Από τον Κάρολο Μαρξ, που προέβλεπε την κατάρρευση του καπιταλισμού, έως τον Γιόζεφ Σουμπέτερ, που θεωρούσε ότι οι καπιταλιστικές κρίσεις ήσαν στην ουσία αφετηρίες καινοτομίας γι αυτό και τις αποκαλούσε «δημιουργική καταστροφή», αμέτρητοι είναι οι οικονομολόγοι που αναλύουν και ψυχαναλύουν το φαινόμενο της οικονομικής κρίσεως.
Συνήθως δε το κάνουν βασιζόμενοι σε θεωρητικά οικονομικά εργαλεία, τα οποία συμβαίνει να μην λαμβάνουν πάντα υπ’ όψιν τους ανθρώπινες ψυχολογίες και συμπεριφορές ή και μικροτάσεις που συσσωρευόμενες μπορούν να επηρεάσουν οικονομικές λειτουργίες και τις πραγματικότητες που αυτές δημιουργούν.
Ένα λοιπόν από αυτά τα άϋλα φαινόμενα που επηρεάζουν την οικονομική ζωή και που σε μεγάλο βαθμό προκαλούν κρίσεις είναι αυτό που ένας σπουδαίος αλλά άγνωστος οικονομολόγος, ο Χάιμαν Μίνσκυ (1919-1996) αποκαλούσε «τύφλωση μπροστά στην καταστροφή». Κατά τον λευκορωσικής καταγωγής Αμερικανό καθηγητή του πανεπιστημίου Ουάσινγκτον στο Σαιντ-Λούις, οι χρηματοοικονομικές κρίσεις προκαλούνται από το γεγονός ότι σε περιόδους οικονομικής ευφορίας, όταν η ρευστότητα των επιχειρήσεων υπερέβαινε τις αποπληρωμές των χρεών τους, δημιουργείται η αποκαλούμενη κερδοσκοπική ευφορία, η οποία οδηγεί σε υπερβολικό δανεισμό, κυρίως για την αγορά ακινήτων, με αποτέλεσμα οι δανειζόμενοι να υπερδανείζονται πιστεύοντας ότι οι τιμές των ακινήτων τους θα τραβούν συνεχώς την ανηφόρα.
Όπως έγραφε ο Χ. Μίνσκυ στο βιβλίο του «Σταθεροποιώντας Μιαν Ασταθή Οικονομία», τις στιγμές της ευφορίας «οι Κασσάνδρες που δεν σταματούν να επισημαίνουν ότι τίποτε θεμελιώδες δεν έχει αλλάξει και ότι υπάρχει ένα οριακό σημείο ύστερα από το οποίο θα ακολουθήσει μια βαθιά χρηματοοικονομική ύφεση, αγνοούνται φυσικά υπό τέτοιες συνθήκες».
Ακόμα χειρότερα, όταν η φούσκα φθάνει στα ύψη ο Χ. Μίνσκυ έλεγε ότι «οι διάφοροι γκρινιάρηδες δεν έχουν στην διάθεσή τους μοδάτα έντυπα για να αποδείξουν την ισχύ των απόψεών τους», ενώ όσοι ανήκουν στο κατεστημένο αναπόφευκτα «αγνοούν επιχειρήματα που αντλούνται από μία μη συμβατική σχολή θεωρίας, ιστορίας και θεσμικής ανάλυσης».
Την κατάσταση αυτή –που οι οικονομολόγοι στις ΗΠΑ αποκαλούν στιγμή Μίνκσυ ή μοντέλο χρηματοοικονομικής αστάθειας– ο Γάλλος οικονομολόγος Αντρέ Ορλεάν πολύ εύστοχα χαρακτηρίζει ως «τύφλωση μπροστά στην καταστροφή». Οι οικονομολόγοι που εξετάζουν το φαινόμενο αυτό δέχονται ως υπόθεση εργασίας ότι, ο ανορθολογισμός σημαντικών παικτών της σε μία οικονομία, τους καθιστά ανίκανους να αντιληφθούν την επερχόμενη καταστροφή. Και το ερώτημα που τίθεται σε αυτή την νεοκεϋνσιανή προσέγγιση είναι αυτό των παραγόντων που δημιουργούν συνθήκες ανορθολογισμού –η απάντηση στο οποίο δεν είναι απλή.
