Είναι αλήθεια ότι όλοι περίμεναν το φορολογικό νομοσχέδιο της νέας κυβέρνησης. Η μείωση της φορολογίας ήταν μία από τις βασικές προεκλογικές σημαίες και είχε προπαγανδιστεί ως απαραίτητη προϋπόθεση ανάπτυξης της οικονομίας. Αλλά στην πολιτική προπαγάνδα καμία αλήθεια δεν είναι απαλλαγμένη από ψέματα και αυταπάτες προς κατανάλωση. Είναι σημαντικό να απομονώσουμε τον θόρυβο που προκαλούν διάφοροι εξυπηρετώντας σκοπιμότητες και να δούμε την ουσία. Θα σχολιάσουμε τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να διατυπώσουμε κάποια γενικότερα συμπεράσματα.
Όταν η επικοινωνία καλύπτει την ουσία
Τα μέτρα που περιέχει το νομοσχέδιο δεν εξέπληξαν κανένα, γιατί είχαν διαρρεύσει από υπουργούς οι οποίοι είχαν ανάγκη επικοινωνίας θετικών ειδήσεων, λόγω κεκτημένης προεκλογικής ταχύτητας. Έφτασε ο υπουργός Οικονομικών να προαναγγείλει ότι τα ενοίκια θα περιλαμβάνονται στις δαπάνες για το αφορολόγητο μέσω αποδείξεων, χωρίς να ισχύει. Αντιλαμβάνομαι ότι η κυβέρνηση πρέπει να εξοφλήσει προεκλογικά γραμμάτια, αλλά δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτα με κούφιες υποσχέσεις. Η χώρα, εκτός από τη φοροδιαφυγή, πάσχει από ανισόρροπη φορολόγηση, όπως αναλύεται παρακάτω.
Οι πελάτες στρώνουν το τραπέζι μόνοι τους
Όλοι περιμένουν φορολογικά δώρα αλλά εδώ οι περισσότεροι αυτοσερβίρονται. Η πλειοψηφία των Ελλήνων καταφέρνει να μην πληρώνει ούτε 1 ευρώ φόρο εισοδήματος. Οι 7 στους 10 από τα 8.907.722 φορολογουμένων (στοιχεία ΑΑΔΕ 2017) δηλώνουν κάτω από 12.000 ευρώ εισόδημα τον χρόνο. Ανάμεσά τους οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι είναι οι μεγάλοι ωφελημένοι των νέων μέτρων καθώς ο συντελεστής για ετήσια εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ μειώνεται από 22% σε 9%. Η κατάργηση του αφορολόγητου το 2013 αύξησε τους αυτοαπασχολούμενους που δηλώνουν ζημιές σε 300 χιλιάδες. Μετά τη σύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών με το φορολογητέο εισόδημα το 2016, οι ελεύθεροι επαγγελματίες μείωσαν περαιτέρω τα δηλωθέντα εισοδήματα και πλέον περίπου οι μισοί παρουσιάζονται ως πένητες.
