Δύσκολα μπορώ να ξεχάσω την ημερομηνία 7 Οκτωβρίου 1992, ημέρα που οι Δώδεκα υπέγραψαν στην Ολλανδική πόλη Μάαστριχτ, την γνωστή συμφωνία που ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μετά τη πτώση του κομμουνισμού, την επανένωση της Γερμανίας, την ενιαία πράξη του 1986 και τις συμφωνίες της ΕΟΚ το 1991 με την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία, η Συνθήκη του Μάαστριχτ, ήταν ένα αποφασιστικό βήμα της ΕΟΚ, να πάει ένα βήμα πιο μακρυά την διαδικασία της ολοκλήρωσής της.
Από τότε έχουν περάσει 27 χρόνια και κάθε φορά που φέρνω στη σκέψη μου το Μάαστριχτ αισθάνομαι υποχρεωμένος να κάνω κάποιους απολογισμούς. Και από την άποψη αυτή, οφείλω να πω, ότι τα προβλήματα της νεοσύστατης Ένωσης του 1996 με τα 12 μέλη, δεν διαφέρουν αισθητά από τα αντίστοιχα σήμερα, που η Ένωση – για την ώρα – έχει 28 μέλη. Δημοκρατικό έλλειμμα, εθνικισμός, προβληματική ενιαία αγορά, ατελής νομισματική ένωση και πολιτική αδυναμία, είναι τα κύρια προβλήματα της Ε.Ε., η οποία με αφορμή το Brexit και το μεταναστευτικό αντιμετωπίζει το φάσμα της διάσπασής της.
Ιδιαίτερα ανησυχητική στο επίπεδο αυτό, είναι η οικονομική αδυναμία της Ευρώπης, η οποία αντί να ενισχύει την ενιαία αγορά της, αντίθετα την επιβαρύνει με νέες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις. Σύμφωνα με εκτιμήσεις που κάνει η ίδια η ΕΕ, στο χώρο της παροχής υπηρεσιών στην ενιαία αγορά, υπάρχουν 5.000 ρυθμιστικές παρεμβάσεις, που προστατεύουν επαγγελματικές κατηγορίες, όπως τους δικηγόρους για παράδειγμα. Πολύ σωστά έτσι, ο βρετανικός «Economist» τονίζοντας το πέρασμα της ευρωπαϊκής οικονομίας από την παραγωγή αγαθών στην παροχή υπηρεσιών, υπογραμμίζει την ανάγκη σοβαρής αναθεώρησης της περίφημης Ενιαίας Πράξης.
Όπως λέει ένας πρώην σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ενιαία Πράξη του 1986, ήταν απαραίτητη στην εποχή της, γιατί αποτέλεσε το βάθρο της συνεχιζόμενης, αν και βαθμιαία απομειούμενης, σημασίας της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία. Τρεις δεκαετίες όμως μετά την εποχή όπου σχεδιάστηκε, η εμπορική αυτή ενοποίηση της Ευρώπης εμφανίζει ρωγμές. Σε ορισμένα τμήματά της είναι ατελής, σε άλλα πάλι πηγαίνει πραγματικά προς τα πίσω. Σε μία εποχή όπου η Βρετανία επιχειρεί να αποχωρήσει από την E.E. και όπου απειλούνται εμπορικοί πόλεμοι διεθνώς, η κατάσταση αυτή δημιουργεί ανησυχία. Η υγεία της ενιαίας αγοράς είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομία της Ευρώπης.
Μια από τις θεμελιώδεις αρχές της ενιαίας αγοράς, που ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 1993, είναι αυτή που ορίζει ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε μια χώρα της EE (αν, π.χ. ένα αυτοκίνητο είναι ασφαλές κατά την οδήγηση, ή αν ένα χρηματοπιστωτικό προϊόν είναι κατάλληλο για τους επενδυτές) θα πρέπει να αναγνωρίζονται απ' όλες τις άλλες.
Ορισμένες ρυθμίσεις είναι εναρμονισμένες και ορίζονται από θεσμούς της ΕΕ, όπως συμβαίνει με αυτές που αφορούν τις μεγάλες τράπεζες. Πιο συχνά, όμως, οι ευρωπαϊκοί κανόνες μεταφέρονται στο εθνικό δίκαιο κάθε χώρας και εφαρμόζονται από εθνικές ρυθμιστικές αρχές. Έτσι, για παράδειγμα, οι αυστηροί κανόνες που ρυθμίζουν την ιδιωτικότητα δεν τελούν υπό τον έλεγχο των Βρυξελλών, αλλά 28 εθνικών ρυθμιστικών αρχών.
