Όταν το διαδίκτυο ξεκινούσε, σαφώς, δρομολογούσε τη μεγαλύτερη επικοινωνιακή επανάσταση μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας. Παράλληλα άνοιγε νέους δρόμους στη νέα βιομηχανική επανάσταση και ανέτρεπε τους περισσότερους από τους παραδοσιακούς κανόνες της δημοσιογραφίας. Παράλληλα όμως, το Διαδίκτυο άνοιγε νέες προοπτικές και στους εχθρούς των ανοικτών κοινωνιών, οι οποίοι έβλεπαν να τους προσφέρονται νέα εργαλεία προπαγάνδας, λαϊκισμού, ψευδολογίας, συνωμοτικών αντιλήψεων και εξαπάτησης της κοινής γνώμης.
Ακόμα περισσότερο, η δυνατότητα του κάθε πολίτη να διαδίδει μέσω του διαδικτύου το κοντό και το μακρύ του ανωνύμως, ταχύτατα και σε μεγάλα πλήθη, έφερνε νέα ήθη και έθιμα στη δημοσιογραφία, η οποία βρισκόταν αντιμέτωπη με νέες και εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες.
Για παράδειγμα, ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπήρχαν σε παγκόσμιο επίπεδο 22.000 ιστότοποι, ο σημερινός αριθμός τους ξεπερνά το 1,4 δισεκατομμύριο. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς ποιο είναι το μέγεθος του ψηφιακού ωκεανού στον οποίο ήλθαν να προστεθούν και 3 δισεκατομμύρια χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Είναι κατάδηλο έτσι ότι ο κόσμος εκτός σύνδεσης (offline) μετατοπίστηκε σε σύνδεση (online).
Το 2017, σε μια έρευνα Αμερικανών που διεξήχθη από τη Σχολή Επικοινωνίας και Δημοσιογραφίας USC-Annenberg, οι ερωτηθέντες παραδέχτηκαν ότι ξοδεύουν online κατά μέσο όρο 24 ώρες την εβδομάδα. Το 40% από αυτούς δήλωσαν ότι θεωρούν πως το Διαδίκτυο διαδραματίζει αναπόσπαστο ρόλο στην αμερικανική πολιτική, ενώ το 83% ανέφερε ότι έκαναν αγορές ηλεκτρονικά.
Οι περισσότερες από τις σχετικές κυβερνητικές πολιτικές σχεδιάστηκαν όταν το διαδίκτυο ήταν απλώς ένα περιθωριακό κομμάτι της ζωής των ανθρώπων, αλλά έχει φθάσει να αγγίξει σχεδόν κάθε πτυχή.
Την ίδια στιγμή, οι ειδήσεις, σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, προβάλλονται με απίστευτα κύματα από τα εκατομμύρια ιστότοπους, μαθαίνονται στιγμιαία από το κοινό και σχολιάζονται από γνωστούς και αγνώστους κατά το δοκούν. Το ίδιο συμβαίνει και με τις διαφημίσεις. Με απίστευτη ταχύτητα μπορούν να προσεγγίζουν δισεκατομμύρια καταναλωτές, γεγονός που είναι δίκοπο μαχαίρι.
Αυτό όμως είναι πρόβλημα των ανθρώπων του μάρκετινγκ και της επικοινωνίας. Υπό τις παραπάνω συνθήκες, η κοινωνία των πολιτών αποτελεί πλέον μέρος της δημόσιας συζήτησης, φαινόμενο πρωτόγνωρο, το οποίο ως φαίνεται έχει καταλάβει εξ απήνης τους φορείς της εξουσίας, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί στον 20ό αιώνα. Από το σημείο αυτό και μετά, αρχίζουν τα προβλήματα.
Κατά την πρώην πρέσβειρα των ΗΠΑ στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) Karen Kornbluh, ειδική σύμβουλο σε θέματα ψηφιακής πολιτικής, η αδιαφορία των ανθρώπων της παραδοσιακής εξουσίας απέναντι στο βάρος του Διαδικτύου υπήρξε πολύτιμο δώρο που προσέφερε στον λαϊκισμό και στους αυταρχικούς ηγέτες. Με πιο απλά λόγια, ναι μεν μέσω διαδικτύου εκκολάφθηκε η περίφημη Αραβική Άνοιξη, σήμερα όμως, στον ψηφιακό κόσμο κυρίαρχοι είναι αυταρχικοί ηγέτες όπως οι Ερντογάν, Πούτιν, Χι, Μαδούρο και άλλοι.
Μια έκθεση του Freedom House, το 2017, διαπίστωσε ότι η ελευθερία του Διαδικτύου μειώθηκε παγκοσμίως για έβδομη συνεχή χρονιά καθώς η Κίνα, η Ρωσία και ορισμένες χώρες του Κόλπου ανέπτυξαν διάφορες εξελιγμένες μεθόδους για τον περιορισμό της πρόσβασης σε ηλεκτρονικές πληροφορίες και εργαλεία επικοινωνίας.
Έχουν μπλοκάρει τα εικονικά ιδιωτικά δίκτυα (virtual private networks), καθιστώντας πιο δύσκολο για τους χρήστες να αποφεύγουν τους ελέγχους λογοκρισίας και έχουν κάνει το ίδιο με τις κρυπτογραφημένες εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων, όπως η Telegram, αποστερώντας τους διαφωνούντες από την ικανότητα να οργανώνονται μυστικά. Στις Φιλιππίνες, ο πρόεδρος Rodngo Duterte έχει στρατολογήσει έναν στρατό πληρωμένων διαδικτυακών οπαδών και bots για να προβάλλει μια ατμόσφαιρα δημόσιου ενθουσιασμού και για να εκφοβίζει τους επικριτές του.
