Ο 20ός αιώνας, σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, γέννησε τέρατα, τα οποία είχαν, όμως, ουκ ολίγα κοινά σημεία. Ο φασισμός, ο εθνικοσοσιαλισμός και ο υπαρκτός σοσιαλισμός αποτέλεσαν τις πιο γνήσιες εκφράσεις ενός κυνικού και αδυσώπητου ολοκληρωτισμού, πίσω από τον οποίο υπήρχαν πάντα καλές προθέσεις.
Τελικά, ο φασισμός και ο εθνικοσοσιαλισμός ηττήθηκαν στα πεδία των μαχών που οι ίδιοι προκάλεσαν, ο δε υπαρκτός σοσιαλισμός κατέρρευσε από τις εσωτερικές αντιφάσεις και βιαιότητές του, όχι χωρίς να αφήσει πίσω του περί τα 160 εκατομμύρια θύματα.
Μετά τις τραγικές εμπειρίες του 20ού αιώνα, από το 1989 και μετά, πολλοί διανοούμενοι και πολιτικοί πίστεψαν ότι η δημοκρατία έβγαινε νικήτρια και ισχυρή στην αντιπαράθεσή της με τον ολοκληρωτισμό και άρα η παγκόσμια εξάπλωσή της ήταν θέμα χρόνου.
Όντως, πολλοί από τους διανοούμενους αυτούς, όπως ο αείμνηστος Ζαν Φρανσουά Ρεβέλ (1924-2006) και ο Φράνσις Φουκουγιάμα, πίστεψαν ότι το τέλος του 20ού αιώνα άνοιγε την πόρτα στον φιλελευθερισμό και στην πολιτική δημοκρατία, δύο έννοιες που για πολλά χρόνια είχαν ποδοπατηθεί και κατασυκοφαντηθεί.
Ήδη από τον Δεκέμβριο 1989, ο τότε γενικός γραμματέας του Κ.Κ. Ιταλίας Ακίλε Οκέτο δήλωνε: «Στόχος μας δεν είναι πλέον το σοσιαλιστικό σύστημα με δημοκρατικά μέσα, αλλά η δημοκρατία καθοδηγούμενη από σοσιαλιστικά ιδεώδη». Αν η δήλωση αυτή δεν ήταν ανατροπή της μαρξιστικής διαλεκτικής, τότε πώς αλλιώς θα μπορούσε να ερμηνευθεί;
Την ίδια εποχή, τα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αναγνώριζαν τα πλεονεκτήματα της οικονομίας της αγοράς και ορισμένα από αυτά δήλωναν ότι υιοθετούν τον «φιλελεύθερο σοσιαλισμό», επικαλούμενα το περίφημο βιβλίο του Κάρλο Ροσέλι (1899-1937).
Πέρα από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ όμως, η κομμουνιστική Κίνα, η σοσιαλίζουσα Ινδία, η τριτοκοσμική Βραζιλία και οι δικτατορίες της Ασίας και της Αφρικής, έκαναν και αυτές στροφή προς την οικονομία της αγοράς και έως ένα βαθμό άνοιγαν μερικά... παραθυράκια στη δημοκρατία.
Το παγκόσμιο τοπίο άλλαξε ριζικά. Ετσι, στην παγκόσμια αγορά νέοι παίκτες έκαναν αισθητή την παρουσία τους, όχι χωρίς αξιώσεις και φιλοδοξίες. Η εξέλιξη αυτή είχε ως άμεση συνέπεια την ενίσχυση των παγκόσμιων κεφαλαιακών ροών, την τόνωση της παγκοσμιοποίησης, την επιτάχυνση των τεχνολογικών ανατροπών και τις βαθιές αλλαγές σ' όλες τις αγορές εργασίας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έτσι, οι τεράστιες αλλαγές στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, στις μορφές παραγωγής πλούτου και στις δομές τις απασχόλησης, άρχισαν να μεταβάλλουν και το διεθνές πολιτικό πεδίο. Οι αλλαγές, όμως, λόγω της ταχύτητάς τους, τροφοδοτούσαν πλέον τις δυνάμεις της ακινησίας. Στο μέτρο που η γνώση γινόταν συντελεστής παραγωγής πλούτου και αυτοαπελευθέρωσης, όπως θα έλεγε ο μεγάλος Καρλ Πόπερ (1902-1994), δυνάμεις της αμάθειας και του σκοταδισμού αποκτούσαν «πεδίον δόξης λαμπρόν».
Εθνικισμοί, θρησκοληψίες, λαϊκισμός, καταστροφολογίες και συνωμοσιολογίες άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στο διεθνές πεδίο, σε μια περίοδο όπου οι φιλελεύθερες δημοκρατίες υπέφεραν από δύο σοβαρές ασθένειες, το ψέμα και τη διαφθορά.
