Αυτό που συμβαίνει στο Υπουργείο Οικονομικών, δεν έχει προηγούμενο. Υποσχέθηκε η κυβέρνηση πως προτίθεται να περιορίσει τη φορολογία και δεν υπάρχει σύνδεσμος, επιχειρηματικός κλάδος, επαγγελματικό σωματείο, επιμελητήριο, συνεταιρισμός, συνδικαλιστικός φορέας και σύλλογος που να μην έχει υποβάλλει καμιά δεκαριά αιτήματα είτε για μειώσεις φόρων, είτε για αυξήσεις των κρατικών δαπανών προς αυτούς.
Και όλοι αυτοί προσβλέπουν στον περιβόητο «δημοσιονομικό χώρο», ο οποίος -αν υπάρχει…- δεν φτάνει «ούτε για ζήτω». Βλέπετε, θαύματα δεν γίνονται στις μέρες μας και την ικανότητα να θρέφει κάποιος πέντε χιλιάδες άτομα με λίγα ψάρια την είχε μονάχα ο Ιησούς στη Γαλιλαία, πολλά χρόνια πριν.
Ενδεικτικά άλλωστε είναι αυτά που υποστήριξε χθες ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ κ. Νίκος Βέττας: «Μετά από δέκα χρόνια κρίσης, αν υπάρχει δημοσιονομικός χώρος, η χρήση του θα πρέπει να γίνει με σοφία, γιατί αν δεν έρθει η ανάπτυξη, τότε θα κινδυνεύσουμε να το χάσουμε κι αυτόν».
Ωστόσο, υπάρχουν και αιτήματα φορέων που μπορούν να προσφέρουν σημαντικά πράγματα στην οικονομία, χωρίς ουσιαστικά το κράτος να καταβάλλει ούτε ένα ευρώ! Σ’ αυτά εντάσσονται δύο από τα πέντε αιτήματα που υπέβαλε χθες στην κυβέρνηση η Ελληνική Παραγωγή.
Το πρώτο μιλά για δυνατότητα απόσβεσης του νέου μηχανολογικού εξοπλισμού των επιχειρήσεων σε 3,5 χρόνια αντί για δέκα που ισχύει σήμερα. Αυτό σημαίνει, ότι:
α) Σε επίπεδο δεκαετίας, το δημόσιο ταμείο δεν χάνει ούτε ένα ευρώ φόρου. Απλά, το δημόσιο προσφέρει «δωρεάν χρηματοδότηση» στις βιομηχανίες, σε μια περίοδο όπου οι τράπεζες δυσκολεύονται να προσφέρουν ρευστότητα στην αγορά και που το κόστος δανεισμού των ελληνικών μεταποιητικών μονάδων είναι υπερδιπλάσιο από το αντίστοιχο των Ευρωπαίων ανταγωνιστών τους.
β) Ωφελούνται μόνο εκείνες οι βιομηχανίες που θα επενδύσουν και θα καταφέρουν να είναι κερδοφόρες. Άρα, δεν υπάρχει περίπτωση να ωφεληθούν εταιρείες που δεν θα συνεισφέρουν στην οικονομία και στην ανάπτυξή της.
γ) Η υιοθέτηση του μέτρου αυτού -σύμφωνα με τη μέτρηση του ΙΟΒΕ- μπορεί να αυξήσει ετησίως το ΑΕΠ κατά 280 εκατ. ευρώ και τα δημοσιονομικά έσοδα κατά 222 εκατ. ευρώ την πρώτη τριετία.
Προφανώς, πρόκειται για ένα μέτρο «win-win» που θα μπορούσε να υιοθετηθεί από… χθες.
Το δεύτερο μέτρο κοστίζει 115 εκατ. ευρώ το χρόνο και αφορά τη μείωση του ενεργειακού κόστους κατά 10% στους μεταποιητικούς κλάδους υψηλής ενεργειακής έντασης, προκειμένου να αρθεί ένα σημαντικό αντικίνητρο που αντιμετωπίζει η ελληνική βιομηχανία.
Ένα τέτοιο μέτρο όμως -σύμφωνα με τον ΙΟΒΕ- θα μπορούσε να βελτιώσει δραστικά την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας παραγωγής, αυξάνοντας το ελληνικό ΑΕΠ κατά 600 εκατ. ευρώ και το σύνολο φόρων-ασφαλιστικών εισφορών κατά 140 εκατ. ευρώ το χρόνο. Άρα, πρόκειται για ένα μέτρο που στο τέλος της ημέρας, θα βελτιώσει τα δημόσια οικονομικά και δεν θα τα επιδεινώσει.
Περισσότερο αισιόδοξος για την αποτελεσματικότητα των μέτρων εμφανίζεται ο πρόεδρος της Ελληνικής Παραγωγής Μιχάλης Στασινόπουλος, σημειώνοντας: «Οι προβλέψεις που δίνει ο ΙΟΒΕ για τα οφέλη των μέτρων αυτών είναι συντηρητικές. Αν καταφέρουμε να αλλάξουμε την εικόνα της χώρας, η Ελλάδα θα μπει στο ραντάρ των διεθνών επενδυτών. Σε μια ανταγωνιστική χώρα, οι επενδύσεις θα ξεφυτρώνουν από παντού».
Αντίθετα, τα περί προτάσεων για μειώσεις φορολογίας δεν φαίνεται να συγκινούν πολλά από τα στελέχη της εγχώριας βιομηχανίας. «Θέλουμε να είμαστε παραγωγικοί και ανταγωνιστικοί και όχι απλά και μόνο να γλυτώνουμε τους φόρους από τα κέρδη που σημειώνουμε» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.