Μερικές φορές, οι αυταρχικοί μέχρι που βάζουν ιδιωτικές εταιρείες για να κάνουν το θέλημά τους. Η τουρκική κυβέρνηση, εν μέσω της καταστολής της αντιπολίτευσης από τότε που έγινε η αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016, ανάγκασε το Facebook να καταργήσει περιεχόμενο. (Η Wikipedia εγκατέλειψε τη χώρα αντί να επεξεργαστεί ή να καταργήσει περιεχόμενο).
Σε ορισμένες χώρες -κυρίως στην Κίνα, στο Ιράν και στη Ρωσία-, οι κυβερνήσεις απαιτούν να φυλάσσονται τα δεδομένα των πολιτών εντός της χώρας»… γράφει η Karen Kornbluh και αναδεικνύει ένα θέμα εξόχως σοβαρό για τη δημοκρατία και το μέλλον της.
Ειδικοτερα δε, αν παρατηρήσει κανείς με την απαραίτητη προσοχή, το πώς χρησιμοποιείται στην Κίνα το διαδίκτυο, όπου πέρα από την ύπαρξη ενός «Σινικού Τείχους» κατά των «κακών ειδήσεων», η εξουσία έχει καθιερώσει και ένα αποκρουστικό σύστημα «κοινωνικών βαθμών» μέσω του οποίου διώκονται οι αντιφρονούντες.
Πρόκειται για μια ανατριχιαστική διαδικασία, που μόνο διεστραμμένοι από την ολοκληρωτική ιδεολογία μπορούσαν να συλλάβουν. Ως φαίνεται όμως, τα αυταρχικά καθεστώτα δεν χρησιμοποιούν το διαδίκτυο μόνο για να διώκουν τους αντιφρονούντες πολίτες τους. Το έχουν μετατρέψει και σε εργαλείο υπονόμευσης των δυτικών δημοκρατιών.
Από την άποψη αυτή είναι γνωστές οι ρωσικές παρεμβάσεις στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ και υπέρ των ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών στην Ευρώπη.
Εκείνοι που οργανώνουν εκστρατείες παραπληροφόρησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκμεταλλεύονται τα συστήματα εμπορικής συλλογής δεδομένων και στόχευσης. Συγκεντρώνουν προσωπικά δεδομένα από πολλές πηγές σε διάφορες συσκευές και κατηγοριοποιούν τους ανθρώπους ανάλογα με τη συμπεριφορά, τα ενδιαφέροντά τους και τα δημογραφικά στοιχεία.
Στη συνέχεια, στοχεύουν ένα συγκεκριμένο τμήμα χρηστών με διαφημίσεις και bots [ηλεκτρονικά «ρομπότ» του Διαδικτύου], που ενθαρρύνουν τους χρήστες να κάνουν Like σε σελίδες, να «ακολουθούν» λογαριασμούς και να μοιράζονται πληροφορίες. Με αυτό τον τρόπο, οι εκστρατείες παραπληροφόρησης οπλοποιούν τις ψηφιακές πλατφόρμες, των οποίων οι αλγόριθμοι φαίνεται να επιβραβεύουν την οργή, διότι αυτή [η οργή] διατηρεί δεσμευμένους τους χρήστες. Όπως διαπίστωσε ο μελετητής Zeynep Tufekci, ο αλγόριθμος συστάσεων (recommendation algorithm) του YouTube κατευθύνει τους θεατές σε όλο και πιο ριζοσπαστικά και εξτρεμιστικά βίντεο.
Για να είμαστε δίκαιοι, οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας έχουν αρχίσει να ξυπνούν σχετικά με την κλίμακα του προβλήματος. Αφού διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία συμβούλων Cambridge Analytica συγκέντρωσε τις προσωπικές πληροφορίες 87 εκατομμυρίων χρηστών του Facebook για χρήση σε πολιτικές εκστρατείες, ο Mark Zuckerberg, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, κατέθεσε στο Κογκρέσο ότι το Facebook θα επεκτείνει παγκοσμίως τους ελέγχους που εφαρμόζει για να ικανοποιήσει τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (General Daia Protection Regulation) της EE. (Αλλά το ότι η εταιρεία αφαίρεσε τα μη ευρωπαϊκά δεδομένα από τους ευρωπαϊκoύς διακομιστές, κάτι που θέτει τις πληροφορίες εκτός των ρυθμιστικών Αρχών της EE, εγείρει αμφιβολίες για τη δέσμευσή του).
To Twitter άρχισε να καταργεί τους ψεύτικους λογαριασμούς με επιταχυνόμενο ρυθμό, διαγράφοντας 70 εκατομμύρια ύποπτους λογαριασμούς τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2018. Όλες αυτές οι εταιρείες έχουν λάβει μέτρα για να αυξήσουν τη διαφάνεια όταν πρόκειται για το ποιος έχει πληρώσει για μια συγκεκριμένη πολιτική διαφήμιση.
Όλα αυτά είναι θετικές εξελίξεις. Απομένει όμως να αφυπνιστούν και οι πολίτες απέναντι στην παραπληροφόρηση και την ψευδολογία. Αυτό είναι όμως ένα άλλο σοβαρότατο πρόβλημα, που φέρνει στο προσκήνιο το τεράστιο θέμα της «άχρηστης γνώσης». Δηλαδή το ερώτημα κατά πόσον ο πολίτης θέλει να είναι ενημερωμένος ή προτιμά τα φούμαρα των διαφόρων πωλητών μίσους και βλακείας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.