Η τεράστια διείσδυση της χρηματοοικονομίας στο παγκόσμιο οικονομικό γίγνεσθαι οδηγούσε στην ενίσχυση του κρατισμού στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, αρκετές από τις οποίες, τις εισοδηματικές απώλειες των πολιτών τους, λόγω διεθνούς αναδιανομής του πλούτου, άρχισαν και τις καλύπτουν με δανεικό χρήμα.
Προετοίμασαν έτσι το έδαφος για την κρίση του 2008, η οποία τελικά αποτέλεσε την αφετηρία για μια ισχυρή αμφισβήτηση της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης. Αμφισβήτηση, βέβαια, η οποία διακυβεύει και αυτά τα ίδια τα θεμέλια της δυτικού τύπου κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Σήμερα, λοιπόν, μετά μια σύντομη περίοδο «δημοκρατικής άνοιξης», το τοπίο για μια ακόμη φορά σκοτεινιάζει. Στον δυτικό κόσμο, η δημοκρατία πλήττεται από τον λαϊκισμό, την ψευδολογία και από προκλητικά φαινόμενα διαφθοράς. Στις ΗΠΑ, ο απομονωτισμός βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη και οι φιλελεύθερες ιδέες ξορκίζονται. Γενικά και αόριστα δε, στη Δύση οι ελίτ κατηγορούνται για όλα τα δεινά, αλλά κανείς δεν γνωρίζει από ποιους απαρτίζονται και με ποια κριτήρια κατηγοριοποιούνται.
Μέσω του Διαδικτύου επίσης, όχι λίγες φορές, οι δημοκρατικοί θεσμοί βάλλονται και κατασυκοφαντούνται, η δε κοινωνία των πολιτών κατακερματίζεται.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι νόμισμα με δύο όψεις: τη δημοκρατική και την αντιδημοκρατική. Όπως πολύ σωστά υπογράμμισε πρόσφατα και ο Παύλος Παπαδόπουλος, σειρά από πανεπιστημιακές έρευνες στις ΗΠΑ και στη Βρετανία απέδειξαν ότι ο σχεδιασμός των social media ενθάρρυνε τον κατακερματισμό των χρηστών σε αμέτρητους μικρόκοσμους ομοϊδεατών. Κάθε χρήστης προσφέρει θετική ανατροφοδότηση στους υπολοίπους που συγκροτούν τον ίδιο μικρόκοσμο.
Το αποτέλεσμα είναι να απολαμβάνουν όλοι την εγκεφαλική ευφορία (που γρήγορα εξελίσσεται σε εθισμό) της συνεχούς επιβεβαίωσης. Κάθε χρήστης κάνει retweet (στο Twitter) ή πατάει το κουμπί «μου αρέσει» στις αναρτήσεις και στα σχόλια των υπόλοιπων μελών του ίδιου μικρόκοσμου στο Facebook. Αν διαφωνεί, αν δεν ταιριάζει με τους άλλους, εμπλέκεται σε 2-3 καβγάδες και μετακινείται σε έναν «παράλληλο μικρόκοσμο».
Όλοι επιθυμούν τον μικρόκοσμό τους ομοιογενή και «καθαρό» από διαφωνίες, προκειμένου να αντλούν σε καθημερινή βάση εθιστική επιβεβαίωση χωρίς παρεμβολές.
Οι ομοϊδεάτες ανάγουν σε «αλήθεια» οποιαδήποτε δική τους παραδοξολογία (π.χ. «μας ψεκάζουν») μέσα από αλλεπάλληλες επιβεβαιώσεις (like, retweet). Χάρη σε αυτό τον μηχανισμό, η αλήθεια υποβιβάστηκε στο επίπεδο ενός αγελαίου φαινομένου. Απέκτησαν ψευδαίσθηση αλήθειας ακόμη και οι πιο εξτρεμιστικές απόψεις, ακόμα και οι πιο αστήρικτες θεωρίες συνωμοσίας, ακόμα και οι χειρότερες ανοησίες του καφενείου.
Επομένως, ο μοιραίος συνδυασμός της κρίσης και των social media εξηγεί γιατί ακόμα και οι πιο ακραίες ιδέες αποκτούν αναπάντεχη ανθεκτικότητα, γιατί η πόλωση επικρατεί ακόμα και για τα πιο επιστημονικώς αντικειμενικά ζητήματα (εμβολιασμός, αγορά ομολόγων, κλιματική αλλαγή κ.ά.) και γιατί οι αλήθειες του χθες υποχωρούν μπροστά στις αλήθειες των απατεώνων της πολιτικής.
Είναι φανερό ότι στην εποχή της ψηφιακής ενημέρωσης και της τεχνητής νοημοσύνης, κάποιοι έχουν μια «ρεβάνς» να πάρουν από την Ιστορία, στον αγώνα τους κατά της δημοκρατίας.
Θα τα καταφέρουν αυτή τη φορά; Αυτό είναι ένα κρίσιμο ερώτημα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.