Πριν ξεκινήσουμε να μιλάμε για την πολιτική που θα πρέπει να ακολουθήσουμε στην αγορά ακινήτων, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα, προκειμένου να αποφύγουμε ιδεοληψίες και παρανοήσεις.
Πρώτον, ακίνητα δεν έχουν μόνο οι πλούσιοι αλλά και πολλοί από τους φτωχότερους των συμπολιτών μας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός νοικοκυριού που διαθέτει ένα σπίτι στην Αθήνα και ένα στο χωριό του, έχοντας έτσι μια περιουσία που αποτιμάται στις 150-200 χιλιάδες ευρώ. Και αν περάσουμε στην «πρώην μεσαία τάξη», θα βρούμε σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά με χαμηλά πλέον εισοδήματα, αλλά με αρκετά ακίνητα ανά οικογένεια που ρημάζουν αναξιοποίητα, αλλά ταυτόχρονα επιβαρύνουν τους ιδιοκτήτες τους με βαρύτατους φόρους.
Δεύτερον, το ποσοστό ιδιοκατοίκησης των ελληνικών νοικοκυριών είναι ίσως το υψηλότερο στην Ευρώπη, ενώ σε ακίνητα είναι τοποθετημένο το μεγαλύτερο ποσοστό του πλούτου των συμπολιτών μας, σε αντίθεση με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, όπου εκεί υπάρχουν πολύ σημαντικότερα ποσοστά επενδύσεων σε καταθέσεις, σε ομόλογα και σε μετοχές.
Τρίτον, οι επενδύσεις στην αγορά των ακινήτων τροφοδοτούν τις εργασίες πολλών βιομηχανικών κλάδων (π.χ. τσιμεντοβιομηχανίες, μεταλλουργίες, μεταλλικές κατασκευές, δομικά υλικά, βιομηχανίες ξύλου) και περισσότερων από εκατό ελεύθερων επαγγελμάτων.
Και τέταρτον, σήμερα εκτιμάται ότι υπάρχουν πάνω από εκατό χιλιάδες «άδειες» κατοικίες, όταν η πτώση των τιμών των σπιτιών είναι τέτοια έτσι ώστε να είναι αμφίβολο για το αν συμφέρει κάποιον να ξεκινήσει την κατασκευή νέων κατοικιών (τον συμφέρει να αγοράσει παλαιό ακίνητο).
Μέσα λοιπόν σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση, έχει πολύ μεγάλη σημασία για τα περισσότερα νοικοκυριά της χώρας να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις, έτσι ώστε να αυξηθούν οι τιμές των κατοικιών τους, να ανεβούν τα ενοίκια που εισπράττουν, αλλά και να χτιστούν νέα ακίνητα.
Αν για παράδειγμα οι τιμές των ακινήτων αυξηθούν κατά 20%, τότε η περιουσία ενός σχετικά «φτωχού» νοικοκυριού που διαθέτει δύο σπίτια σημερινής αξίας 150.000 ευρώ θα ανεβεί στις 180.000 ευρώ. Δηλαδή το φτωχό αυτό νοικοκυριό θα «κερδίσει» επιπλέον 30.000 ευρώ, ποσό που πιθανότατα δεν θα μπορούσε να αποταμιεύσει μέσα από την πολυετή εργασία του.
Αν το ίδιο νοικοκυριό, που π.χ. έχει ετήσιο εισόδημα 20.000 ευρώ, καταφέρει να εισπράττει ενοικιάζοντας τη δεύτερη κατοικία του 2.000 ή 3.000 ευρώ τον χρόνο, τότε επιτυγχάνει αύξηση εισοδήματος κατά 10% ή 15%!
Αν, τέλος, αρχίσουν εκ νέου να χτίζονται ακίνητα, τότε θα προκύψει πλήθος νέων θέσεων εργασίας σε όλο σχεδόν το φάσμα της οικονομίας μας, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τα φτωχά και τα μεσαία εισοδήματα.
Άρα λοιπόν τα ακίνητα που σήμερα σε μεγάλο βαθμό αποτελούν «βάρος» για τα νοικοκυριά λόγω των εξόδων τους και της απίστευτης υπερφορολόγησής τους, θα μπορούσαν να μετατραπούν σε «κρυμμένο θησαυρό» για ολόκληρη την οικονομία μας.
Πώς λοιπόν θα μπορούσαν να γίνουν όλα αυτά;
• Πρώτο μέλημά μας είναι να καταφέρουμε να συνεχίσουμε και να ενδυναμώσουμε εργαλεία όπως η «χρυσή βίζα» και το Airbnb, γιατί μέσα από αυτά επιτυγχάνουμε να προσελκύσουμε πολύ σημαντικό εισόδημα στη χώρα μας, το οποίο παράγεται ουσιαστικά στο εξωτερικό.
