Η δημοσιογραφία, σε αυτά τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, είναι αιχμάλωτη ενός παράδοξου το οποίο η ίδια δημιούργησε.
Στην εποχή μας, έχουμε περισσότερα νέα και περισσότερη δημοσιογραφική επιρροή όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία του ελεύθερου Τύπου, όπως αυτός αναπτύχθηκε από τον 18ο αιώνα και μετά. Ο δε αριθμός των μέσων είναι αστρονομικός! Ωστόσο, η δημοσιογραφία δέχεται σήμερα απίστευτες επιθέσεις από πολιτικούς, φιλοσόφους, καθηγητές και το ευρύ κοινό, αλλά και από τους ίδιους τους δημοσιογράφους –και το παράδοξο αυτό χρήζει ερμηνείας.
Το πρώτο σκαλοπάτι αυτού του παραδόξου, δηλαδή η άνοδος της δημοσιογραφικής επιρροής, εξηγείται σχετικώς εύκολα. Η αιτία του οφείλεται στην ανάπτυξη της πολιτιστικής, πολιτικής και οικονομικής αξίας της πληροφορίας, η οποία διευκολύνεται από τις νέες και φθηνές ηλεκτρονικές τεχνολογίες, που μεταφέρουν νέα και σχόλια με μεγάλη ταχύτητα και σε ευρεία πληθυσμιακά στρώματα. Είναι δε απολύτως κατανοητό ότι, χωρίς άφθονη και προσβάσιμη πληροφόρηση, ούτε δημοκρατία –στην οποία πιστεύουμε– μπορούμε να έχουμε, ούτε οικονομική ανάπτυξη, ούτε τις καταναλωτικές επιλογές που επιθυμούμε.
Τα νέα –που κάποτε ήταν δύσκολο και ακριβό να αποκτηθούν– σήμερα βρίσκονται στην διάθεσή μας και μάς περιβάλλουν όπως ο αέρας που αναπνέουμε. Τα βρίσκουμε παντού: είναι στα τραίνα, στα αεροπλάνα, στους ηλεκτρονικούς μας υπολογιστές, στα κινητά μας τηλέφωνα, στους δημόσιους χώρους. Είναι, δηλαδή, πανταχού παρόντα, εν αφθονία και στα σημεία της καταναλώσεως.
Όμως, με αυτή την κουλτούρα των νέων υπάρχουν προβλήματα. Επειδή είναι υπεράφθονα, δύσκολα μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα καλά από τα κακά νέα. Επίσης, το γεγονός ότι τα νέα αποκτώνται χωρίς άμεση πληρωμή ίσως σημαίνει ότι τους δίνουμε και λιγότερη αξία. Έτσι, στο μέτρο που οι νέες γενιές μεγαλώνουν συνηθισμένες στην ιδέα ότι τα νέα δεν κοστίζουν, η πραγματική και σοβαρή δημοσιογραφία, αυτή της εντατικής έρευνας και όχι του θεάματος, υπονομεύεται.
Ακόμα, όταν η πληροφορία ταξιδεύει με την σημερινή ταχύτητα, μπορεί να προκαλέσει καταστροφές πριν γίνει, με τον χρόνο, κατανοητή. Στον κόσμο της στιγμιαίας δημοσιογραφίας, η ιδιωτική ζωή υπονομεύεται και υπολήψεις καταστρέφονται απλώς με το πάτημα ενός κουμπιού. Έτσι, μπορεί τα τηλεοπτικά σκουπίδια να είναι αρεστά σε πρώτη φάση, όμως η λαϊκότητά τους πλήττει μεσοπρόθεσμα σοβαρά την δημοκρατική υγεία. Παραμορφώνει δε και την δημόσια ζωή, γεγονός που κάθε άλλο παρά τιμά την δημοσιογραφία.
Αρκεί να παρακολουθήσει κανείς ειδήσεις και σχόλια σε ορισμένα ελληνικά ΜΜΕ και, αν διαθέτει στοιχειώδη κρίση –είδος εν ανεπαρκεία, δυστυχώς–, γρήγορα θα καταλάβει πόσο πενιχρή θεωρούν κάποιοι την νοημοσύνη του. Όταν δε οι δημοσιογράφοι που «ενημερώνουν» συμβαίνει να εξυπηρετούν, ή και να υπηρετούν, συγκεκριμένα συμφέροντα, οικονομικά, πολιτικά, ιδεολογικά και άλλα, τότε προδίδεται το δημόσιο συμφέρον.
