Οι εκλογές που θα διεξαχθούν κάποια στιγμή του 2019, από ό,τι φαίνεται, θα επιφέρουν κυβερνητική αλλαγή. Κατά τη διάρκεια της κρίσης είχαμε αρκετές και ποικίλες κυβερνήσεις, οι οποίες δεν κατάφεραν να οδηγήσουν τη χώρα μακριά από τον κίνδυνο οριστικής απομάκρυνσης από την ΕΕ (που μόνο αδικαιολόγητος δεν είναι).
Μάλλον κοιτάζουμε σε λάθος κατεύθυνση. Η προσοχή μας επικεντρώνεται τόσα χρόνια στην οικονομία, όταν το μεγαλύτερο έλλειμμα της χώρας παραμένει πολιτικό. Αν οι θεσμοί μας δούλευαν επαρκώς, κάποιος θα εμπόδιζε την κυβέρνηση Καραμανλή να δανειστεί 150 δισ. ευρώ σε μία πενταετία. Κάποιος πολιτικός θα είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου· κάποιοι δημοσιογράφοι θα είχαν ανακαλύψει την είδηση της χρεοκοπίας της χώρας πριν την επίσημη αναγγελία της. Αντ’ αυτού παρακολουθούμε ανούσιες κοκορομαχίες, με αποτέλεσμα να επικρατεί απογοήτευση και η λογική «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».
Η εξαχρείωση του δημόσιου λόγου
Ο δημόσιος πολιτικός λόγος έχει κατέβει στα χαμηλότερα επίπεδα και δεν δείχνει να έχει φτάσει στον πάτο. Στη Βουλή ακούγονται όλο και πιο συχνά κραυγές και ύβρεις. Η δημοσιογράφος Μαρία Κατσουνάκη επισημαίνει: «Όταν οι "αγανακτισμένοι" από τις πλατείες εγκαθίστανται στα έδρανα του Κοινοβουλίου, απαξιώνεται συνολικά η πολιτική... η ταύτιση με το χειρότερο εκτονώνει και την ίδια στιγμή μειώνει τις αναμονές για το καλύτερο... οι "εντάσεις" μειώνουν τις προσδοκίες, υποθηκεύουν το μέλλον». («Ο μαύρος καθρέφτης», Καθημερινή, 15/12/2018).
Η αξιωματική αντιπολίτευση παρομοιάζει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σαν μια «εγκληματική συμμορία», η οποία έχει στόχο την κατάλυση της δημοκρατίας και την εγκαθίδρυση δικτατορίας τύπου Μαδούρο, γιατί δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας εσμός από εθνικούς προδότες που θέλουν να «ξεπουλήσουν τη Μακεδονία» και είναι οι «ηθικοί αυτουργοί της εγχώριας τρομοκρατίας». Η κυβέρνηση αντιστοίχως κατηγορεί την αξιωματική αντιπολίτευση -η οποία έχει για αρχηγό κάποιον «Κούλη»- σαν «το παλιό διεφθαρμένο σύστημα» που ξεπούλησε τη χώρα στους ξένους και εξυπηρετεί -με το αζημίωτο- ντόπια κατεστημένα συμφέροντα.
Η Βουλή και οι ομοούσιες εξουσίες
Η σημερινή Βουλή δεν είναι μια αναλογική εικόνα της κοινωνίας που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί. Αντιπροσωπεύει τις προτιμήσεις όσων ψηφίζουν -και είναι όλο και λιγότεροι- ανάμεσα σε μια δεξαμενή υποψηφίων που έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η ελληνική Βουλή κυριαρχείται από ανεπάγγελτους επαγγελματίες πολιτικούς. Όπως σωστά περιγράφει ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης: «Μετρήστε πόσοι πολιτικοί απ' όλες τις παρατάξεις είχαν διακριθεί στον επαγγελματικό στίβο προτού να αφοσιωθούν στα κοινά. Δείτε το και αντίστροφα. Ποιος άνθρωπος, ο οποίος κάνει μια δουλειά της προκοπής, θα την εγκαταλείψει προκειμένου να περιφέρεται στις τηλεοράσεις, στα ραδιόφωνα, σε κηδείες και σε γάμους και να μαζεύει ψηφαλάκια; Για να γίνεις πολιτικός σήμερα στην Ελλάδα πρέπει είτε να δονείσαι από κάποιο όραμα, κοινωνικό ή εθνικό (πόσες όμως τόσο ρομαντικές ψυχές ζουν ανάμεσά μας;), είτε να εμφορείσαι από αριβισμό, είτε να μη σου "κάθεται" τίποτα καλύτερο σε κανέναν τομέα... Αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια και αν αμφιβάλλετε, ρίξτε ένα βλέμμα στη Βουλή μας» («Ζωάρα», Capital.gr, 28/12/18).
