Η εποχή της παγκοσμιοποίησης είναι ξεκάθαρα η εποχή των πολυεθνικών επιχειρήσεων (1). Η παγκοσμιοποίηση (2) είναι ουσιαστικά η επέκταση των δραστηριοτήτων των μεγάλων επιχειρήσεων σχεδόν σε πλανητικά όρια.
Η παγκοσμιοποίηση συνέβαλε στη διόγκωση της πόλωσης τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του συνόλου σχεδόν των χωρών του πλανήτη. Στο εσωτερικό της κάθε χώρας, η πόλωση δημιουργείται κυρίως λόγω των αποκλίσεων μεταξύ των υψηλών και χαμηλών εισοδημάτων.
Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τις οικονομίες κλίμακας, την τεχνολογική τους υπεροχή και τη γνώση της διεθνούς αγοράς. Μέσω της διεθνοποίησης επιτυγχάνεται η μείωση του κόστους, η εκμετάλλευση των συνεργιών που σχετίζονται με τις δραστηριότητές τους, αλλά και ο έλεγχος της πελατείας. Η συνεχής προσπάθεια των πολυεθνικών επιχειρήσεων να διεισδύσουν στις παγκόσμιες αγορές, μέσω των διαφόρων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνδυασμό με τη μείωση των εμποδίων στην κυκλοφορία των αγαθών, των υπηρεσιών και του χρήματος, οδήγησαν την παγκόσμια οικονομία σε μια ενιαία αγορά χρήματος και κεφαλαίων, της οποίας οι εξελίξεις επηρεάζουν την οικονομία της κάθε χώρας.
Φαίνεται ότι η σημερινή κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας με τη δράση των πολυεθνικών επιχειρήσεων έχει φτάσει στα όρια των «επιτρεπόμενων» ανισορροπιών, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην κοινωνική κρίση του πλανήτη.
Ειδικότερα η παγκοσμιοποίηση των πολυεθνικών κεφαλαίων οδηγεί στην αύξηση της απόδοσης των επενδύσεων, με μια παράλληλη συμπίεση των μισθών αλλά και του επιπέδου των ίδιων των επενδύσεων.
Εξάλλου, οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης συρρικνώνουν τις δημόσιες δαπάνες μέσω της μείωσης της φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών και των υψηλών εισοδημάτων.
Τα κράτη όχι μόνο δεν μπορούν να παρέμβουν προκειμένου να περιορίσουν την ισχύ των πολυεθνικών επιχειρήσεων, αλλά συγχρόνως υιοθετούν πολιτικές που επιδεινώνουν την οικονομική τους κατάσταση. Στην περίπτωση που ορισμένες κυβερνήσεις είναι αναγκασμένες να αντισταθμίσουν τη μείωση των φορολογικών εσόδων με την αύξηση του δημόσιου χρέους, έχουμε τη λεγόμενη «φορολογική κρίση των κρατών», η οποία σε συνδυασμό με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, μειώνει τις θέσεις εργασίας του δημόσιου τομέα και επιταχύνει τις ιδιωτικοποιήσεις και την αποδιοργάνωση των εργασιακών σχέσεων.
Οι μεγάλες πολυεθνικές εκμεταλλεύτηκαν τις εκάστοτε οικονομικές συγκυρίες, επενδύοντας τα κεφάλαιά τους σε χώρες που τους παρείχαν τους πλέον ευνοϊκούς όρους ανάπτυξης. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και της πληροφορικής, οι νέες μορφές οργάνωσης και παραγωγής, η ραγδαία ανάπτυξη των χρηματαγορών κάθε άλλο παρά συνέβαλαν στην οικονομική ανάκαμψη και στη βελτίωση των συνθηκών ζωής των χωρών αυτών. Αντίθετα η ανεξέλεγκτη μετακίνηση του κεφαλαίου δημιούργησε μια κοινωνία άνιση και κυριολεκτικά «βάρβαρη».
Μπορούμε τώρα να προβούμε σε ένα σχετικό απολογισμό όλων αυτών των εξελίξεων, με τη βοήθεια συγκεκριμένων εμπειρικών μελετών. Πρόσφατη μελέτη από το ΔΝΤ (3) δείχνει πως τα τελευταία χρόνια οι μεγάλες πολυεθνικές όχι μόνο μειώνουν το μερίδιο των κερδών τους που προορίζονται για τους εργαζόμενους (4) αλλά μειώνουν και το αντίστοιχο μερίδιο που προορίζεται για επενδύσεις (5). Οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις αυξάνουν τα κέρδη τους καταβάλλοντας όλο και λιγότερη προσπάθεια. Μειώνουν τον υπάρχοντα ισχνό ανταγωνισμό, κυρίως μέσω των εξαγορών και συγχωνεύσεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι το κυρίαρχο αρτικόλεξο-σύμβολο της εποχής μας, το WWW (World Wide Web) παραφράζεται πλέον σε Wild Wild West του καπιταλισμού.
Η αυξανόμενη οικονομική δύναμη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων -από τις φαρμακευτικές μέχρι της υψηλής τεχνολογίας- έχουν συγκεντρώσει τεράστια οικονομική δύναμη μέσω της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στα χέρια λίγων επιχειρήσεων.