Η αύξηση της προκαταβολής στο 100% από φορολογικά βουλιμικές κυβερνήσεις ήταν το κερασάκι στην αφορολόγητη τούρτα που σέρβιραν στον εαυτό τους εκατομμύρια επαγγελματίες, οι οποίοι ξεχείλισαν τα βιβλία τους με τιμολόγια από ταβέρνες και άφησαν αχρησιμοποίητα τα μπλοκάκια των εσόδων. Η μεσαία τάξη στην Ελλάδα (σε αντίθεση με ανεπτυγμένες οικονομίες) δεν αποτελείται από μισθωτούς ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά από αυτοαπασχολούμενους επαγγελματίες και επιστήμονες, εμπόρους και δημόσιους υπαλλήλους. Και όλοι αυτοί ψηφίζουν. Τι γίνεται όμως με όσους έχουν χαρακτηριστεί «φορολογικά υποζύγια»;
Η άδικη φορολόγηση της εργασίας
Η κυβέρνηση ξέχασε να ανακουφίσει αυτούς που πληρώνουν τα περισσότερα: τους μισθωτούς. Αυτό ισχύει σχεδόν για όλες τις κατηγορίες μισθωτών, που δεν θα δουν καμία φορολογική ελάφρυνση. Οι πλέον αδικημένοι είναι όσοι (ελάχιστοι) έχουν καταφέρει να έχουν υψηλό μισθό. Σήμερα ένας μισθωτός με μεικτές αποδοχές 70 ή 80 χιλιάδες πληρώνει περισσότερα στο κράτος από όσα εισπράττει. Αν μάλιστα συνυπολογιστεί το κόστος των εργοδοτικών εισφορών, τότε η παρακράτηση (tax wedge) αγγίζει το 70% (!). Μια καλή ανάλυση για το θέμα έχει κάνει πρόσφατα ο Γιώργος Στρατόπουλος, «Η υπερφορολόγηση της μισθωτής εργασίας», Protagon 14/9/2019. Η άδικη φορολόγηση των μισθωτών στην Ελλάδα της ανεργίας, της μαύρης εργασίας και των χαμηλών μισθών είναι ένα δομικό πρόβλημα. Έφτασε ο ΣΕΒ να διαμαρτύρεται για το ύψος της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών των μισθών, καλύπτοντας το κενό εκπροσώπησης των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα.
Παρεμπιπτόντως: Η καθιέρωση flat tax για την προσέλκυση πλούσιων από άλλες χώρες ήταν αναγκαίο μέτρο αλλά δεν είναι φορολογικό ζήτημα. Αποτελεί ένα οικονομικό κίνητρο με οφέλη για τη χώρα, καθώς είναι ένα παραπροϊόν φορολογικού ανταγωνισμού ανάμεσα σε κράτη. Το βέβαιο είναι ότι δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα επενδύσεων, αλλά «μάζευε και ας είναι και ρώγες».
Επιτέλους καταργήστε τις αποδείξεις
Η σύνδεση του αφορολόγητου με τις αποδείξεις (ηλεκτρονικές ή μη) έχει αποτύχει. Ξεκίνησε σαν φαεινή ιδέα καταπολέμησης της φοροδιαφυγής, σαν ένα «κίνημα αποδείξεων» που θα σάρωνε τους πονηρούς που εισπράττουν χωρίς παραστατικά. Τα αποτελέσματα είναι άγνωστα ενώ θα έπρεπε να αναλυθούν και μετά να ακολουθεί οποιοδήποτε νέο μέτρο.
Αντιθέτως, νομοθετούνται ερασιτεχνισμοί χωρίς καμία μελέτη και παράγονται συνεχώς ανούσιες διατάξεις περί αποδείξεων με την -αναπόφευκτη- περιπτωσιολογία, συστήματα για να υποστηρίζονται οι φορολογικές δηλώσεις και το Δημόσιο μοιράζει σπάταλα 1 εκατ. τον μήνα σε φορολοταρίες -και αυτά είναι μερικά από τα κόστη, χωρίς να έχουν μετρηθεί ποτέ τα οφέλη. Αποδεικνύεται ότι στην Ελλάδα, η βελτίωση της φορολογικής νομοθεσίας είναι μία σισύφεια προσπάθεια. Καταργήθηκε ο ΚΒΣ με τον νόμο 4308/14 που καθιέρωσε σύγχρονα ελληνικά λογιστικά πρότυπα (και είμαι περήφανος που υπήρξα μέλος της ομάδας εργασίας, αν και νομίζω ότι ήταν η πρώτη και τελευταία μου στενή επαφή τρίτου τύπου με το ελληνικό Δημόσιο), αλλά εισάγουμε την ηλεκτρονική γραφειοκρατία από την πίσω πόρτα, σχεδιάζοντας συνδέσεις ταμειακών με το Taxis και «ηλεκτρονικά βιβλία» από 1/1/2020 (!).
