Δείτε εδώ το πρώτο μέρος του άρθρου
Με αφετηρία τα ενυπόθηκα δάνεια με επισφαλή χαρακτήρα, η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 έφερε επίσης στο προσκήνιο και τις σημαντικές διαφορές ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική, ως προς τις τραπεζικές λειτουργίες και τον κρατικό δανεισμό.
Την εποχή εκείνη, όπως και ο ίδιος ο τότε επικεφαλής της Fed Μπεν Μπερνάνκι αναγνωρίζει σε βιβλίο του, το σύστημα των ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ ήταν όντως προβληματικό και σε υψηλό βαθμό τοξικό. Αρκετά δε από τα δάνεια που είχαν χορηγηθεί ήσαν καταστροφικά για την αμερικανική χρηματοοικονομία και όχι μόνον. Όσο για τον σχεδιασμό των ενυπόθηκων χρεογράφων, πολλά από τα οποία κέρδιζαν τηv υψηλότερη αξιολόγηση ομολόγων με το να συνδυάζουν κακές υποθήκες ήταν λανθασμένος. Αλλά κανένα από αυτά τα προβλήματα δεν εξηγεί γιατί η κάμψη προκάλεσε μια παγκόσμια τραπεζική κρίση. Εξάλλου, οι επενδυτές έχασαν περισσότερα χρήματα όταν έσκασε η φούσκα των dot-com το 2000 και τo 2001, αλλά αυτό δεν έφερε τo παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της καταστροφής.
Αυτό που μετέτρεψε το 2008 στη χειρότερη τραπεζική κρίση στην ιστορία ήταν ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο για τις τράπεζες. Παραδοσιακά, οι περισσότερες τράπεζες είχαν χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές τους μέσω τραπεζικών συναλλαγών «λιανικής», στις οποίες οι καταναλωτές δανείζουν χρήματα στις τράπεζες υπό μορφή καταθέσεων, τις οποίες οι τράπεζες χρησιμοποιούν για τη χορήγηση δανείων. Ωστόσο, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι τράπεζες σε όλο τον κόσμο κινήθηκαν ολοένα και περισσότερο προς τη «χονδρική» τραπεζική, χρηματοδοτώvτας τις πράξεις τους μέσω μεγάλων βραχυπρόθεσμων δανείων από άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως άλλες τράπεζες και κεφάλαια (funds) της χρηματαγοράς.
Το κίνητρο αυτής της μετατόπισης ήταν τo κέρδος και η ανταγωνιστική επιβίωση. Η χονδρική χρηματοδότηση έδωσε στις τράπεζες τη δυνατότητα να δανειστούν πολύ μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από όσα θα μπορούσαν στην αγορά λιανικής, επιτρέποντάς τους να γίνουν πιο μοχλευμένες -και επομένως πιο εκτεθειμένες στον κίνδυνο- από ποτέ άλλοτε.
Αλλά η πραγματική απειλή για την παγκόσμια οικονομία δεν ήταν απλώς ότι οι τράπεζες στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ευρώπη και, σε κάποιο βαθμό, στη Ρωσία και την Ασία γίνονταν υπερμοχλευμένες. Ηταν επίσης ότι μεγάλο μέρος της βραχυπρόθεσμης χρηματοδότησης από αυτές τις τράπεζες ενέπλεκε συναλλαγματική αναντιστοιχία.
Για να δραστηριοποιηθούν στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι μη αμερικανικές τράπεζες χρειάστηκαν δολάρια, τα οποία έλαβαν στις χονδρικές αγορές μέσω ποικίλων μεθόδων: Δανεισμός μη εγγυημένων μετρητών από αμερικανικές πηγές, έκδοση εμπορικών εγγράφων (κυρίως βραχυπρόθεσμων IOU) και, κυρίως, χρησιμοποιώντας αγορές ανταλλαγής νομισμάτων για να λάβουν βραχυπρόθεσμα δάνεια σε δολάρια με αντάλλαγμα τα δικά τους τοπικά νομίσματα, με την υπόσχεση να «ανταλλάξουν» (swap) τα νομίσματα πάλι στο τέλος της διάρκειας του δανείου.
Εν ολίγοις, οι ξένες τράπεζες συσσώρευαν μεγάλες υποχρεώσεις που έπρεπε να αποπληρώνονται σε δολάρια. Εάν οι χρηματαγορές από όπου λάμβαναν αυτά τα δολάρια έπαυαν να λειτουργούν, πολλές από τις τράπεζες του κόσμου θα κινδύνευαν αμέσως να χρεοκοπήσουv.