Μάλιστα, στις αναπτυγμένες οικονομίες, η συνεχώς αυξάνουσα δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων συνοδεύεται από χαμηλότερες επενδύσεις παρά την παρατηρούμενη αύξηση των εταιρικών κερδών, αλλά και από ασθενή παραγωγικότητα (σαφέστατα συναρτώμενη με το χαμηλό ύψος των επενδύσεων) και από αυξανόμενους ρυθμούς μείωσης του μεριδίου του εισοδήματος που πηγαίνει στους εργαζόμενους ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η γραφική παράσταση (6) που ακολουθεί, αναδεικνύει με σαφήνεια δύο συγκεκριμένες εξελίξεις.
Πρώτη, τα markups (ο λόγος μεταξύ τιμής /οριακού κόστους , μ= P/MC) στις αναπτυγμένες οικονομίες έχει αυξηθεί σημαντικά από τη δεκαετία του 1980, περίπου 43,0% κατά μέσο όρο, με αυτή την τάση να παρουσιάζει αυξητικό ρυθμό την προηγούμενη δεκαετία (δηλαδή την περίοδο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης). Σχεδόν η μισή από την υπολογισθείσα αύξηση (19,3%) πραγματοποιήθηκε αυτή τη δεκαετία.
Δεύτερη, στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες, η παρατηρούμενη αύξηση των markups ήταν μικρότερη, περίπου 5,0% κατά μέσο όρο από τη δεκαετία του 1990.
Εξάλλου, σύμφωνα με τη μελέτη, τις αυξήσεις των markups οδηγούν, στις αναπτυγμένες οικονομίες, οι επιχειρήσεις-superstar, ενώ οι αυξήσεις των υπόλοιπων επιχειρήσεων είναι περισσότερο περιορισμένες. Τα παραπάνω παρατηρούνται σε όλους τους κλάδους της οικονομίας και όχι μόνο στους κλάδους της πληροφορικής και των επικοινωνιών, που θεωρούνται οι περισσότερο τεχνολογικά πρωτοπόροι.
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η συσχέτιση μεταξύ του βαθμού αύξησης της συγκέντρωσης- δύναμης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και του επιπέδου των επενδύσεων που οι ίδιες πραγματοποιούν.
Σύμφωνα με τη μελέτη, τα πρώτα χρόνια αύξησης των markups συνοδεύτηκαν με αντίστοιχη αύξηση των επενδύσεων, αλλά αυτή η σχέση έγινε αρνητική, με τη συνεχιζόμενη αύξηση της δύναμης των πολυεθνικών. Παράλληλα διαπιστώνεται έλλειμμα στην εφαρμογή καινοτομιών στην παραγωγή.
Ένα ακόμη στοιχείο που απορρέει από τη μελέτη είναι ότι τα τελευταία 15 χρόνια, το μερίδιο του ΑΕΠ που πηγαίνει στους εργαζόμενους (στις ΗΠΑ) μειώθηκε από 65% σε 58%. Δηλαδή κάθε χρόνο, στα 100 δολάρια ΑΕΠ, οι επιχειρηματίες κερδίζουν μισό δολάριο σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.
Εμποτισμένο από την ιδεοληπτική έμμονη ιδέα της μετανάστευσης (τονίζω την ιδεοληπτική σύλληψη της ιδέας για να την αντιπαραθέσω με την πραγματικότητα του υπαρκτού προβλήματος της μεγαλύτερης σε μέγεθος μετανάστευσης στην ιστορία του πλανήτη), το 99,0% των κατοίκων της Δύσης που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες δεν αντιλαμβάνονται ότι τις τελευταίες δεκαετίες το μεγάλο κεφάλαιο έχει βάλει βαθιά το χέρι του στις τσέπες τους.
Μάλιστα τα τελευταία 5-6 χρόνια, το μεγάλο κεφάλαιο έχει γίνει πιο αρπακτικό, μεγεθύνοντας τις ανισότητες και δημιουργώντας τεράστια εμπόδια στη μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας.
* Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, πρόεδρος του ομίλου Κοινωνικού Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης
[1] Κώστας Μελάς, «Σύγχρονες Κρίσεις του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Συστήματος», Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη, Νοέμβριος 2011.
[1] Τα ζητήματα αυτά έχουν αναπτυχθεί εκτενώς από τον συγγραφέα στα: Κ. Μελάς, Παγκοσμιοποίηση. Εξάντας 1999 και Κ. Μελάς - Γ. Πολλάλης, Παγκοσμιοποίηση και Πολυεθνικές Επιχειρήσεις. Παπαζήση 2005.
[2] Federico J. Díez, Daniel Leigh, and Suchanan Tambunlertchai, Global Market Power and its Macroeconomic Implications, Working paper 18/ 137, IMF, June 2018.
[3] Autor D., D. Dorn, L. Katz, C. Patterson, and J. Van Reenen, 2017, “The Fall of the Labor
Share and the Rise of Superstar Firms,” NBER Working Paper No. 23396.
[4] Aghion, P., N. Bloom, R. Blundell, R. Griffith, and P. Howitt, 2005, “Competition and
Innovation: an Inverted-U Relation,” The Quarterly Journal of Economics, 120(2): 701-28.
[5] Federico J. Díez, Daniel Leigh, and Suchanan Tambunlertchai, Global Market Power and its Macroeconomic Implications, Working paper 18/137, IMF, June 2018.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.