Ενώ συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από το ξέσπασμα της χρηματοοικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πτώχευση της Lehman Brothers, ελάχιστη είναι η προσοχή που δίνεται στις μεταμορφώσεις της παγκόσμιας οικονομίας.
Όπως συνέβη και τη δεκαετία τού 1980, η πραγματική οικονομία άρχισε να υποχωρεί προς όφελος της χρηματοοικονομίας και των άυλων λειτουργιών της. Σήμερα, λοιπόν, αν θέλουμε να χαρτογραφήσουμε το νέο περιβάλλον, θα πρέπει να καταγράψουμε τι ακριβώς συμβαίνει στην αμερικανική οικονομία και στον διεθνή της ρόλο.
Πολύ απλά, αυτό που συμβαίνει είναι ότι ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ θέλει να προσαρμόσει τον παγκόσμιο αμερικανικό ρόλο στον λαϊκισμό του, αλλάζοντας διεθνείς κανόνες παιχνιδιού. Θέλει, με άλλα λόγια, να αλλάξει κανόνες που οι ΗΠΑ προτείνουν και πολλές χώρες σύμμαχοί τους υιοθετούν.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως υπογραμμίζει ο Adam Posen, πρόεδρος του Peterson Institute for International Economics, με άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs, ο πρόεδρος των ΗΠΑ απορρίπτει την ιδέα ότι οι χώρες ωφελούνται όταν παίζουν με τους κανόνες που ισχύουν σήμερα. Έτσι, χωρίς σοβαρά επιχειρήματα, ο Ντ. Τραμπ επιδιώκει να αλλάξει ένα σύστημα που έχει εβδομήντα χρόνια ζωής πίσω του -γεγονός που, με τη σειρά του, οδηγεί και σε πολιτικές ανακατατάξεις.
Όπως προκύπτει από πρόσφατες εξελίξεις, ιδιαίτερα μεταξύ Κίνας και Ρωσίας, η προοπτική της αμερικανικής υποχώρησης από το διεθνές εμπορικό σύστημα σπρώχνει μεγάλες οικονομίες να συνάψουν διμερείς και περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες.
Ήδη, το 2017, η Ένωση συνήψε ουσιαστικές εμπορικές συμφωνίες με τον Καναδά, την Ιαπωνία, τη Σιγκαπούρη και το Βιετνάμ και έχει επιταχύνει τις διαπραγματεύσεις με το Μεξικό και με το εμπορικό μπλοκ της Νότιας Αμερικής Mercosur. Με εκπληκτική ταχύτητα, τα 11 κράτη που παρέμειναν στην Trans-Pacific Partnership μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ στις αρχές τού 2017, προχώρησαν σε μεγάλο μέρος της συμφωνίας -με την Αυστραλία και την Ιαπωνία να αναλαμβάνουν την ηγεσία.
Οι περιφερειακές εμπορικές συνομιλίες στην Ασία και την Αφρική που εμπλέκουν την Κίνα, καθώς και οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών της Λατινικής Αμερικής, έχουν επίσης επιταχυνθεί, αν και αυτού του τύπου οι διαπραγματεύσεις τείνουν να οδηγήσουν σε συμφωνίες χαμηλότερης ποιότητας, που θα επιτρέψουν μόνον περιορισμένη απελευθέρωση της οικονομίας και θα επιλύσουν λίγα ρυθμιστικά θέματα, θα εκτρέψουν δε το εμπόριο από αλλού, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων.
Αλλάζοντας τη γραμμή των ΗΠΑ, η κυβέρνηση Τραμπ έχει αρχίσει να επιτίθεται στους διεθνείς θεσμούς, από το ΝΑΤΟ μέχρι τον ΟΗΕ. Με το να μπλοκάρει τον διορισμό νέων δικαστών επί των εμπορικών διαφορών προκειμένου να μη συμμετάσχουν στο επταμελές δευτεροβάθμιο όργανο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ), η αμερικανική κυβέρνηση εμποδίζει τον Οργανισμό να λειτουργεί κανονικά.
Στην περίπτωση αυτή, ο υπόλοιπος κόσμος ήταν πιο αργός στο να αντιδράσει. Μερικοί ηγέτες, όπως ο πρόεδρος της Αργεντινής Mauricio Macri, ο οποίος υπερασπίστηκε τον ΠΟΕ κατά τη διετή σύνοδο του Οργανισμού τον Δεκέμβριο 2017, δεν μάσησε τα λόγια του. Μίλησε για υπονόμευση του παγκόσμιου εμπορίου, για στενούς λόγους λαϊκιστικής εσωτερικής κατανάλωσης, δίνοντας την ευκαιρία στον Καναδά να ασκήσει και αυτός ανάλογη κριτική.
Στο μέτρο που οι ΗΠΑ υπονομεύουν το διεθνές εμπόριο, το ενδεχόμενο μίας μείζονος ύφεσης δεν θα πρέπει να αποκλείεται. Το σημερινό σύστημα δεν έχει σχεδιαστεί για να αντέξει σε μία πλήρη επίθεση από την Ουάσινγκτον. Εάν, έτσι, ο Αμερικανός πρόεδρος θέλει να διαλύσει τη σημερινή τάξη πραγμάτων, θα είναι δύσκολο για άλλες χώρες να περιορίσουν τις ζημίες.
