«Από τότε που ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση, η γερμανική βιομηχανία βρίσκεται στην πιο βαθιά υποχώρησή της και το γεγονός αυτό θα μπορούσε να βυθίσει σε ύφεση ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό το ζοφερό περιβάλλον θα υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να πάρει ακόμα πιο επικίνδυνα μέτρα....». Αυτά υποστηρίζει ένας από τους εκπροσώπους του γνωστού Ινστιτούτου IFO στο Μόναχο, τονίζοντας ότι το βιομηχανικό κλίμα στη Γερμανία τον Ιούλιο βρέθηκε σε φάση «ελεύθερης πτώσης».
Τι συμβαίνει, λοιπόν, στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις από το γερμανικό «λαχάνιασμα»;
«Η Γερμανία έχει πλέον σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι συνολικά οι πολιτικοί της το καταλαβαίνουν. Οι χώρες-μέλη της ΕΕ δεν είναι πλέον οι μεγάλες αγορές της γερμανικής οικονομίας. Η πρώτη και η τρίτη εξαγωγική αγορά της χώρας είναι οι ΗΠΑ και η Κίνα. Αμφότερες απορροφούν πάνω από το 18% των γερμανικών εξαγωγών και αντιπροσωπεύουν έτσι περί το 20% του ΑΕΠ της χώρας. Στο ποσοστό αυτό θα πρέπει να προσθέσουμε και το… μερίδιο αγοράς της Ασίας. Έχουμε έτσι μεγάλη εξάρτηση της γερμανικής οικονομίας εκτός Ευρώπης, γεγονός που κάνει τη χώρα εξαιρετικά ευαίσθητη στους εμπορικούς πολέμους. Κατά συνέπεια, η αμερικανο-κινεζική αντιπαράθεση έχει παρασύρει και τη γερμανική οικονομία και τις εξαγωγικές της επιδόσεις», μας λέει ο κ. Clemens Fuest, πρόεδρος του IFO και έμπειρος οικονομολόγος με γνώση της ασιατικής αγοράς.
Στο πλαίσιο αυτής της συγκυρίας, ο πρόεδρος του IFO πιστεύει ότι η τακτική της ποσοτικής χαλάρωσης του Μάριο Ντράγκι θα κάνει την κατάσταση χειρότερη, γιατί θα εξοργίσει τον πρόεδρο Τραμπ. Ο τελευταίος θα θεωρήσει ότι η ΕΕ θα παίξει την ισοτιμία του ευρώ για να στηρίξει τις γερμανικές εξαγωγές στις ΗΠΑ.
Πέρα όμως από όλα αυτά, απειλή για τη γερμανική οικονομία είναι και το επικείμενο Brexit. Σε πρόσφατη ομιλία της στο γερμανικό Κοινοβούλιο, η ηγέτιδα της ακροδεξιάς Αλις Βάιντελ (Alice Weidel) είπε: «Από οικονομικής σκοπιάς, η βρετανική οικονομία είναι η δεύτερη στην Ευρώπη και αντιπροσωπεύει σε μέγεθος 19 μικρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, αν συγχωνευθούν σε μία μεταξύ τους. Άρα η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισοδυναμεί με μείωση των χωρών-μελών της ΕΕ από 27 σε 9, σε οικονομικό επίπεδο. Υπό αυτή την έννοια, η αντίδραση της ΕΕ στο Brexit ανάγεται σε μια παθολογική άρνηση της πραγματικότητας, η οποία κάθε άλλο παρά τα γερμανικά συμφέροντα εξυπηρετεί. Κατά συνέπεια, η τυφλή πρόσδεση της χώρας μας στο γαλλικό άρμα είναι πέρα για πέρα αρνητική και σημαίνει ότι η Γερμανία πρέπει να αποδεχθεί το χρεοκοπημένο γαλλικό βιομηχανικό μοντέλο ως πρότυπό της. Πρόκειται για παραγωγικό παραλογισμό υψηλού κόστους για την οικονομία μας...».