Λειτουργεί λοιπόν αυτή η διαρρύθμιση σαν ένα είδος συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με αναβολικά. Έχουν γίνει, διάφοροι υπολογισμοί, οι οποίοι δείχνουν ξεκάθαρα . ότι οι χώρες – μέλη της ΕΕ έχουν μεταξύ τους συναλλαγές σε ύψος σχεδόν διπλάσιο από το αντίστοιχο μεταξύ των Πολιτειών των ΗΠΑ. Όλες οι χώρες της EE, με μόνες εξαιρέσεις τη Βρετανία και την Ιρλανδία, έχουν ισχυρότερες εμπορικές σχέσεις με άλλες χώρες της Ένωσης απ’ ό,τι με τον υπόλοιπο κόσμο. Οι διασυνοριακές προμηθευτικές αλυσίδες στην Ευρώπη ενσωματώνουν περισσότερες ξένες εισροές προελεύσεως γειτονικών χωρών απ' ό,τι οι αντίστοιχες στην Ασία ή τη Βόρεια Αμερική.
Κι όμως, η σημασία της ενιαίας αγοράς έχει την τάση να υποχωρεί. Όπως συμβαίνει με όλες τις οικονομίες του πλούσιου κόσμου, η Ευρώπη μετακινείται από την παραγωγή και διανομή αγαθών στην παροχή υπηρεσιών, που είναι π.χ. οι τραπεζικές υπηρεσίες, η υπολογιστική νέφους ή η φροντίδα των παιδιών κ.λπ. Αυτού του είδους οι υπηρεσίες σήμερα συναπαρτίζουν τα 3/4 του ΑΕΠ της EE, έναντι 2/3 που ήταν πριν από τη δημιουργία της ενιαίας αγοράς. Όλες δε οι καθαρές νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη την περασμένη δεκαετία ήταν στον τομέα των υπηρεσιών.
Παρατηρείται με άλλα λόγια μια σοβαρή διαρθρωτική μεταβολή στη φύση της ευρωπαϊκής οικονομίας, φαινόμενο που προσθέτει στην ενιαία αγορά περισσότερα τριτογενή προϊόντα από δευτερογενή. Οι αγορές για βιομηχανικά και αγροτικά αγαθά, με την ενιαία αγορά, θα ελευθερώνονταν δια του ανοίγματος των συνόρων, ή πάλι θα ενισχύονταν δια της συνομολόγησης στενών κανόνων για ζητήματα, όπως η ασφάλεια των προϊόντων.
Το να καταργήσει, όμως, κανείς τους φραγμούς στις συναλλαγές επί υπηρεσιών, είναι κάτι πολύ πιο δύσκολο. Εκείνο που αποθαρρύνει τη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών «είναι το διαφορετικό ρυθμιστικό περιβάλλον στις διάφορες χώρες», εξηγεί ο Jonathan Faull, που παλιότερα ήταν στέλεχος της Επιτροπής, αλλά τώρα δουλεύει στη συμβουλευτική Branswick, «Κάποιοι ρυθμιστικοί κανόνες ανάγονται στην εποχή των συντεχνιών ταυ Μεσαίωνα».
Οι πολιτικοί στις διάφορες χώρες παγίως δίσταζαν να αντιπαρατεθούν με τους δικηγόρους, τους φαρμακοποιούς και τους ταξιτζήδες μιας οικονομίας υπηρεσιών. Αποτέλεσμα: μόνον το 2006 επετεύχθη συμφωνία για υπαγωγή και των υπηρεσιών στην ενιαία αγορά. Και πάλι, όμως, πολλοί κλάδοι παρέμειναν εκτός. Αλλά και στους καλυπτόμενους κλάδους, η εφαρμογή ενιαίων κανόνων υπήρξε αποσπασματική. Και οι συνέπειες από την κατάσταση αυτή γίνονται όλο και πιο δυσάρεστα αισθητές. Κατά τον «Economist», άλλοτε εθεωρειτο ότι η Ευρώπη, μέσω της ενιαίας αγοράς και της οικονομικής της ένωσης, θα αποκτούσε στενότερες οικονομικές σχέσεις.
Αυτό πλέον δεν ισχύει. Αρκεί να δει κανείς τον τραπεζικό τομέα. Με την έλευση του ευρώ, οι τράπεζες όλο και συχνότερο ανοίγονταν πέρα από τα εθνικά τους σύνορα, στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Τη δεκαετία 1997-2007, το μερίδιο ομολόγων που βρίσκονταν στα χαρτοφυλάκια τραπεζών χωρών της E.E. με εκδότες άλλες χώρες πλην της δικής τους είχε τριπλασιασθεί, φθάνοντας το 46% και ξεπερνώντας το ποσό ομολόγων με εκδότες τις δικές τους κυβερνήσεις ή εταιρείες των χωρών τους.
Η προοπτική μιας γνήσιας - ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς φαινόταν να βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα. Όμως η χρηματοπιστωτική κρίση αντέστρεψε αυτή την πορεία. Σήμερα οι τράπεζες δανείζουν κατά 85% σε εταιρείες στη δική τους χώρα.