Ο συντελεστής δεν είναι το σημαντικότερο ζήτημα
Ο φορολογικός συντελεστής για τα νομικά πρόσωπα μειώθηκε στο 24% και από το 2020 στο 20%. Πρόκειται για ένα σωστό μέτρο, που ωφελεί όμως το 36% των νομικών οντοτήτων που δηλώνουν κέρδη, καθώς οι υπόλοιπες (2 στις 3) δηλώνουν ζημιές (στοιχεία ΑΑΔΕ για 2017). Τα τελευταία 10 χρόνια, ο συντελεστής έχει αλλάξει 8 φορές (!), αλλά ακόμα και αυτή η αστάθεια, που απαγορεύει σχεδιασμούς, δεν είναι το σημαντικότερο πρόβλημα. Ακόμη και αν μηδενίζαμε τους φορολογικούς συντελεστές, δεν θα επηρεαζόταν θετικά η ανάπτυξη γιατί σπανίως το φορολογικό καθεστώς είναι ο καθοριστικός παράγοντας προσέλκυσης επενδύσεων.
Όταν για παράδειγμα η κατάταξη της χώρας στην κατοχύρωση ακίνητης περιουσίας στην τελευταία έκθεση του Doing Business της Παγκόσμιας τράπεζας βρίσκεται στην 156η θέση, είναι αδιάφορο πώς φορολογούνται τα ακίνητα ή οι εταιρείες ακινήτων.
Η μείωση του συντελεστή στο 20% ήταν επιβεβλημένη, αλλά η μείωση της φορολόγησης των μερισμάτων από 10% σε 5% ήταν αχρείαστη. Σύμφωνα με μελέτες, «αυξάνει τη φοροαποφυγή, δεν τονώνει τις επενδύσεις και αναδιανέμει το εισόδημα υπέρ των πιο εύπορων» (Κώστας Μεγήρ, «Προτεραιότητες φορολογικής πολιτικής», Καθημερινή, 6/10/2019). Θα πρέπει κάποτε να διορθωθούν οι εγχώριοι φορολογικοί παραλογισμοί καθώς στη χώρα μας παίζεται ξανά και ξανά μια μαύρη κωμωδία: ξένοι υποψήφιοι επενδυτές κάποια στιγμή ενδιαφέρονται για το success story Greece (λέμε τώρα) και αρχίζουν τις διευκρινιστικές ερωτήσεις.
Οι απαντήσεις (ακριβοπληρωμένων) εγχώριων συμβούλων ξεκινάνε συνήθως με την εξής αγγλικούρα: “You know, in Greece things are different”. Είναι υποχρεωμένοι να εξηγήσουν τα ανεξήγητα: φορολογούνται τα χρήματα (που παρακαλάμε να έρθουν) με 1% Φόρο Συγκέντρωσης Κεφαλαίων• φορολογούνται με 2,4% οι συναλλαγές ανάμεσα σε επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου με την αρχαία σκουριά του χαρτόσημου• φορολογούνται με 0,6% οι τόκοι των δανείων (σε εποχές αρνητικών επιτοκίων). Και όλα αυτά πριν ανακαλύψουν τους ρυθμούς του Δημοσίου ή της Ελληνικής Δικαιοσύνης, θεσμοί που λειτουργούν σαν τρομοκράτες της επιχειρηματικότητας. Το φινάλε είναι τραγικό• όταν κάποιοι από αυτούς απογοητεύονται, γυρίζουν στις χώρες τους και λένε στους συμπατριώτες τους “You know, in Greece…”
Συμπεράσματα (μέχρι το επόμενο φορονομοσχέδιο)
Το τελευταίο φορολογικό νομοσχέδιο δεν διορθώνει τις φορολογικές ανισορροπίες και τις χρόνιες ασθένειες που μας ταλαιπωρούν. Αν κάποτε η κυβέρνηση αποφασίσει να κάνει τομές, τότε θα είναι υποχρεωμένη να συγκρουστεί με κατεστημένες αντιλήψεις, σκουριασμένες κρατικές δομές και ισχυρά συντεχνιακά συμφέροντα.
Δεν είναι εύκολο αλλά είμαι σίγουρος ότι το γνωρίζει.
* Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ» (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη)
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.