Ένα, όμως, πράγμα είναι βέβαιο: Βασικός παράγοντας δημιουργίας και τροφοδοσίας ανορθόλογων συμπεριφορών και επιλογών είναι το κράτος και ο θεσμικός του ρόλος σε μία οικονομία. Κατά κύριο λόγο, όσο περισσότερη ανάμιξη έχει η κρατική εξουσία στην δημιουργία εκ του μηδενός χρήματος, και άρα πιστώσεων, τόσο πιο επιρρεπείς είναι οι δανειστές και δανειζόμενοι να παρασύρονται από ανορθόλογες συμπεριφορές –αμφότερες δε οι πλευρές, όπως υποστηρίζει και ο Χ. Μίνσκυ, για λόγους που έχουν σε μεγάλο βαθμό κερδοσκοπικό χαρακτήρα.
Στις καπιταλιστικές κοινωνίες, υποστήριζε ο Αμερικανός καθηγητής, το περιουσιακό στοιχείο -όπως το ακίνητο, για παράδειγμα- ανατιμάται μέσω του δανεισμού, ωθώντας όλους τους δανειολήπτες να αναλαμβάνουν μεγαλύτερα χρέη. Καθώς η ποσότητα των μη εξυπηρετήσιμων δανείων διογκώνεται, το σύστημα γίνεται ολοένα και πιο ώριμο για χρηματοοικονομική καταστροφή.
Γιατί; Διότι, μέσω των πιστώσεων, δημιουργείται μία φούσκα που, όταν σκάει, για να αποφευχθούν τα χειρότερα –που στην ουσία είναι η τιμωρία δανειστών και δανειοληπτών–, έρχεται το κράτος ή η κεντρική τράπεζα ως ύστατος δανειστής και παρέχει την αναγκαία χρηματοδότηση σε τράπεζες, επιχειρήσεις και ιδιώτες, ώστε να αναθερμανθεί η οικονομία και να αποφευχθεί ο αποπληθωρισμός. Αυτό, δηλαδή, που δεν συνέβη το 1930, έγινε το 2007 και το 2008 στις ΗΠΑ και επαναλαμβάνεται τώρα στην Ευρώπη.
Στις ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (Fed), αντί να αφήσει χιλιάδες τράπεζες και επιχειρήσεις να καταρρεύσουν όπως είχε γίνει το 1930, αντίθετα ενίσχυσε την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, έσωσε επιχειρήσεις και έστω πλημμελώς, μέσα από φοροελαφρύνσεις, προσπάθησε να τονώσει και την ζήτηση.
Στην Ευρώπη, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), υπό τις σημερινές συνθήκες, από ρυθμιστής της έκδοσης του ευρώ έχει μεταμορφωθεί σε θεματοφύλακα και ρυθμιστή της κυκλοφορίας του χρήματος στις ευρωπαϊκές οικονομίες, με κατεύθυνση όχι τόσο την πραγματική οικονομία αλλά τις εθνικές γραφειοκρατίες.
Εν ολίγοις, η ΕΚΤ δεν ενισχύει την ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας αλλά την αντίστοιχη του διατραπεζικού τομέα, με αποτέλεσμα την συσσώρευση υποχρεώσεων προς το ευρωσύστημα. Πρόκειται για μία νεοπαγή κεϋνσιανή τακτική, της οποίας τα μεσοπρόθεσμα αποτελέσματα είναι αβέβαια και σίγουρα εμπεριέχουν υψηλούς κινδύνους. Κίνδυνοι που εδράζονται στις θεσμικές και δομικές αδυναμίες της ευρωζώνης και στις μεγάλες ανταγωνιστικές αποκλίσεις μεταξύ των μελών της. Αν αυτές οι εγγενείς αδυναμίες δεν καταπολεμηθούν με βαθύτατες μεταρρυθμίσεις, αλλά και γερές ενέσεις ρευστότητας στον ευρωπαϊκό νότο, θα οδηγήσουν το επιβαρυμένο ευρωσύστημα σε μία νέα «παγίδα χρέους», η οποία θα είναι πλέον και οριστικά διαλυτική για την Ευρώπη.
Ευχή μας, έτσι, είναι η σημερινή σιωπηρή κρίση της ευρωζώνης, που συσκοτίζεται από άσχετα γεγονότα, όπως π.χ. οι διαδηλώσεις στη Γαλλία, να είναι μια μορφή «δημιουργικής καταστροφής», κατά Σουμπέτερ, παρά μία κατά Μίνσκυ «τύφλωση μπροστά στην καταστροφή»…
Τύφλωση εξάλλου που για κάποιους είναι και μέγα πολιτικό ζητούμενο...
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.