Η νομοθετική εξουσία βρίσκεται στα χέρια αυτών των ανθρώπων χωρίς τις ελάχιστες θεσμικές δικλείδες ασφαλείας. Το ίδιο και η εκτελεστική εξουσία, καθώς σε κάθε (ογκώδη) κυβέρνηση «υπουργοποιούνται» περισσότεροι από τους μισούς βουλευτές του εκάστοτε επικρατούντος κόμματος. Απομένει η δικαστική εξουσία, η οποία όμως δεν μπορεί, αλλά ούτε και πρέπει, να καλύψει ένα κενό που δεν της αναλογεί. Ούτε έχει να επιδείξει την αποτελεσματικότητά της αλλά ούτε και την ανεξάρτητη λειτουργία της.
Η δικαστική επίλυση πολιτικών ή δημοσιονομικών θεμάτων δεν είναι η λύση που χρειαζόμαστε. Όπως ανέφερε και ο αείμνηστος Σταύρος Τσακυράκης, «έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση μέσα στην οποία η δικαστική εξουσία διεκδικεί ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο. Από μία άποψη είναι, βεβαίως, ειρωνικό ότι η πλέον αποτυχημένη κρατική λειτουργία αναδεικνύεται σε αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα... η δικαστική εξουσία θεωρεί ότι έχει την αρμοδιότητα να καθορίζει το μισθολόγιο του Δημοσίου και κατ’ επέκταση ένα μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας. Φυσικά, από καμία συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει η δικαιοδοσία της να καθορίζει τους μισθούς και τις συντάξεις του Δημοσίου. Έχει "υφαρπάξει" αυτή την αρμοδιότητα και το έχει κάνει με τρόπο αυθαίρετο και προκλητικό».
Δεν υπάρχει θεραπεία χωρίς εγχείρηση
Έχουμε συνεπώς φτάσει στο σημείο, οι εξουσίες που θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους να διαπλέκονται, να αλληλοεπηρεάζονται και να τροφοδοτούν διαδοχικά με προσωπικό η μία την άλλη. Θα ήταν όλα καλύτερα, αν οι υπουργοί δεν ήταν βουλευτές. Θα αποκαθίστατο η ισορροπία ελέγχου-ελεγχόμενου και θα έχαναν το ενδιαφέρον να ασχοληθούν με το «βουλευτιλίκι» αρκετά φαιδρά πρόσωπα που κάθονται σε υπουργικές καρέκλες (δυστυχώς δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα σταματήσουν να ψηφίζονται μαζικά).
Θα μπορούσε εύκολα το κυβερνητικό συμβούλιο να μειωθεί κατά 2/3 και να σταματήσουμε να έχουμε 50+ υπουργούς, όταν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες διαθέτουν περίπου 15. Θα ήταν καλύτερη η Δικαιοσύνη, αν δεν επιτρεπόταν σε δικαστικούς (αλλά και ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους) η απασχόληση για κάποια χρόνια μετά τη συνταξιοδότηση. Καμία κα Θάνου δεν θα διοριζόταν σύμβουλος πρωθυπουργού και μετέπειτα επικεφαλής ανεξάρτητης Αρχής αφού απέτυχε να νομοθετήσει την αναβολή της συνταξιοδότησής της. Συχνά οι θεσμοί καθορίζουν την ποιότητα του πολιτικού προσωπικού και όχι το αντίθετο. Δυστυχώς, αυτό που ζητάμε είναι να αυτοακρωτηριαστούν αυτοί που δεν πιστεύουν σε όλες αυτές τις λύσεις.
Η υπέρβαση του κοινού παρονομαστή
Βαδίζουμε επί ξυρού ακμής, γιατί οι αιτίες της κρίσης και η αδυναμία υπέρβασής της παραμένουν πολιτικές. Δεν είναι οικονομικό το κύριο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Ο οικονομικός πόνος είναι το αποτέλεσμα της χαμηλής ποιότητας της πολιτικής εξουσίας και της Δημοκρατίας.
Η σημερινή κυβέρνηση, ελλείψει προετοιμασίας και πραγματοποιήσιμων οραμάτων, μιμείται καθιερωμένες πρακτικές του παρελθόντος. Μοιράζει πανάκριβες προεκλογικές παροχές, προσπαθεί να ελέγξει όσους θεσμούς βρίσκονται εκτός κυβέρνησης, μεταθέτει προβλήματα στους επόμενους. Το ζητούμενο δεν είναι «να φύγουν όσο νωρίτερα γίνεται» αλλά αν θα μπορέσει κάποια μελλοντική κυβέρνηση να προκαλέσει θεσμικές τομές που θα θέσουν τη χώρα εκτός κινδύνου. Αυτό χρειάζεται ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, αλλά τα δείγματα δημόσιου λόγου δεν είναι ενθαρρυντικά.
Επείγει να βρεθεί ένας κοινός παρονομαστής (όχι ο ελάχιστος) συνεννόησης αντιπάλων που δεν θα θεωρεί ο ένας τον άλλο εχθρό. Η χώρα μετεωρίζεται εκτός χρηματοδοτικών Μνημονίων και εκτός αγορών. Κανένα μαξιλάρι δεν πρέπει να μας κοιμίσει, ξεχνώντας ότι ο κόσμος προχωράει χωρίς εμάς.
* Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ» (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη)
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.