Όπως είναι γνωστό από τη φορολογία εισοδήματος Φυσικών και Νομικών Προσώπων, εφόσον υπάρχουν κέρδη στην επιχείρηση και ως εκ τούτου προκύπτει καταβλητέος φόρος, προβλέπεται προκαταβολή φόρου για το επόμενο έτος 100%. Δηλαδή, οι επιχειρήσεις προκαταβάλλουν για το επόμενο έτος το 100% του φόρου που προκύπτει κατά το τρέχον φορολογικό έτος.
Η προκαταβολή συμψηφίζεται με τον φόρο που θα προκύψει το επόμενο έτος.
Για παράδειγμα, μία επιχείρηση θα υποβάλει τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέχρι 30/06/2019 και θα πληρώσει σε δόσεις από τον Ιούλιο του 2019 μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2019 τον φόρο που αναλογεί στα κέρδη του 2018 και επιπλέον, το ίδιο ποσό σαν προκαταβολή φόρου για τα κέρδη του 2019.
Συμπεραίνεται από τα προαναφερθέντα ότι η φορολογική αρχή θεωρεί πως τα κέρδη του 2019 θα είναι όσα και του 2018.
Αυτή η αισιόδοξη «οπτική» εντείνει τα προβλήματα ρευστότητας των επιχειρήσεων, που σε συνδυασμό με την κατάσταση της οικονομίας και την «πολιτική» των τραπεζών έχει ως αποτέλεσμα την αποθάρρυνση ίδρυσης νέων επιχειρήσεων και κατά συνέπεια και επενδύσεων, καθώς και το γεγονός ότι καθιστά τις επιχειρήσεις που εδρεύουν στη Ελλάδα λιγότερο ανταγωνιστικές.
Η εφαρμογή αυτού του μέτρου έχει τα μέγιστα ταλαιπωρήσει τον επιχειρηματικό κόσμο στις σημερινές άκρως ανταγωνιστικές συνθήκες που επικρατούν, με δυσμενή αποτελέσματα για την οικονομία γενικότερα. Κι αυτό γιατί η διαρκώς φθίνουσα πορεία της επιχειρηματικής δραστηριότητας οδηγεί σε μείωση των εσόδων, κατά συνέπεια και των φόρων που εισπράττονται από το Δημόσιο καθώς και σε μείωση της απασχόλησης, η οποία οδηγεί σε μείωση ασφαλιστικών εισφορών και μείωση κρατικών εσόδων που προκύπτουν από τα μειωμένα εισοδήματα των φυσικών προσώπων, καθώς και από την αύξηση των δαπανών κοινωνικών επιδομάτων και δαπανών υγείας.
Βεβαίως υπάρχουν και διατάξεις που έχουν ως σκοπό την ενίσχυση των νέων επιχειρήσεων (μείωση προκαταβολής φόρου στα τρία πρώτα έτη, καθώς και μείωση της προκαταβολής εφόσον υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις για την μείωση του τζίρου), τα κίνητρα αυτά όμως δεν επαρκούν και κατά συνέπεια δεν συμβάλλουν στην αύξηση της επιχειρηματικότητας. Αναφέρεται δε, πως η προκαταβολή φόρου είναι ένα ακόμα μέτρο το οποίο δεν συμβάλλει θετικά στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων.
Με την εφαρμογή της τήρησης ηλεκτρονικών βιβλίων, οι φορολογικές αρχές θα μπορούν, χωρίς να υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις, να προσδιορίζουν τα κρατικά έσοδα από τον φόρο εισοδήματος για τη σύνταξη των δικών τους καταστάσεων και του κρατικού προϋπολογισμού. Κατά συνέπεια, ο προσδιορισμός του κέρδους των επιχειρήσεων και του αναλογούντος φόρου με τα νέα εργαλεία (ηλεκτρονικά βιβλία) θα δύναται να προσδιοριστεί στις 31/12 κάθε έτους, με μεγάλη προσέγγιση ως αναφέρθηκε ανωτέρω. Ως εκ τούτου και η καταβολή αυτού θα μπορεί να ξεκινά από το τέλος του πρώτου μήνα του επόμενου έτους, με αποτέλεσμα να εισπράττεται ο φόρος έξι μήνες νωρίτερα. Τυχόν διαφορές που θα προκύψουν κατά τον οριστικό προσδιορισμό του φόρου θα τακτοποιούνται με την υποβολή φορολογικής δήλωσης.
Τέλος, θέλω να αναφέρω πως για να αναπτυχθεί ο επιχειρηματικός κλάδος και να ανακάμψει η οικονομία, θα πρέπει να απελευθερωθούν πόροι και με δεδομένη τη δυσπραγία της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από τις τράπεζες, η κατάργηση της προκαταβολής φόρου θα απελευθερώσει πόρους για επενδύσεις.
* Ο Νικόλαος Κυριακόπουλος είναι Πρόεδρος του Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.