Το ερώτημα δεν είναι αν θα εκδηλωθεί νέα παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά ποια θα είναι η σταγόνα που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει.
Θα πρόκειται για μια χώρα, για ένα γκρουπ επιχειρήσεων ή για νοικοκυριά; Το παγκόσμιο χρέος πάντως, από τα 110 τρισεκατομμύρια δολάρια του 2007, σήμερα βρίσκεται στα 178 τρισεκατομμύρια και στα τέλη του 2020 εκτιμάται ότι θα απέχει ελάχιστα από τα 200 τρισεκατομμύρια δολάρια. Και από αυτά, τα 70 τρισ. θα είναι κρατικό χρέος, τα 80 τρισ. επιχειρηματικά χρέη και τα 50 τρισεκατομμύρια θα οφείλονται από νοικοκυριά. Κατά συνέπεια, σε δύο χρόνια, κάθε κάτοικος του πλανήτη, με το καλημέρα, θα οφείλει στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα περί τις 30.000 δολάρια, ασχέτως της προσωπικής του εισοδηματικής κατάστασης. Αν όλα αυτά δεν αποτελούν ωρολογιακή βόμβα, τότε οι ειδικοί ας μας πουν τι είναι;
Πριν δέκα και πλέον χρόνια, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση που οδήγησε σε πτώχευση και την Ελλάδα, αφετηρία είχε τα νοικοκυριά της Αμερικής. Τα περισσότερα από αυτά βρέθηκαν σε αδυναμία να ξεπληρώσουν ενυπόθηκα δάνεια για αγορά ακινήτων και η φούσκα έσκασε.
Στο βασίλειο των πιστώσεων, από τότε, τίποτε σχεδόν δεν έχει αλλάξει. Οι ΗΠΑ σήμερα είναι πιο υπερχρεωμένες από το 2008. Δεν το λέμε εμείς, το επισημαίνει η τελευταία ανάλυση-έρευνα της Standard & Poor’s (S&R’s), η οποία αναφέρει ότι το συνολικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος στις ΗΠΑ οδεύει προς πάνω από 50 τρισεκατομμύρια δολάρια και αντιπροσωπεύει το 250% του ΑΕΠ της χώρας. Είναι δηλαδή 20 ποσοστιαίες μονάδες ανώτερο από το αντίστοιχο του 2008.
Για τον κοινό θνητό, οι αριθμοί αυτοί ίσως να μην του λένε πολλά πράγματα. Πίσω τους όμως κρύβεται μια πραγματικότητα που έχει τεράστια σημασία. Αν σκάσει μια νέα χρηματοπιστωτική φούσκα, το παγκόσμιο τοπίο θα σκοτεινιάσει σε επικίνδυνο βαθμό. Με απρόβλεπτες συνέπειες, μας λέει ο Γάλλος οικονομολόγος και συγγραφέας Φρανσουά Λανγκλέ, που το τελευταίο βιβλίο του φέρει τον τίτλο «Όλα μπορούν να γκρεμιστούν! 2019, η χρονιά όλων των κινδύνων».
Η παρατήρηση του Γάλλου οικονομολόγου αλλά και το περιεχόμενο του βιβλίου του με έβαλαν σε σκέψεις. Έφεραν στο νου μου, για μιαν ακόμη φορά, τις θεωρίες της Αυστριακής Σχολής Οικονομικής Σκέψης, η οποία πριν από 140 χρόνια είχε πει ότι όσο οι κυβερνήσεις θα εκδίδουν χρήμα το οποίο θα χρησιμοποιείται για μη παραγωγικούς σκοπούς, τόσο θα προκύπτουν κερδοσκοπικές φούσκες που θα νοθεύουν και τελικά θα καταστρέφουν το σύστημα της αγοράς.
Μια ματιά στα γεγονότα σήμερα σχεδόν επιβεβαιώνει μέχρι κεραίας, απόψεις που διατυπώθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1870, όταν ο Καρλ Μένγκερ (1840-1921), Αυστριακός οικονομολόγος, δημοσίευσε το βιβλίο του «Αρχές της Οικονομίας». Τι υποστηρίζει όμως η Αυστριακή Σχολή στην περί «οικονομικού κύκλου» θεωρία της;
Για τους οικονομολόγους της Σχολής αυτής (φον Μίζες, Φρίντριχ Χάγιεκ, Μάρεϊ Ρόθμπαρντ, Ευγένιο Μπεμ-Μπάβερκ), οι αιτίες των κυκλικών διακυμάνσεων της οικονομικής δραστηριότητας, από περιόδους ανάπτυξης σε περιόδους ύφεσης, θα πρέπει να αναζητηθούν στο χρήμα που κυκλοφορεί, στις πηγές έκδοσής του και στη χρησιμοποίησή του. Κατά τον Αμερικανό οικονομολόγο Ρόμπερτ Χιγκς, που θεωρείται από τους πιο σύγχρονους εκφραστές της Αυστριακής Σχολής, «η νομισματική πολιτική συγκεκριμένων κυβερνήσεων και πρωτίστως της αμερικανικής, υπήρξε κορυφαίος συντελεστής αστάθειας επί μια εικοσαετία και με αφετηρία τις επιτοκιακές… διακυμάνσεις προκάλεσε τελικά τη χρηματοπιστωτική κρίση». Βέβαια, στη διαπίστωση αυτή οι κρατιστές Αμερικανοί οικονομολόγοι επιρρίπτουν σοβαρές ευθύνες στην κινεζική νομισματική πολιτική αλλά και σε... άφρονες καπιταλιστές που δανείζονταν πολύ φθηνά, για να επιδοθούν σε κερδοσκοπικές πράξεις επί ακινήτων και χρεωγράφων.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, γεγονός είναι ότι οι δυτικές χώρες, πάνω στα ερείπια της αμερικανικής κρίσης, προσπάθησαν να σώσουν τις τράπεζές τους και για τον σκοπό αυτό εφάρμοσαν γενναιόδωρες δημοσιονομικές πολιτικές, με αποτέλεσμα στη Δύση τα δημόσια χρέη να περάσουν από 46 τρισ. δολάρια το 2008 στα 62 τρισεκατομμύρια το 2018. Παρατηρήθηκε έτσι μια αύξηση 77%, η οποία από μόνη της λέει πολλά. Την ίδια περίοδο, οι κεντρικές τράπεζες μηδένισαν τα επιτόκιά τους και άρχισαν να αγοράζουν σωρηδόν κρατικά ομόλογα.