«… Και στην πραγματικότητα, ακριβώς αυτό συνέβη. Η πρώτη μεγάλη τράπεζα που χρεοκόπησε θεαματικά ήταν ο βρετανικός δανειστής Northern Rock, τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2007. Δεν είχε καμία... έκθεση σε αμερικανικές υψηλού ρίσκου (χαμηλής εξασφάλισης, subprime) υποθήκες, αλλά το μοντέλο χρηματοδότησής της στηριζόταν συντριπτικά στον χονδρικό δανεισμό από όλον τoν κόσμο. Εκείνο που εμπόδισε την πρόσβαση της Northern Rock στη χρηματοδότηση ήταν η ανακοίνωση της ΒΝΡ Paribas στις 9 Αυγούστου. Αυτό έστειλε ένα μήνυμα στους χονδρεμπόρους ότι κακά περιουσιακά στοιχεία κατείχαν περισσότερες τράπεζες από όσες είχε υπολογίσει κανείς στο παρελθόν. Με την έκταση της μόλυνσης να είναι άγνωστη, ο χονδρικός δανεισμός σταμάτησε. Πέντε ημέρες αργότερα, η Northern Rock ενημέρωσε τις βρετανικές ρυθμιστικές Αρχές ότι θα χρειαζόταν βοήθεια….», αναφέρει στην ελληνική έκδοση του Foreign Affairs (Απρίλιος - Μάιος 2019), ο οικονομολόγος και συγγραφέας Adam Tooze. Τα ίδια όμως, την ίδια εποχή υπογραμμίζει και ο γνωστός οικονομολόγος Νουριέλ Ρουμπινί, που κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά. Και όμως…
Το πάγωμα της χρηματοδότησης των τραπεζών έπληξε γρήγορα το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, φτάνοντας ακόμη και στη Ρωσία και τη Νότια Κορέα, χώρες απομακρυσμένες από την πανωλεθρία των subprime, αλλά των οποίων οι τράπεζες βασίζονταν στις ίδιες χονδρικές αγορές που τώρα ήταν υπό πίεση. Ο κόσμος ήταν μάρτυρας ενός διεθνικού τραπεζικού πανικού τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Οι άνθρωποι τείνουν να θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση έχει ως αποτέλεσμα την άνοδο των αναδυόμενων αγορών, όπως η Κίνα και η Ινδία, και στη μεταποίηση και στα εμπορεύματα αυτές οι χώρες υπήρξαν πράγματι οι κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης. Αλλά στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, η χρηματοοικονομική παγκοσμιοποίηση εξακολουθούσε να περιστρέφεται γύρω από τον διατλαντικό άξονα και ήταν μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης που επαπειλείτο η πραγματική καταστροφή.
Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών εκτιμούσε ότι συνολικά, μέχρι τα τέλη του 2007, οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα χρειαζόταν να μαζέψουν κάπου μεταξύ 1 τρισεκατομμυρίου και 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου να καλύψουν τα κενά στους ισολογισμούς μεταξύ ενεργητικού σε δολάρια και χρηματοδότησης σε δολάρια. Στις καλές εποχές, οι τράπεζες αυτές είχαν εύκολη χρηματοδότηση μέσω ανταλλαγής νομισμάτων και χονδρικών αγορών. Τώρα, με τις διατραπεζικές αγορές να στεγνώνουν, ήταν απελπισμένες για δολάρια.
Μέχρι το φθινόπωρο του 2007, αξιωματούχοι στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν αρχίσει να φοβούνται ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες, σε μια ξέφρενη προσπάθεια να κερδίσουν δολάρια για να πληρώσουν τους λογαριασμούς τους, θα ρευστοποιήσουν τα χαρτοφυλάκιά τους σε δολάρια σε μια γιγαντιαία υποτιμημένη πώληση. Και επειδή αυτές οι τράπεζες κατείχαν το 29% όλων των μη εξυπηρετούμενων, υψηλού ρίσκου ενυπόθηκων τίτλων στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό δεν ήταν μόνο ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα.
Το εφιαλτικό σενάριο για τους Αμερικανούς ήταν ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα εγκατέλειπαν τα δολαριακά περιουσιακά στοιχεία τους, οδηγώντας τις τιμές των ενυπόθηκων χρεογράφων σε κατώτατο σημείο και αναγκάζοντας τις αμερικανικές τράπεζες, οι οποίες κατείχαν ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες τέτοιων τίτλων, να αναγνωρίσουν τεράστιες απώλειες, ενεργοποιώντας έναν τραπεζικό πανικό που θα είχε καταβάλει τις προσπάθειες των αμερικανικών αρχών για την αποκατάσταση της σταθερότητας. Ήταν αυτός ο κίνδυνος της ταυτόχρονης κατάρρευσης και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, που έκανε το 2008 την πιο επικίνδυνη κρίση που παρατηρήθηκε ποτέ.
Το αποκαλούμενο καπιταλιστικό σύστημα 18 χρόνια μετά την επικράτησή του βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο του καταποντισμού του, για λόγους που σηκώνουν πολλές ερμηνείες, αλλά τίποτε παραπάνω.
Η ισχυρή κρίση του σοσιαλδημοκρατικού καπιταλισμού, γιατί περί αυτού επρόκειτο, ήταν κυριολεκτικά αθεράπευτη. Στη Δύση είχε δημιουργηθεί ένα απίθανο από κάθε άποψη κοινωνικό κράτος, το οποίο ήταν υπερχρεωμένο και τροφοδοτούσε με σχετικά υψηλού κόστους υπηρεσίες νοικοκυριά που και αυτά ήσαν υπερχρεωμένα.
Από την άλλη πλευρά, ο παραγωγικός ιστός άλλαζε σε παγκόσμιο επίπεδο και η μετάβαση από μια εποχή σε άλλη, σε κοινωνίες εθισμένες σε κοινωνική υπερπροστασία, δεν είναι ιδιαίτερα εύκολη. Έτσι, η Δύση, πέρα από παραγωγική κρίση αντιμετωπίζει σήμερα και σοβαρή ψυχο-κοινωνική διαταραχή, όχι εύκολα αντιμετωπίσιμη. Ειδικά σε δημογραφικά φθίνουσες κοινωνίες.
Είναι σαφές λοιπόν ότι μπαίνουμε σε μια νέα κριτική φάση, με όχι προβλέψιμες πολιτικές διαστάσεις...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.