓΣΔ να προβαίνει σε έλεγχο όλου του εύρους των οικονομικών, πολιτικών, νομισματικών, μεθοδολογικών επιλογών που οδήγησαν όργανα της Ένωσης στις αποφάσεις τους;
Δήθεν σπάζοντας «ταμπού», το ΓΣΔ με τη συγκεκριμένη απόφαση παραβίασε θεμελιώδεις νομικές και πολιτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως το παιχνίδι απέχει πολύ από το να έχει τελειώσει.
Δύο πράγματα μάλλον θα πρέπει να αποκλειστούν: να «απαντήσει» με νέα, πιο «θεμελιωμένα» επιχειρήματα η ΕΚΤ στο ΓΣΔ, εντός της τρίμηνης προθεσμίας που αυτό αυθαίρετα έθεσε -αν το έπραττε, θα ήταν σαν να έλεγε πώς καλώς «κρίθηκε» με τα γερμανικά μέτρα και πως το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρξε αρκετά πειστική την πρώτη φορά. Επίσης αδύνατο βλέπω το ΓΣΔ, ιδίως αν δεν πάρει καμία απάντηση εντός του τριμήνου, να βρει τρόπο -έστω γερμανικό τρόπο- να σώσει τα προσχήματα -δεν είναι στη νοοτροπία του, ενώ οι πρώτες δηλώσεις δικαστών μετά την απόφαση και την κατακραυγή ήτα αρκετά επιθετικές («κάναμε καλό στην Ένωση»).
Η πρωτοβουλία ανήκει λοιπόν στους δικαστές του ΔΕΕ, που οφείλουν να βρουν τρόπο να περιχαρακώσουν την αρμοδιότητά τους και την ισχύ του ενωσιακού δικαίου. Ακόμα περισσότερο ανήκει στις πολιτικές ηγεσίες της Ένωσης, σε πρόσωπα ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν δύο «σιδηρές Γερμανίδες» (Μέρκελ και Φον ντερ Λάιεν).
Ήδη η ΕΚΤ όχι μόνο δεν σταματά αλλά αυξάνει ενόψει πανδημίας την ποσοτική χαλάρωση, η Πρόεδρος της Επιτροπής ανήγγειλε τη δημιουργία κοινού ευρωπαϊκού «Ταμείου Ανάκαμψης», η Καγκελάριος σιωπά για την απόφαση αλλά τονίζει την ανάγκη αλληλεγγύης, ενώ και η πρώτη μετά την απόφαση του ΓΣΔ κίνηση του Eurogroup, για την εξειδίκευση του «πακέτου των 450 δισ.», είχε λιγότερες «προϋποθέσεις» (conditionality) από όσες αναμένονταν.
Προς το παρόν, το ΓΣΔ έχει «κερδίσει» τη γενική απομόνωση, τα συγχαρητήρια του Όρμπαν και του Κατσίνσκι, τη στοχοποίηση του προγράμματος ΡΕΡΡ για την πανδημία και τον εκνευρισμό της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ήταν μια -όχι άδικη- ειρωνεία, αν ο δρόμος που θα ανοίξει τελικά η απόφαση είναι προς μια μεγαλύτερη πολιτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από εκείνην που προσπάθησαν να υποδείξουν, ως μη όφειλαν, οι δικαστές της Καρλσρούης.
*Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος ειναι νομικός, Δρ. Συνταγματικού Δικαίου και συγγραφέας. Εχει διατελέσει μεταξύ άλλων Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.