Προφανώς και πρέπει να επιλέγουμε πάντα τους καλύτερους στις εκλογές. Κι όμως, δεν αποφύγαμε τους τηλεαστέρες, τους πρώην ποδοσφαιριστές και τους τηλεπωλητές (και) στις πρόσφατες ευρωεκλογές.
Τι φταίει άραγε και εκλέγονται μόνο όσοι είναι ευρέως γνωστοί, εκτοπίζοντας όποιους δεν έχουν στασίδι στα πρωινάδικα; Γιατί αποκλείονται όσοι δεν υποστηρίζονται από κομματικούς στρατούς και παρατρεχάμενους; Στείλαμε για τουριστικές διακοπές στις Βρυξέλλες μέχρι και κάποιους που παζάρευαν την κομματική τους υποψηφιότητα άνευ ιδιαίτερων προτιμήσεων.
Δεν χρειαζόμαστε συμβουλές, μπορούμε να κάνουμε λάθη μόνοι μας
Βαρέθηκα να διαβάζω την προεκλογική παραίνεση «Διαβάστε τα βιογραφικά των υποψηφίων και ενισχύστε τους καλύτερους». Η συμβουλή είναι εντελώς άχρηστη. Είναι δυνατόν να μετατραπεί όλο το εκλογικό σώμα σε επιτροπή καταλληλότητας υποψήφιων βουλευτών; Aκόμη και στις επιχειρήσεις όπου η εξέταση των βιογραφικών είναι μια καθιερωμένη διαδικασία προσλήψεων (ακολουθούμενη συνήθως από συνέντευξη), ο βαθμός αποτυχίας της μεθόδου ξεπερνά το 50%.
Ο περισσότερος κόσμος δεν ασχολείται συστηματικά με την πολιτική. Και καλά κάνει, γιατί στην αντιπροσωπευτική Δημοκρατία εκλέγει αντιπρόσωπους μέσω κομμάτων. Δεν είχαν καμία ελπίδα οι μη αναγνωρίσιμοι στις ευρωεκλογές, από τη στιγμή που καταργήθηκε η λίστα και οι υποψήφιοι αναζητούν εκατοντάδες χιλιάδες σταυρούς ανά την Επικράτεια.
Το ίδιο θα συμβεί και στις βουλευτικές. Ο Αλέξης Παπαχελάς προτείνει «να σοβαρευτούμε» και «να σταματήσουμε να ψηφίζουμε ανθρώπους που μας κάνουν να γελάμε ή όσους προωθούν οι κομματικοί μηχανισμοί. Ας βάλουμε το μυαλό μας να σκεφτεί και να επιλέξουμε σοβαρά άτομα, που θα πάρουν κρίσιμες αποφάσεις για εμάς και τα παιδιά μας». (Καθημερινή 5/6/2019). Wishful thinking (δηλαδή, ευσεβείς πόθοι).
Πόσες πιθανότητες έχει ένας σοβαρός υποψήφιος, όταν θα αποφύγει υποσχέσεις διορισμών και εξυπηρετήσεων ομάδων συμφερόντων έναντι πολιτευτών αποδεδειγμένης εμπειρίας που υπόσχονται ακριβώς αυτά, όντας πολύτιμα γρανάζια του πελατειακού ελληνικού κράτους; Οι παροτρύνσεις σοβαρών επιστημόνων (που διατυπώνουν δημόσιο λόγο) για σταυροδοσία κάποιων άγνωστων υποψηφίων είναι καταδικασμένες σε αποτυχία• δεν έχουν καμία επίδραση στο ευρύτερο εκλογικό σώμα.
Από όσους προτάθηκαν (π.χ. μέσω FB από τον Στάθη Καλύβα ή τον Αρίστο Δοξιάδη) σε διάφορα κόμματα ή συνδυασμούς, δεν εκλέχθηκε κανείς. Φαντάζομαι ότι ούτε και οι ίδιοι θα είχαν καμία τύχη εκλογής εναντίον επαγγελματιών πολιτικών. Τα έξοδα και ο χρόνος που πρέπει να αφιερώσει κάποιος -όσο καταξιωμένος και να είναι στο επάγγελμά του- είναι τεράστια και αντιστρόφως ανάλογα της ευρύτερης αναγνωρισιμότητάς του. Πιθανότατα να μην μπορεί καν να ακολουθήσει κάποιες επικοινωνιακές τακτικές, όπως να γεμίσει τις κολώνες στο διάζωμα της Κηφισίας με τη φωτογραφία του μαζί με τραγουδίστριες ή να βρωμίσει τον τόπο με διαφημιστικά φυλλάδια. Ο μοναδικός λόγος που υπάρχει το ψηφοδέλτιο Επικρατείας είναι η εκλογή μέσω κομματικής επιλογής αξιόλογων ανθρώπων που δεν έχουν αλλιώς δυνατότητα εισόδου στη Βουλή.
Συνεπώς ας κατηγορήσουμε τα κόμματα που ανακυκλώνουν πρόσωπα που θα έπρεπε να είναι πρωταγωνιστές σε επιθεώρηση. Δεν είναι δυνατόν να διαφημίζουν την αξιοκρατία και ταυτοχρόνως να επιλέγουν με βάση άλλες ιεραρχήσεις και επετηρίδες. Ο Γιώργος Αυτιάς «κόπηκε» από το ευρωψηφοδέλτιο της ΝΔ γιατί (ανεπισήμως) κυκλοφόρησε ότι ήταν πολύ λαϊκιστής. Αστειότητες. Η πραγματική αιτία ήταν ότι θα έβγαινε πρώτος σε σταυρούς, ξεπερνώντας ακόμα και τον Στέλιο Κυμπουρόπουλο, που είχε και για μέγα χορηγό τον Πολάκη.
