Με την ανεργία να έχει χτυπήσει κόκκινο στη χώρα μας, τόσο γενικά, όσο και για τους νέους ειδικότερα, γεννιέται ένα εύλογο ερώτημα: Ποιος μπορεί να δημιουργήσει γρήγορα, πολλές θέσεις εργασίας στους διάφορους τομείς της ελληνικής οικονομίας και ιδιαίτερα για τη νέα γενιά που διαθέτει εφόδια; Οι υφιστάμενες μικρές ή μεγάλες εταιρίες ή οι νέες startups που θα δημιουργηθούν;
Υπάρχει μια κατηγορία επιχειρήσεων που σχετικά πρόσφατα έχει αρχίσει να κεντρίζει το ενδιαφέρον και να συμπεριλαμβάνεται σε στατιστικές μελέτες, παρόλο που μέχρι σήμερα δεν συγκεντρώνονταν αρκετά στοιχεία για αυτές σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι οι λεγόμενες High Growth, δηλαδή εταιρίες που εμφανίζουν συνεχόμενα υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Συνήθως είναι μικρομεσαίες, έχουν μέσο όρο ζωής 5+ χρόνια και αναπτύσσονται ραγδαία και επαναλαμβανόμενα κάθε χρόνο και για τουλάχιστον μια τριετία, επιτυγχάνοντας υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε κύκλο εργασιών και απασχόληση.
Μέχρι σήμερα συμπεριλαμβάνονταν στις αναλύσεις για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις γενικότερα, όμως σε όποιες χώρες μελετήθηκαν καλύτερα, αποδείχθηκε ότι είναι οι πρωταθλητές στη δημιουργία των νέων θέσεων εργασίας: το top 10% αυτών των εταιριών έχει τη δυναμική να δημιουργήσει σχεδόν το 50% των συνολικών νέων θέσεων εργασίας ετησίως.
Στην Ελλάδα τα φώτα της δημοσιότητας πέφτουν κυρίως είτε στις υπάρχουσες μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, είτε στα startups. Καμία, όμως, από αυτές τις κατηγορίες δεν μπορεί να δημιουργήσει άμεσα τον όγκο των θέσεων εργασίας που χρειάζεται η ελληνική οικονομία για να απορροφήσει 900.000 ανέργους, εκ των οποίων οι 200.000 είναι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Στη χώρα μας δημιουργούνται, κάθε χρόνο περίπου 40.000 επιχειρήσεις, αριθμός αρκετά μεγάλος σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στην πραγματικότητα, όμως, οι περισσότερες από αυτές όχι μόνο δεν θα εξελιχθούν σε high growth, αλλά δεν θα υπάρχουν μετά από 2-3 χρόνια ζωής, μιας και πρόκειται για μικρές ατομικές επιχειρήσεις, κυρίως στο χώρο της μαζικής εστίασης.
Τα startups από την άλλη είναι μια ενδιαφέρουσα κατηγορία, με περίπου 200 να δημιουργούνται κάθε χρόνο. Αναμφίβολα χρειάζονται και αποτελούν μια δεξαμενή από την οποία θα προκύψουν high growth εταιρίες. Μάλιστα πρόσφατα δημιουργήθηκαν και αρκετά επενδυτικά σχήματα με τη μορφή των Venture Capital, τα οποία σίγουρα θα βοηθήσουν την περαιτέρω ανάπτυξη του θεσμού των νεοφυών επιχειρήσεων.
Απλά οι startups από μόνες τους δεν αρκούν να σηκώσουν το βάρος της άμεσης δημιουργίας των νέων θέσεων εργασίας που χρειαζόμαστε σαν χώρα. Είναι λίγες, έχουν μικρό ποσοστό επιβίωσης και όσες τα καταφέρουν ίσως εξελιχθούν μετά από 2-3 χρόνια σε high growth.
Το 2015 η Endeavor είχε δημοσιεύσει μια έρευνα που υπολόγιζε τις υπάρχουσες high growth εταιρίες στην Ελλάδα σε περίπου 3.000, εκ των οποίων οι περισσότερες ήταν ακόμη μικρομεσαίες. Μιλάμε λοιπόν για μια υπάρχουσα, μεγάλη δεξαμενή εταιριών, που έχουν ξεπεράσει τις «παιδικές ασθένειες» των startups και είναι έτοιμες για ραγδαία ανάπτυξη.
Βέβαια, το οξύμωρο είναι ότι ελάχιστα ασχολούμαστε με αυτές τις εταιρίες γιατί δεν ανήκουν στην fancy κατηγορία των τεχνολογικών startups μιας και συνήθως δραστηριοποιούνται σε πιο παραδοσιακούς κλάδους, εκτός της τεχνολογίας. Οπότε κινούνται εκτός του ραντάρ, τόσο των μέσων ενημέρωσης όσο και των χρηματοδοτικών εργαλείων-επενδυτών.
Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας μας όμως είναι κυρίως μη τεχνολογικά: αγροτοδιατροφή, τουρισμός-πολιτισμός, real assets (πράσινη ενέργεια-μεταφορές) κ.λπ. Οι εταιρίες αυτές έχουν ανάγκη από χρηματοδότηση και καθοδήγηση, ώστε να μπορέσουν να διεθνοποιηθούν, που είναι και το σημαντικότερο για τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Έχουν όλες τις προδιαγραφές να γίνουν εξωστρεφείς, να εξάγουν δηλαδή και ταυτόχρονα να δημιουργήσουν πολλές νέες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα.
Όμως οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τη μικρότερη πρόσβαση σε κεφάλαια, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό δεν αποτελεί έκπληξη για κανέναν νομίζω, με τη χώρα και τις τράπεζες σε αυτή την κατάσταση.
Το παράδοξο είναι πώς τα χρηματοδοτικά εργαλεία που δημιουργούνται, αλλά και οι ίδιοι οι ιδιώτες επενδυτές, ενδιαφέρονται και στοχεύουν κυρίως στα startups, όταν από την άλλη υπάρχει μια τόσο μεγάλη δεξαμενή από ήδη υπάρχουσες εταιρίες, που έχουν όλα τα εχέγγυα για γρήγορη ανάπτυξη σε αγορές του εξωτερικού και με αισθητά μικρότερο ρίσκο, σε σχέση με τα startups.
Και το σημαντικότερο, αυτό που αφορά όλους μας, είναι ότι οι εταιρίες αυτές μπορούν να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ελληνική πραγματικότητα: τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Άμεσα και μαζικά.
* Ο Πάνος Μπαλτάς είναι επικεφαλής Group Strategic Alliances στην PfB Group
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.