Η συγκυρία που διάγει η χώρα περισσότερο από ποτέ καθιστά επιτακτική την ανάδειξη δημόσιου λόγου καθαρού, ψύχραιμου και κυρίως τεκμηριωμένου στα πραγματικά δεδομένα. Μακριά από παραμορφωτικούς φακούς οφείλουν να καταγράψουν οι εμπλεκόμενοι στο οικονομικό γίγνεσθαι το τι πραγματικά συμβαίνει, αλλά και το τι χρειάζεται η οικονομία. Χωρίς υπερβολές ή διάθεση πολιτικής εκμετάλλευσης, θα πρέπει να ληφθούν υπόψιν τα όσα σημειώνουν στις τελευταίες εκθέσεις τους οι θεσμικοί εταίροι, αλλά και οι διεθνείς οίκοι.
Στο φόντο αυτό αποτυπώνονται ορισμένες παραδοχές. Δεν μπορεί, δηλαδή, να αμφισβητήσει κανείς ότι η βελτίωση του οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα είναι ορατή. Αποτυπώνεται σε σειρά τομέων, έστω κι αν σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ στο σύνολο του 2018, η αύξηση του ΑΕΠ ήταν κατά τι χαμηλότερη του αρχικώς αναμενόμενου 2,1% (εκτίμηση του Προϋπολογισμού), με το σχετικό δείκτη να διαμορφώνεται στο 1,9%.
Παράλληλα οι τελευταίες προβολές του ΙΟΒΕ και της ΤτΕ για το 2019 κινούνται στο ίδιο επίπεδο κατά τι πιο χαμηλά από άλλες αρχικές εκτιμήσεις. Σημειώνεται, δε, ότι η θετική κίνηση το περυσινό έτος βασίστηκε κυρίως στις εξαγωγές αγαθών (μεταποίηση) και υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία), οι οποίες παρουσίασαν άνοδο κατά +8,4% και +9% αντίστοιχα, συμβάλλοντας κατά +1,5 π.μ. και +1,3 π.μ. αντίστοιχα στην αύξηση του ΑΕΠ και στην ιδιωτική κατανάλωση.
Είναι, λοιπόν, προφανές ότι εξωστρεφείς κλάδοι είναι αυτοί που δίνουν αέρα στην οικονομία και τονώνουν την αναπτυξιακή προσπάθεια. Και για το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς για χρόνια η εξωστρέφεια αποτελεί σηματωρό δράσης, ενώ και η διμερής οικονομική σχέση με τη Γερμανία έχει παίξει το ρόλο της στην κατάρριψη του ρεκόρ των εξαγωγών, που πέρυσι έφτασαν τα 33 δισ. ευρώ. Είναι ενδεικτικό ότι ενισχυμένες κατά 4,6% καταγράφηκαν το 2018 έναντι του 2017 οι εξαγωγές της Ελλάδας προς τη Γερμανία, η οποία παραμένει δεύτερος πιο σημαντικός εθνικός εξαγωγικός στόχος για τους Έλληνες παραγωγούς.
Αδιαμφισβήτητα, η Ελλάδα οφείλει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που της προσφέρεται μετά την έξοδό της από τα Μνημόνια, δίνοντας έμφαση στην εξωστρέφεια, που αποτελεί βασικό μοχλό για τη διατήρηση της οικονομίας σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά. Στην προσπάθεια, ωστόσο, αυτή οι προκλήσεις για την ελληνική οικονομία είναι μπροστά μας.
Η χώρα έχει ανάγκη από μια επενδυτική αφύπνιση, χρειάζεται τώρα όσο ποτέ μεγάλες επενδύσεις, αλλά και σχέδιο, στο οποίο η επιχειρηματικότητα να δράσει, μια και είναι ακόμη ελλιπές, παρά τις προόδους που σε αρκετά σημεία έχουν σημειωθεί.
To μεγάλο στοίχημα είναι η δημιουργία πλαισίου που θα εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα της οικονομίας και την ανατροφοδοτούμενη αναπτυξιακή διαδικασία. Μόνο αν διαμορφώσουμε τις αναγκαίες αυτές συνθήκες όπου η ανάπτυξη δε θα περιορίζεται σε ευκαιριακές συγκυρίες ή τυχαία γεγονότα, θα μπορέσουμε να ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία. Κι αυτό απαιτεί θεσμικές παρεμβάσεις. Σημειώνω ότι, βελτιώσεις που έγιναν μέχρι σήμερα σε ζητήματα σχετικά με τις αδειοδοτήσεις, τα περιβαλλοντικά, το Κτηματολόγιο, το λατομικό νόμο κ.α., αποτελούν σημαντικές εξελίξεις, όμως βασικές παθογενείς καταστάσεις παραμένουν. Αναφέρομαι ειδικότερα στη δημόσια διοίκηση, στην απονομή της δικαιοσύνης, στη φορολογική πολυπλοκότητα και την υπερφορολόγηση.
Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ειδικότερα, ότι η δημιουργία κλίματος ελκυστικότητας για επενδύσεις στη χώρα, απαιτεί μια σειρά προϋποθέσεις, με βασικότερη τη σταθερότητα αφενός σε πολιτικό επίπεδο και αφετέρου σε επίπεδο φορολογικής πολιτικής. Είναι αναγκαία μια φορολογική πολιτική, όχι μόνο ανταγωνιστική ως προς τους συντελεστές φορολόγησης, αλλά και ως προς την προβλεψιμότητα και την ορατότητα του τοπίου.
Σημαντικός παράγων είναι, επίσης, η στήριξη και αποτελεσματικότητα των εποπτικών θεσμών, αλλά και το ξεκάθαρο πλαίσιο χρήσεων γης, οι ανοικτές αγορές, η ενίσχυση της έρευνας και ένα ολοκληρωμένο και όσο γίνεται ολικά αποδεκτό αναπτυξιακό σχέδιο για τη χώρα.
Είναι καιρός να γίνει αντιληπτό, ότι για να υλοποιηθούν επενδύσεις και να μπορέσει η χώρα να δει νέες θέσεις εργασίας, ενίσχυση διατηρήσιμων κρατικών εσόδων και μια υγιή επιχειρηματικότητα, δεν χρειάζονται επιδοματικές λογικές, αλλά οργανωμένες παρεμβάσεις σε επίπεδο θεσμικού εκσυγχρονισμού.
Έτσι μόνο θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να προσελκύσει νέα κεφάλαια, είτε εγχώριων επενδυτών που παραμένουν διστακτικοί, είτε ξένων που αν και βλέπουν ότι η χώρα δίνει ευκαιρίες, διστάζουν να προχωρήσουν σε κινήσεις επενδύσεων. Όμως είναι προφανές ότι όπως έχει καταγραφεί επανειλημμένα, απαιτείται ένα επενδυτικό σοκ, ώστε η Ελλάδα να καλύψει το χαμένο έδαφος και να κοιτάξει με όρους βιωσιμότητας το διεθνή ανταγωνισμό.
Παράλληλα, το τραπεζικό σύστημα αδυνατεί ακόμη να ανταποκριθεί στο ρόλο του, να χρηματοδοτήσει δηλαδή με ρευστότητα την οικονομία και η παρατεταμένη αυτή κατάσταση δημιουργεί περιβάλλον ασφυξίας, σε όλη σχεδόν την επιχειρηματική κοινότητα.
Τα ανωτέρω αποτελούν βασικά σημεία που δεν πρέπει να λανθάνουν της προσοχής, έστω και αν διανύουμε μια εκλογική χρονιά. Αντίθετα, θα πρέπει να μπουν σε τροχιά υλοποίησης, διαψεύδοντας όσους βλέπουν κόπωση και προεκλογική ανάσχεση στον τομέα των μεταρρυθμίσεων.
Η πελατειακή λογική και προσέγγιση προκάλεσε στη χώρα τόση ζημιά, που το πολιτικό σύστημα οφείλει πλέον να είναι πιο ώριμο και αποφασισμένο. Οι προειδοποιήσεις, άλλωστε, από την πλευρά των εταίρων και των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων, δείχνουν το κρίσιμο και επείγον του θέματος.
Όλες οι επιλογές, θετικές και αρνητικές, βρίσκονται στο μικροσκόπιο της διεθνούς επενδυτικής κοινότητας, σε μια περίοδο που ήδη η χώρα έχει ανακτήσει το κύρος της διεθνώς και οι εν δυνάμει επενδυτές είναι πολύ πιο έτοιμοι να τοποθετηθούν στην ελληνική οικονομία.
Η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, είναι ένα μεγάλο βήμα, ένα νέο κεφάλαιο στην οικονομική ιστορία της, αλλά με πολλούς αστερίσκους. Η συνέχεια, η συνέπεια, η σοβαρότητα και η αποφασιστικότητα του πολιτικού συστήματος, αποτελούν το κλειδί για ένα καλύτερο μέλλον.
*Ο Δρ. Αθανάσιος Κελέμης είναι Γενικός Διευθυντής & Μέλος Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.