Δημοσιογράφοι πολιτευτές
Παίρνει έκταση και το φαινόμενο δημοσιογράφων που εγκαταλείπουν τον στίβο της ενημέρωσης για να κατέλθουν υποψήφιοι. Πρόκειται για ασυμβίβαστα επαγγέλματα και προκαλεί ερωτήματα τι ακριβώς είχαν στο μυαλό τους εξαρχής και πώς κατέληξαν να αλλάξουν επάγγελμα. Ο δημοσιογράφος Λέων Καραπαναγιώτης (διευθυντής της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ», που απεβίωσε το 2006) έλεγε: «Η σχέση του δημοσιογράφου με τον πολιτικό, τον μεγάλο επιχειρηματία και τον τραπεζίτη, αυτούς δηλαδή που αποκαλούμε πηγές της ενημέρωσης, είναι εξαιρετικά δύσκολη. Δεν βρίσκονται στην ίδια πλευρά του λόφου και εάν βρεθούν, τότε οι δημοσιογράφοι έχουν προδώσει τους αναγνώστες, τους τηλεθεατές τους και τους ακροατές τους. Ο δημοσιογράφος με τον πολιτικό και τον οικονομικό παράγοντα δεν μπορεί να είναι «κολλητοί». Οι σχέσεις τους πρέπει να είναι, κοινωνικά, ευπρεπείας και οι αποστάσεις ασφαλείας να τηρούνται συστηματικά και συνειδητά. Όσες φορές ο κανόνας παραβιάζεται, χάνουν οι πολίτες καθώς γίνονται θεατές ενός στημένου παιχνιδιού».
Από τότε που διατυπώθηκαν αυτοί οι δεοντολογικοί κανόνες, η κατάσταση έγινε χειρότερη. Σήμερα υπάρχουν δημοσιογράφοι που αναπληρώνουν στα τηλεοπτικά πάνελ τους εκπροσώπους του κόμματος που -άρρητα αλλά απροκάλυπτα- υποστηρίζουν. Υπάρχουν δημοσιογράφοι οι οποίοι διαπλέκονται σε τέτοιο βαθμό με την εκτελεστική εξουσία, που θεωρούν ότι αποτελούν οι ίδιοι εξουσία (και μάλιστα πρώτη παρά τέταρτη). Αντί να ελέγχουν την εξουσία, την εξυπηρετούν• αντί να στριμώχνουν πολιτικούς, τους διευκολύνουν• αντί να αποκαλύπτουν σκάνδαλα, τα συγκαλύπτουν.
Κάποια στιγμή, δημοσιεύουν και άρθρα απογοήτευσης για τους Έλληνες που δεν εμπιστεύονται τα Μέσα Ενημέρωσης που προτιμούν την άναρχη (παρα)πληροφόρηση του Διαδικτύου. Μοιάζουν να κλαίνε πάνω από το πτώμα της «αδέσμευτης δημοσιογραφίας», όταν οι ίδιοι την έχουν δολοφονήσει.
Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν καλοί δημοσιογράφοι και προφανώς υπάρχουν λαμπρές εξαιρέσεις. Αυτοί όμως υπηρετούν το ρεπορτάζ και την ερευνητική δημοσιογραφία (όση αντέχει να παραχθεί εγχωρίως) και δεν τσακώνονται στα κανάλια. Η αξιοπιστία των πρώην (;) δημοσιογράφων τίθεται σε αμφιβολία και μάλιστα αναδρομικά, γιατί προφανώς λειτουργούσαν σαν δημοσιογράφοι όταν διαπραγματεύονταν το εισιτήριο εισόδου τους στο κόμμα.
Η μετάβασή τους στην αρένα της πολιτικής είναι ανεπίστρεπτη. Αν δεν εκλεγούν ή όταν λήξει η θητεία τους, δεν είναι δυνατόν να παριστάνουν τους ανεξάρτητους. Αλλά στην Ελλάδα ποτέ δεν ξέρεις.
Ο (δημοσιογράφος) Κώστας Γιαννακίδης γράφει για «κατάργηση των ορίων ανάμεσα στη δημοσιογραφία και την πολιτική. Ο δρόμος που χωρίζει τους δύο χώρους είναι πλέον πολύ μικρός και στρώθηκε επικαλύπτοντας τη δεοντολογία, όμως, βρε αδερφέ, έτσι έχουν τα πράγματα στη μικρή μας πόλη. Η χώρα είναι μικρή και όλοι είμαστε τα συστατικά της φασολάδας που βράζουν στο ίδιο καζάνι. Άλλος παριστάνει το καρότο και άλλος τον μαϊντανό. Ούτως ή άλλως, το ίδιο κουτάλι θα τα μαζέψει, το ίδιο στόμα θα τα καταπιεί. Αμάσητα» (Protagon.gr- 3/6/2019).
Ανανέωση ή φαύλος κύκλος;
Η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού είναι απολύτως απαραίτητη για να μπορέσουν να γίνουν οι θεσμικές αλλαγές που χρειάζεται επειγόντως η χώρα. Δικαίωμα εκλογής έχουν πολλοί, αλλά το ποιοι τελικά καταλήγουν να μας αντιπροσωπεύουν μας επηρεάζει. Οι υποψήφιοι είναι ένας καθρέφτης της κοινωνίας μας, αλλά αν αυτός που παίρνει τις περισσότερες ψήφους αντιπροσωπεύει τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή ανεκτών ή δημοφιλών απόψεων, δεν θα προοδεύσουμε ούτε ελάχιστα.
(Σκίτσο του Γιάννη Δερμεντζόγλου)
* Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ» (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη)
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.