Συνεπώς, έσχατη ελπίδα για την δημοσιογραφία είναι ο γραπτός λόγος, ο μόνος που μπορεί να σώσει την τιμή της –ο οποίος, ωστόσο, βρίσκεται μπροστά σε σοβαρά προβλήματα. Κατά τον κ. Τίμοθυ Μπάλντινγκ, πρώην γενικό διευθυντή της Παγκοσμίου Ενώσεως Εφημερίδων, συνολικά στον πλανήτη μας το κοινό των εφημερίδων αυξάνεται, όχι όμως στον αναπτυγμένο κόσμο.
«Οι εφημερίδες», μάς έλεγε προσφάτως , «διευρύνουν την επιρροή τους μέσα από την εκμετάλλευση νέων διαύλων διανομής, από τις δωρεάν έως on line εφημερίδες. Επιδεικνύουν αξιοσημείωτη αντίσταση απέναντι στις επιθέσεις πολλών ανταγωνιστικών μέσων».
Ο δυτικός τύπος, όμως, δεν δείχνει την ίδια ευρωστία με αυτόν των αναδυομένων χωρών. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυκλοφορία των επί πληρωμή εφημερίδων υποχωρεί. Η Βρετανία και η Ιταλία παρουσιάζουν σχετική σταθερότητα, αλλά η Γερμανία, η Γαλλία και η Ισπανία βρίσκονται σε σοβαρή πτώση.
Στις ΗΠΑ, η κυκλοφορία των εφημερίδων είχε μειωθεί κατά 4,35% το 2007 και κατά 25% τα χρόνια που ακολούθησαν. Ο αριθμός όμως των τίτλων που κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο είναι σχεδόν σταθερός (7.700). Η δε ινδική Νταϊνίκ Τζαγκράν είναι η εφημερίδα με τους περισσότερους αναγνώστες παγκοσμίως (πάνω από 21 εκατομμύρια).
Στην Δύση, ο τύπος έχει να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις.Με πιο σοβαρή αυτήν του δωρεάν τύπου,φαινόμενο όμως που έχει καταλαγιάσει.
Ο Πέλε Τόμπεργκ, ωστόσο, διευθυντής σουηδικού ομίλου δωρεάν εφημερίδων, υποστηρίζει ότι οι τελευταίες κάποτε θα αντικαταστήσουν εντελώς τις επί πληρωμή, τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας –γεγονός που σημαίνει ότι κάποιο φως υπάρχει για τον Τύπο του Σαββατοκύριακου. Και στο επίπεδο αυτό, οι εκδότες πρέπει να εφεύρουν τρόπους με σκοπό την προσέλκυση των νεαρών αναγνωστών. «Έχουν συνηθίσει να ενημερώνονται μέσω των δωρεάν εφημερίδων και των δωρεάν δικτυακών τόπων, γι αυτό και έχουν ονομαστεί η γενιά του δωρεάν», υπογραμμίζει ο Τ. Μπάλντιγκ.
Μία άλλη πρόκληση αποτελούν οι καινοτομίες της τεχνολογίας, οι οποίες ανατρέπουν τα δεδομένα τόσο από την άποψη του αναγνωστικού κοινού, όσο και του συντακτικού περιεχομένου. Το 2017, το κοινό των δικτυακών τόπων των εφημερίδων συνέχισε να αυξάνεται (8,71%), σημειώνοντας άνοδο 20% μέσα σε πέντε χρόνια. Ανάλογη άνοδο παρουσιάζουν και τα διαφημιστικά έσοδα από το Διαδίκτυο, τα οποία μάλιστα παρουσιάζουν την μεγαλύτερη αύξηση εδώ και μία πενταετία.
«Η όρεξη των καταναλωτών για την γραπτή ή άλλης μορφής ενημέρωση δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρή, οι δίαυλοι όμως διανομής διαφοροποιούνται και αυτό θα απαιτήσει νέα οικονομικά μοντέλα», τονίζει ο Τίμοθυ Μπάλντιγκ.
Και σίγουρα δεν έχει άδικο...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.