Η τάση που κυριαρχεί στον επενδυτικό κόσμο από την αρχή του έτους είναι αυτή της απόκλισης. Οι αμερικανικές αγορές, εκμεταλλευόμενες τις ροές του δυνατού δολαρίου, τραβούν μπροστά. Την ίδια ώρα, οι ευρωπαϊκές αγορές αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό από τους επενδυτές, ενώ οι αναδυόμενες βλέπουν σημαντικές εκροές, καθώς δολαριακές επενδύσεις επαναπατρίζονται.
Όλα αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά για όποιον παρακολουθεί τον οικονομικό Τύπο τακτικά. Το ερώτημα είναι αν αυτή η απόκλιση αποτελεί τάση που θα συνεχιστεί ή αν είναι απλώς συγκυριακή.
Για να απαντήσουμε πού πάμε, οφείλουμε να καταλάβουμε πού ήμασταν. Το 2010, σε έκθεσή της η Morgan Stanley προειδοποίησε ότι η μεγαλύτερη συνέπεια της οικονομικής κρίσης του 2008 θα ήταν η αντιστροφή της παγκοσμιοποίησης, μιας τάσης που έχει διαρκέσει πάνω από 50 χρόνια. Πιστή στην οικονομική θεωρία, κάθε χώρα θα ζητούσε να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες της κρίσης, αποζητώντας εσωτερικές λύσεις, περιορίζοντας την έκθεση σε ξένες επιρροές. Η συνέπεια θα ήταν οι δυνατές χώρες να δυναμώσουν, οι αδύναμες να κινδυνεύσουν και το παγκόσμιο εμπόριο και σύστημα συναλλαγών να πληγούν.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες είδαν τον κίνδυνο. Εκμεταλλευόμενοι την ανεξαρτησία τους από τους ηγέτες των χωρών τους, αλλά την απουσία άμεσων πολιτικών συνεπειών αφού δεν εκλέγονται, αποφάσισαν ότι η συνεργασία και το «μοίρασμα» της ανάπτυξης θα ωφελούσε το σύστημα συνολικά. Η κίνηση βεβαίως πήρε χρόνο, με την Αμερική να ξεκινά την -τότε αμφισβητούμενης χρηστικότητας- ποσοτική χαλάρωση, και τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες να χρησιμοποιούν τελικά τη νομισματική πολιτική για να ενισχύσουν τις οικονομίες τους. Εφόσον καμία κεντρική τράπεζα με σημαντικό για το παγκόσμιο εμπόριο νόμισμα δεν έμενε πίσω, τότε μπορούσαν να τυπώσουν όσο ήθελαν, χωρίς το χρήμα να γίνει πληθωριστικό. Ήταν μια κλασική εφαρμογή συνεργατικών παιγνίων.
Η τακτική αυτή είχε όρια. Από το 2015, οι κεντρικοί τραπεζίτες, που ήξεραν ότι η νομισματική πολιτική έχει όρια, πίεζαν τις κυβερνήσεις τους να κάνουν περισσότερα στον τομέα της οικονομικής πολιτικής, να ξοδέψουν δηλαδή χρήματα για να ενισχύσουν τις οικονομίες τους. Επιστρέφοντας όμως την εξουσία στα χέρια των πολιτικών, ανθρώπων που δεσμεύονται από τοπικούς εκλέκτορες, κατέλυσαν και το συνεργατικό παίγνιο που έδωσε ώθηση στην ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Συνεπώς ο βασικός καταλύτης, αυτός της πολιτικής, ευνοεί την απόκλιση, καθώς κάθε κράτος προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την ανάπτυξη για τον εαυτό του, μην αναγνωρίζοντας ότι με το «μοίρασμα» μεγαλώνει η πίτα. Για να είμαστε ειλικρινείς, η Γερμανία, η Γαλλία, η Κίνα και το Ηνωμένο Βασίλειο, από τις μεγαλύτερες οικονομίες, πάντοτε είχαν μια «εγωιστική» άποψη για την οικονομία τους. Βασιζόμενες σε ένα μεταπολεμικό μοντέλο, όπου η Αμερική μοιραζόταν την ανάπτυξή της με τον υπόλοιπο κόσμο, ώστε να διατηρεί την επιρροή της, έχτισαν μη συνεργατικά οικονομικά μοντέλα.
Πρώτη τον χορό των σημαντικών αποκλίσεων ξεκίνησε η Κίνα. Όταν το 2014 αποφάσισε να στραφεί στον εσωτερικό καταναλωτή, ουσιαστικά άλλαξε τον ρόλο της στην παγκόσμια οικονομία που βασιζόταν στη ζήτηση για πρώτα υλικά και στην εξαγωγή φτηνών προϊόντων.
Με την παγκόσμια ζήτηση να μειώνεται, μειώθηκε και η δουλειά για τα δυτικά εργοστάσια.
Ήταν αναπόφευκτο να έρθει κάποια στιγμή η απάντηση της Αμερικής. Καθώς οι Αμερικανοί ψηφοφόροι έβλεπαν το εισόδημά τους σταθερό για πάνω από 20ετία και την κινεζική ζήτηση μειωμένη, εξέλεξαν έναν πρόεδρο με πιο μερκαντιλιστική άποψη από τους προηγούμενους. Χρησιμοποιώντας τη σημασία του δολαρίου και της Fed για την παγκόσμια οικονομία, η Αμερική παίρνει πίσω την ανάπτυξη που μοιραζόταν με τον υπόλοιπο κόσμο.
Προσθέστε λοιπόν τους καταλύτες:
• Κεντρικοί τραπεζίτες που δεν συνεργάζονται
• Πολιτικοί που προτάσσουν το εθνικό συμφέρον
• Εξισορρόπηση της σχέσης Αμερικής και Κίνας
• Ψηφοφόροι απογοητευμένοι με την παγκοσμιοποίηση.
Στατιστικά μιλώντας, η απόκλιση που παρατηρήσαμε δεν ήταν σημαντική και περιορίστηκε κατά τη διόρθωση της προτελευταίας εβδομάδας του Οκτωβρίου. Όμως οι μακροπρόθεσμες δυνάμεις ευνοούν μεγαλύτερες αποκλίσεις μεταξύ χωρών, κλάδων και κατηγοριών επενδύσεων.
Τι σημαίνει αυτό για τους επενδυτές; Μεσοπρόθεσμα, ότι είναι μια καλή εποχή να προτιμούν ενεργούς διαχειριστές και να δίνουν περισσότερη αξία σε επενδυτικές επιτροπές με πετυχημένο ιστορικό asset allocation.
Πιο μακροπρόθεσμα, όμως, απειλείται ένας κατακερματισμένος κόσμος όπου η αντιπαλότητα και τα παίγνια μηδενικού αποτελέσματος (zero sum games), δηλαδή η λογική του «εγώ κερδίζω, εσύ χάνεις» επικρατεί, με απρόβλεπτες συνέπειες. Ένας τέτοιος κόσμος μπορεί να φιλοξενεί τον επόμενο οικονομικό κύκλο, αλλά νομίζω ότι δεν θα χωρέσει απαραίτητα τον τωρινό…
* Ο Γιώργος Λαγαρίας είναι Οικονομικός Αναλυτής και εργάζεται στο Λονδίνο.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.