Ειδικά σε ό,τι αφορά το Airbnb, με φοβίζει η μαζική στροφή των Ελλήνων που παρατηρείται κατά καιρούς σε διάφορες δραστηριότητες (από τα video-clubs της δεκαετίας του 1980, στις ΕΛΔΕ του 1999, στα φωτοβολταϊκά πάρκα πρόσφατα και στο Airbnb τώρα), ωστόσο πιστεύω ότι σε βάθος χρόνου μπορεί να προσφέρει τα μέγιστα στην ελληνική οικονομία.
Ορισμένοι, βάλλουν εναντίον του Airbnb, με την αιτιολογία ότι ανεβάζει τα ενοίκια των σπιτιών και τα καθιστά ενδεχομένως απαγορευτικά για συγκεκριμένες κατηγορίες συμπολιτών μας (π.χ. φοιτητές, μετατιθέμενοι δημόσιοι υπάλληλοι). Θεωρώ πως με τέτοιες λογικές, βγάζουμε τα μάτια μας με τα ίδια μας τα χέρια. Πρώτον, γιατί τα οφέλη που αποκομίζουμε είναι απείρως πολλαπλάσια και δεύτερον, διότι τα όποια τυχόν προβλήματα θα μπορούσαν να αμβλυνθούν μέσα από την παρέμβαση των Δήμων και άλλων φορέων και μακροπρόθεσμα θα αντιμετωπιστούν σίγουρα μέσα από τη διαδικασία της αγοράς, δηλαδή της προσφοράς και της ζήτησης.
• Το δεύτερο σημαντικότερο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να αναπτύξουμε και άλλα εργαλεία προσέλκυσης ξένων, προκειμένου να αποκτήσουν ελληνικά ακίνητα. Η προσέλκυση για πολύμηνη διαμονή στη χώρα μας ανθρώπων από χώρες με ψυχρό κλίμα αποτελεί ένα ρεαλιστικό μακροπρόθεσμο στόχο, με δεδομένα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Ελλάδας.
Είναι εφικτή επίσης η δημιουργία έξυπνων φορολογικών κινήτρων, κάτι που θα μπορούσε να προσελκύσει στη χώρα μας πολυεθνικούς επιχειρηματικούς ομίλους, προκειμένου να μεταφέρουν σ’ εμάς τις περιφερειακές τους διευθύνσεις. Ο υποφαινόμενος έχει πολλές φορές αρθρογραφήσει εμπεριστατωμένα γύρω από τα συγκεκριμένα ζητήματα και το πώς αντιμετωπίζονται από τις άλλες ανταγωνιστικές μας χώρες.
• Το τρίτο μέτρο είναι και το προφανέστερο: Μείωση της φορολογίας στα ακίνητα. Μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις έχουν «ξεζουμίσει» τους ιδιοκτήτες ακινήτων, γιατί απλά τα… ακίνητα δεν κινούνται και δεν μπορούν να ξεφύγουν από τη δαγκάνα του Υπουργείου Οικονομικών. Αν λοιπόν κάτι τέτοιο έγινε από τις κυβερνήσεις αναγκαστικά επειδή υπήρξε άμεση ανάγκη είσπραξης υψηλών εσόδων, σήμερα, που θεωρητικά ο φορολογικός μηχανισμός έχει «αγριέψει» (π.χ. βλέπε επικείμενο περιουσιολόγιο, κατασχέσεις τραπεζικών λογαριασμών, αναβάθμιση μηχανογράφησης κ.λπ.), έχει έρθει η ώρα να αποκατασταθεί η στρέβλωση της υπερφορολόγησης στα ακίνητα.
• Και τέλος, ώθηση στις τιμές των ακινήτων θα δώσει και η γενικότερη ανάπτυξη της οικονομίας. Όσο περισσότερες επενδύσεις προσελκύονται, όσο η ζήτηση για τουριστικούς χώρους ανεβαίνει, όσο οι υποδομές μας αναπτύσσονται, τόσο περισσότερο θα τονώνεται και η οικοδομική δραστηριότητα στη χώρα μας.
Συμπερασματικά, θα έλεγα πως -μακριά από ιδεοληψίες του παρελθόντος- η αγορά ακινήτων μπορεί να αποτελέσει για μια ακόμη φορά κινητήριο μοχλό για την ανάπτυξη της οικονομίας μας, αλλά και για την ταχεία αύξηση του πλούτου ΟΛΩΝ των νοικοκυριών, των πλούσιων, των μεσαίων και των φτωχότερων.
Μέσα από έξυπνους φορολογικούς χειρισμούς και πολιτική βούληση, θα μπορούσαμε να πετύχουμε πολλά και σημαντικά πράγματα.
* Ο κ. Αλέξανδρος Μωραϊτάκης είναι πρώην Βουλευτής ΝΔ Α' Αθηνών.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.