«... Παρ’ όλα αυτά…», τονίζει ο Πίτερ Καγιό, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στη γνωστή Moody’s, «…η ανάκαμψη υπήρξε αναιμική, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να υπερχρεώνονται και το φθηνό τραπεζικό χρήμα που κυκλοφορεί, τροφοδοτεί νέες φούσκες, οι οποίες κανείς δεν μπορεί να φανταστεί το τι θα συμβεί όταν σκάσουν…». Όντως, η κατάσταση είναι εκπληκτική. Στην Κίνα για παράδειγμα, οι κρατικές επιχειρήσεις έχουν περί τα 26 τρισεκατομμύρια δολάρια χρέη προς τις κρατικές τράπεζες και προς αδιαφανή επενδυτικά ταμεία.
Στην Αφρική, κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, 11 χώρες, από 4 το 2008, είναι υπερχρεωμένες και αρκεί μια διεθνής στραβοτιμονιά για να βρεθούν χρεοκοπημένες οι 6 από αυτές. Στις ΗΠΑ, μπορεί ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ να αποκοιμίζει τους ψηφοφόρους του με τείχη και άλλα παρόμοια για τους μετανάστες, το ομοσπονδιακό χρέος όμως τραβά την ανηφόρα. Τα δε νοικοκυριά, αντί τώρα να αγοράζουν σπίτια επί πιστώσει, έχουν κυριολεκτικά τρελαθεί με αγορές αυτοκινήτων. Ήδη όμως, κάπου 7 εκατομμύρια αγοραστές ξεπερνούν τους τρεις μήνες σε καθυστερήσεις πληρωμών και ο αριθμός τους ανεβαίνει.
Από την πλευρά τους, οι επιχειρήσεις επωφελούνται από το πολύ φθηνό χρήμα και δανείζονται μετά μανίας, όχι για να κάνουν επενδύσεις αλλά για να επαναγοράζουν τις μετοχές τους και να αυξάνουν έτσι την τιμή τους στο Χρηματιστήριο. Παράλληλα όμως χρυσοπληρώνουν και κάποια στελέχη τους, που αντί να σκέπτονται τις παραγωγικές επενδύσεις δαπανούν πολύτιμο χρόνο σε χρηματιστηριακά παιγνίδια.
Μόνο για το 2018, οι αμερικανικές επιχειρήσεις επαναγόρασαν μετοχές τους για 1,110 τρισ. δολλάρια έναντι 400 δισ. δολλάρια που επαναγόραζαν τα έτη 2015, 2016 και 2017.
Όσο για τις αμερικανικές τράπεζες, μη έχοντας διδαχθεί πολλά πράγματα από την κρίση των subprimes, σήμερα «παίζουν» με τα αποκαλούμενα «leverage loans», που είναι υψηλότοκα δάνεια σχεδόν τοκογλυφικά, προς παραπαίουσες επιχειρήσεις. Όπως τον παλιό καλό καιρό, τα δάνεια αυτά «τιτλοποιούνται», δηλαδή σαλαμοποιούνται και πωλούνται σε άλλες τράπεζες. Αυτές οι τελευταίες προχωρούν σε νέα σαλαμοποίηση και έτσι ο κίνδυνος διαχέεται παντού.
Αρκεί έτσι, λόγου χάρη, ο επιχειρηματίας κ. Σμιθ στο Οχάιο να δηλώσει πτώχευση και μια τράπεζα στην Ιταλία θα εγγράψει τη ζημία στους λογαριασμούς της. «… Με την τεχνική αυτή», μας λέει ανήσυχος, ένας γνωστός Ιταλός επιχειρηματίας, «στην πραγματικότητα, το χρέος των αμερικανικών επιχειρήσεων θα μπορούσε να υποτιμηθεί κατά 30%…».
Το όλο θέμα όμως δεν σταματά στο σημείο αυτό. Πάει ακόμα πιο μακριά. Γι’ αυτό και θα επανέλθουμε με το δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου, που είναι προϊόν μιας έρευνάς μας τόσο σε τραπεζικό όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.