Ένας άλλος δείκτης οικονομικής σύγκλισης είναι κατά πόσον οι άνθρωποι πληρώνουν την ίδια τιμή για τα ίδια προϊόντα σε διαφορετικά μέρη μιας οικονομικής ζώνης. Σε μια ολοκληρωμένη αγορά - όπως, π.χ. στο εσωτερικό μιας χώρας - οι τιμές θα πρέπει να εξισώνονται καθώς οι επιχειρήσεις μικραίνουν τις διαφορές. Επί χρόνια, αυτός ο δείκτης έδειχνε ταχεία σύγκλιση στην EE. Αλλά και εδώ, το 2008 η πρόοδος ανακόπηκε.
Οχι ολιγοπώλια
Υπάρχουν ολιγοπώλια στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά; Η απάντηση είναι θετική. Παρά τις προσπάθειες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στον τομέα των τηλεπικοινωνιών για παράδειγμα, η Ευρώπη διαθέτει πλήθος εταιρειών, όμως σε καμία χώρα οι πολίτες δεν μπορούν να έχουν επιλογή από περισσότερες των τριών ή τεσσάρων. Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρείες του κλάδου απολαμβάνουν όλα τα ωφελήματα ολιγοπωλίου, όχι όμως και τις οικονομίες κλίμακας των αμερικανών ή κινέζων ανταγωνιστών τους.
Πολυδιασπασμένες παραμένουν και οι αγορές ενέργειας στην Ευρώπη. Αυτό συνεπάγεται υψηλότερες τιμές και για τους καταναλωτές και για τις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, αποθαρρύνονται οι επενδύσεις - και μάλιστα σε σχέδια ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, Η Επιτροπή μπορεί να έχει θέσει στόχους για μεγαλύτερη ενοποίηση των δικτύων ηλεκτρισμού, για παράδειγμα, όμως η πρόοδος είναι αργή. Αν η Ευρώπη αποτελούσε αληθινά ενιαία αγορά, τότε οι επιχειρήσεις της θα επεκτείνονταν πρώτα στο εσωτερικό της προτού αναζητήσουν ευκαιρίες στο εξωτερικό, όπως κάνουν συνήθως οι αμερικανικές.
Αντίθετα, η μη ολοκλήρωση της ενιαίας αγοράς τις οδηγεί να επεκτείνονται συχνότερα εκτός EE. Στοιχεία της Morgan Stanley δείχνουν ότι το 1997 οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις είχαν σχεδόν τα 3/4 των πωλήσεών τους σε εύπορες περιοχές της EE: σήμερα, το ποσοστό αυτό είναι κάτω του 1/2.
Με πιθανό επίσης το Brexit, το έλλειμμα ενιαίας αγοράς στην ΕΕ μπορεί να πάρει δραματικές διαστάσεις για το σύνολο της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η νέα πρόεδρος της Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι ζήτημα αν μνημόνευσε την ενιαία αγορά μία φορά, όταν παρουσίασε το πρόγραμμά της τον Ιούλιο. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς οι βασικοί της υποστηρικτές (Γαλλία και Γερμανία) έχουν άλλες προτεραιότητες. Η Γερμανία, με τη μεταποίηση πρώτης γραμμής που διαθέτει αλλά με υστέρηση στον τομέα των υπηρεσιών, ωφελείται από το status quo. Αλλά και η Γαλλία ζητά πιο δραστήρια «βιομηχανική πολιτική», σύμφωνα με την οποία οι πολιτικοί θα οδηγούν την κρατική χρηματοδότηση και θα παρέχουν προστασία στους ευνοούμενους κλάδους - το απόλυτο αντίθετο της προσέγγισης της ενιαίας αγοράς.
Η Βρετανία, που άλλοτε λειτουργούσε ως βασικός υποστηρικτής της ενιαίας αγοράς, θα μπορούσε να είναι το αντίβαρο. Τώρα, αντ' αυτής υπάρχει μόνο μια συμμαχία μικρών χωρών, περιλαμβανομένης της Σουηδίας ή της Ιρλανδίας, που δεν διαθέτουν ανάλογο βάρος.
Η ενιαία αγορά κινδυνεύει να μείνει προτεραιότητα τρίτης γραμμής καθώς η Ευρώπη δείχνει «να εφαρμόζει κανόνες οικοδομής σε μια ψηφιακή οικονομία». Η στρατηγική αυτή εφαρμόστηκε για πολύ στο παρελθόν αλλά τα όριά της είναι πλέον ορατά.
Ο παραγωγικός εθνικισμός, ειδικά στην ευρωπαϊκή περίπτωση δεν έχει κανένα μέλλον. Και στο επίπεδο αυτό,το ερώτημα μας είναι αν η Ελλάδα έχει κάτι να πει, η απλώς παρακολουθεί...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.