Από της συστάσεώς του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (ΕΚ), δύο μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί είχαν πάντα την πλειοψηφία και όριζαν το πολιτικό παιχνίδι.
Επροκειτο για το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) και την Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών. Η πλειοψηφία αυτή ξεκίνησε από ένα ποσοστό περί το 69% στις ευρωεκλογές τού 1979, για να πέσει στο 54% το 2014. Δεν αποκλείεται δε καθόλου στις προσεχείς ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, οι δύο μεγάλες πολιτικές παρατάξεις του ΕΚ να μην έχουν την απόλυτη πλειοψηφία. Ιδιαίτερα δε μετά την εντυπωσιακή υποχώρηση των σοσιαλδημοκρατικών παρατάξεων στις περισσότερες χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πέρα, όμως, από την υποχώρηση της δύναμης των μεγάλων κομμάτων στο ΕΚ, διαχρονικά παρουσιάζει άνοδο και ο αριθμός νέων πολιτικών παρατάξεων στους κόλπους του, όπως είναι οι Πράσινοι και οι διάφοροι ευρωσκεπτικιστές. Την ίδια στιγμή, όπως προκύπτει ξεκάθαρα από τις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ιταλία, στην Σουηδία , στην Αυστρία και στη Φινλανδία, σε όλη την Ευρώπη η πολιτική σκηνή περνά σε φάση πολυδιάσπασης, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται ο σχηματισμός κυβερνήσεων. Οι γνωστές περιπτώσεις, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ολλανδίας και της Σουηδίας είναι χαρακτηριστικές και αποκαλυπτικές.
Σε πολλές χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και όχι μόνον, τα μικρότερα κόμματα –ιδίως εκείνα με λαϊκιστική άποψη ή με μονοθεματική λογική– συνεχώς εμφανίζονται και «κλέβουν» την στήριξη των πολιτών προς πιο παραδοσιακές δυνάμεις. Στις αρχές της δεκαετίας τού 1980 ο μέσος αριθμός κομμάτων με λιγότερο από 1% της λαϊκής ψήφου σε κάθε εκλογές ήταν 7 κόμματα. Τώρα είναι 9 πλέον. Εν τω μεταξύ, το μερίδιο του εκλογικού σώματος που πετυχαίνει το πρώτο κόμμα έχει υποχωρήσει από 37% στο 19% κατά μέσον όρο.
Στην παρούσα φάση της πολιτικής συγκυρίας η μεγαλύτερη ποικιλία κομμάτων είναι, από πολλές πλευρές, μία θετική εξέλιξη. Διότι, από την μία πλευρά, επιτρέπει να ακούγονται περισσότερες φωνές και, από την άλλη, μπορεί να βελτιώσει τη συμμετοχή των πολιτών στην πολιτική. Δημιουργεί, όμως, και προβλήματα –με σοβαρότερο τον χρόνο που χάνεται για να χτίζονται συμμαχίες. Ας μην ξεχνάμε ότι, μετά τις εκλογές τού Μαρτίου 2016, οι Ιρλανδοί χρειάστηκαν 63 ημέρες για να φτάσουν σε σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Το 2010, το Βέλγιο ήταν χωρίς επίσημη κυβέρνηση για 589 ημέρες. Πιο πρόσφατα, επί σχεδόν τρεις μήνες κυβέρνηση δεν είχε και η Γερμανία, παρόμοια δε προβλήματα παρατηρήθηκαν στην Ισπανία, στην Ιταλία και την Ολλανδία.
Αυτού του είδους οι άβολες κυβερνήσεις συνασπισμού τείνουν να ζουν λιγότερο απ’ όσο εκείνες που διαθέτουν λιγότερα κόμματα και σαφέστερη εντολή. Από την δεκαετία τού 1970 μονοκομματικές κυβερνήσεις στις πλούσιες ευρωπαϊκές χώρες είχαν διάρκεια ζωής γύρω στις 1.100 ημέρες. Οι συμμαχίες μειοψηφίας κατάφερναν λιγότερη από την μισή διάρκεια. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις συνασπισμού καταλήγουν να είναι πιο πολυδάπανες. Μελέτη των Kathleen Bawn και Frances Rosenbluth κατέδειξε -σε 17 χώρες της Ευρώπης, από το 1970 έως το 1998- ότι η προσθήκη ενός κόμματος σε συνασπισμό αύξανε την δημόσια δαπάνη κατά 0,5% του ΑΕΠ. «Για χώρες με ισχυρή οικονομία και χαμηλό χρέος, όπως π.χ. η Ολλανδία, κάτι τέτοιο δεν αποτελεί πρόβλημα. όμως, για χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία, είναι», επισημαίνει το Economist, που ασχολήθηκε με το θέμα.
Το βρετανικό περιοδικό υπογραμμίζει ότι ένας από τους λόγους της εντεινόμενης πολυδιάσπασης είναι, σύμφωνα με τον Smith Hix του LSE, η αυξανόμενη ανισότητα. Μεταξύ των μέσων της δεκαετίας τού 1980 και τού 2008 το διαθέσιμο εισόδημα του πλουσιότερου 10% στην Ευρώπη αυξήθηκε με τριπλάσιο ρυθμό από όσο του φτωχότερου 10%, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ. Όσο οι μισθοί γίνονταν πιο άνισοι, τόσο οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων πολώνονταν: οι πλούσιοι στήριζαν το status quo, οι φτωχοί περνούσαν απέναντι.
Όμως, η πόλωση στην κοινή γνώμη γεννά πολυδιάσπαση στα κοινοβούλια. Παράλληλα, οι αξίες των κατοίκων των πόλεων διαφοροποιούνταν ακόμη περισσότερο από των επαρχιωτών. Οι αντιθέσεις αυτές δημιουργούν μικρά σύνολα ψηφοφόρων στα οποία απευθύνονται τα μικρότερα κόμματα.
Ασφαλώς δε, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει και την διαβρωτική επίδραση του μεταναστευτικού προβλήματος, καθώς και την σύνδεσή του με την ανασφάλεια που προκαλεί η τυφλή τρομοκρατία.
Τέλος, σημαντικό ρόλο στην πολυδιάσπαση παίζει και η καταρρέουσα κομματική νομιμοφροσύνη. Για παράδειγμα, στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, την δεκαετία τού 1960 το 30% των Βέλγων και των Ολλανδών ήταν μέλη μεγάλου πολιτικού κόμματος. Σήμερα είναι ζήτημα αν το ίδιο ισχύει για το μισό.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η πολιτική πολυδιάσπαση στην Ευρώπη είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, μέσα από το οποίο θα ξεπηδήσουν και οι νέες αδρές τάσεις των πολιτικών στον 21ο αιώνα. Τάσεις οι οποίες κάθε άλλο παρά αναλυτική επιπολαιότητα υπαγορεύουν.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.