Με τα λόγια της αυτά, είναι πλέον ηλίου φαεινότερο ότι η γερμανική ακροδεξιά, σε μια κομβική φάση για τη γερμανική οικονομία, φέρνει ένα νέο «γερμανικό ζήτημα» στο προσκήνιο του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, το οποίο ως τέτοιο εξυπηρετεί απόλυτα και την έναντι της Ευρώπης πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ. Εν ολίγοις, για ιστορικούς λόγουςμ η γερμανική ακροδεξιά στηρίζει τη σημερινή αμερικανική πολιτική ανατροπής της ευρωπαϊκής πορείας προς την ολοκλήρωση.
Εάν η σημερινή Γερμανία είναι προϊόν της μεταπολεμικής φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης, είναι καιρός να σκεφτούμε το τι μπορεί να συμβεί όταν ξηλωθεί αυτή η τάξη. Δείτε την Ευρώπη στην οποία ζουν τώρα οι Γερμανοί. Στα ανατολικά τους, οι δημοκρατικές κυβερνήσεις της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Σλοβακίας, έχουν εισέλθει σε διαφορετικά στάδια διολίσθησης στον αντιφιλελευθερισμό (illiberalism) και στον αυταρχισμό.
Στα νότια, η Ιταλία κυβερνάται από εθνικιστικά και λαϊκίστικα κινήματα με μια αμφισβητήσιμη δέσμευση στον φιλελευθερισμό και ακόμη λιγότερη υπακοή στην οικονομική πειθαρχία της ευρωζώνης. Στα δυτικά, μια ολοένα προβληματική Γαλλία προσπαθεί να ενισχύσει τον ρόλο της στην ΕΕ, χωρίς όμως να διαθέτει τα απαραίτητα μέσα για τον σκοπό αυτόν.
Μέσα σε αυτή την ασταθή συγκυρία, το Brexit κάθε άλλο παρά μικρή υπόθεση είναι. Αν τελικά ολοκληρωθεί με άτακτο τρόπο, είναι πολύ πιθανό το σενάριο αποσταθεροποίησης της Ευρώπης να βρει μιμητές και πρόθυμους ηγέτες να το υλοποιήσουν. Θα πρόκειται έτσι για μια νίκη του εθνικισμού, που θα ανάψει φωτιές στη σημερινή προβληματική από τη μετανάστευση Γερμανία.
Τα επόμενα χρόνια, οι Γερμανοί μπορεί να βρεθούν να ζουν σε μια ευρέως επανεθνικοποιημένη Ευρώπη. Θα μπορούσαν οι Γερμανοί υπό αυτές τις συνθήκες να αντισταθούν στην επιστροφή σε έναν δικό τους εθνικισμό; Δεν θα αντιμετώπιζαν οι Γερμανοί πολιτικοί πιέσεις, ακόμα περισσότερο απ’ όσο ήδη κάνουν, να προσέξουν τα γερμανικά συμφέροντα σε μια Ευρώπη και σε έναν κόσμο όπου όλοι οι άλλοι σίγουρα προσέχουν τα δικά τους;
Σήμερα, ένα δεξιό εθνικιστικό κόμμα, το Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), κατέχει τον τρίτο μεγαλύτερο αριθμό εδρών στην Bundestag. Το κόμμα καθοδηγείται από ιδεολόγους που έχουν κουραστεί από την Schuldkult (λατρεία της ενοχής) και κατηγορούν για την εισροή αλλοδαπών Γερμανούς πολιτικούς τους οποίους αποκαλούν, όπως έπραξε ένας ηγέτης του κόμματος, «μαριονέτες των δυνάμεων των νικητών του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου». Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο ένα κόμμα που ασπάζεται μια τέτοια άποψη, υπό συνθήκες οικονομικής ανασφάλειας και εθνικιστικής έξαρσης, να μην ανοίξει τον δρόμο προς την εξουσία. Όπως έχει παρατηρήσει ο ιστορικός Timothy Garton Ash, έχει ήδη ξεκινήσει ένας «πολιτισμικός αγώνας για το μέλλον της Γερμανίας», με επιπτώσεις που δεν μπορεί κανείς να αγνοήσει.
Το «λαχιάνιασμα» συνεπώς της γερμανικής οικονομίας, υπό τις σημερινές συνθήκες, είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση, με την οποία ένας κύριος στις ΗΠΑ «παίζει» επικίνδυνα, ρίχνοντας με μοναδική ελαφρότητα λάδι στη φωτιά.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.