Αριστεροί επικριτές της υπό την ηγεσία των ΗΠΑ φιλελεύθερης οικονομικής τάξης υποστηρίζουν συχνά ότι το σύστημα ενθαρρύνει τις χώρες να κάνουν κούρσα προς τα κάτω, εκμεταλλευόμενες τους φτωχότερους πληθυσμούς στην πορεία. Αυτή η κριτική έχει ιδιαίτερη αξία όσον αφορά την προστασία του περιβάλλοντος και τα εργασιακά δικαιώματα, τομείς στους οποίους οι ΗΠΑ δεν κάνουν αρκετά στο εσωτερικό τους και έτσι χαμηλώνουν τα παγκόσμια πρότυπα.
Αλλά μέχρι πρόσφατα ο συνδυασμός της πίεσης από τους ομολόγους τους και οι επίσημες συμφωνίες που ενθαρρύνθηκαν από τις ΗΠΑ είχαν περιορίσει όλο και περισσότερο τον βαθμό στον οποίο οι χώρες υποτιμούν η μία την άλλη. Κατά την τελευταία δεκαετία, οι διεθνείς προσπάθειες -καθοδηγούμενες εν μέρει από την κυβέρνηση Ομπάμα-, δουλεύοντας μέσα από το G20, είχαν αρχίσει να συγκρατούν δύο από τις πιο ολέθριες πολιτικές «εκμετάλλευσης του γείτονα» (beggar-thy-neighbor policies): τη νομισματική χειραγώγηση και τη δημιουργία φορολογικών παραδείσων.
Εάν η κυβέρνηση των ΗΠΑ απομακρυνθεί από τον ηγετικό ρόλο της, η εικόνα αυτή θα αλλάξει δραματικά. Σήμερα, ο φορολογικός ανταγωνισμός λαμβάνει ως επί το πλείστον τη μορφή εποικοδομητικής πίεσης, για να φέρει τις φορολογικές κλίμακες και την κάλυψη κάπως ευθυγραμμισμένες με εκείνες των συγκρίσιμων οικονομιών. Οι ΗΠΑ, μαζί με ορισμένες άλλες χώρες, βρίσκονται σε μειονεκτική θέση στο πλαίσιο του σημερινού συστήματος, αλλά μόνον η διεθνής συνεργασία έχει μιαν ελπίδα να κλείσει τις τρύπες και όχι μόνο να μειώσει τα έσοδα κάθε χώρας.
Εάν οι ΗΠΑ προσπαθήσουν μονομερώς να χρησιμοποιήσουν τον φορολογικό τους κώδικα για να προσελκύσουν τα κεντρικά γραφεία των εταιρειών από άλλες χώρες, τα κίνητρα για τον αγώνα δρόμου προς τα κάτω με το να επιτραπεί η φοροδιαφυγή θα ενισχυθούν.
Το φορολογικό νομοσχέδιο που υπογράφηκε από τον Ντ. Τραμπ τον Δεκέμβριο 2017 έχει πολλές πολύπλοκες διατάξεις, αλλά σε γενικές γραμμές φαίνεται να ευνοεί την εγχώρια παραγωγή κατά τρόπον που θα μπορούσε να μειώσει τόσο την οικονομική αποδοτικότητα, όσο και να προωθήσει τη φορολογική σύγκρουση σε διεθνές επίπεδο.
Είναι ηλίου φαεινότερον, στο επίπεδο αυτό, ότι ο Ντ. Τραμπ παίζει το παιχνίδι του «διαίρει και βασίλευε». Ένα παιχνίδι που έχει και κοινωνικές επιπτώσεις, διότι πλήττει τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Για να το πούμε πιο απλά, η προσπάθεια του Αμερικανού προέδρου να περιορίσει την οικονομική παγκοσμιοποίηση δήθεν προς όφελος των ΗΠΑ, τελικά, πριν γίνει μπούμερανγκ για τον ίδιο, θα πλήξει άλλες χώρες, κυρίως στον αναπτυσσόμενο κόσμο. Αυτός είναι, εξάλλου, που χάρη στην παγκοσμιοποίηση κερδίζει μερίδιο αγοράς διεθνώς εις βάρος των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης -που μέχρι πριν μία δεκαετία είχαν υπό τον έλεγχό τους το 46% του παγκόσμιου εμπορίου.
Ωστόσο, η απώλεια μεριδίων στη διεθνή αγορά από τη Δύση αντισταθμίστηκε από τη μεγέθυνση της αγοράς αυτής από το 1990 έως το 2009, όταν η διεθνής οικονομία αναπτυσσόταν με υψηλούς ρυθμούς. Κατά συνέπεια, η ακολουθούμενη από τις ΗΠΑ πολιτική υπονόμευσης της διεθνούς φιλελεύθερης τάξης είναι βλακώδης. Εξυπηρετεί έναν αχαλίνωτο λαϊκισμό και τίποτε περισσότερο.
«Σήμερα, ένα μικρότερο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού παρά ποτέ ζει σε συνθήκες φτώχειας και ένα μεγαλύτερο μερίδιο παρά ποτέ ζει την ύπαρξη της μεσαίας τάξης. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνον της εκπληκτικής ανόδου της Κίνας. Στη Χιλή, την Αιθιοπία, την Ινδία, την Ινδονησία, τη Νότιο Κορέα, το Βιετνάμ και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, η οικονομική ανάπτυξη έχει φέρει εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους έξω από αυτά που ισοδυναμούσαν με την απλή επιβίωση ή λίγο καλύτερα. Αυτό το θαύμα έλαβε χώρα χωρίς κατάκτηση, ή ακόμα και χωρίς πολλή σύγκρουση και με μεγαλύτερη προστασία για την ιδιωτική ιδιοκτησία και τα ανθρώπινα δικαιώματα από ποτέ άλλοτε. Η φιλελεύθερη τάξη που κατασκεύασαν και καθοδήγησαν οι ΗΠΑ έκανε την πρόοδο αυτή δυνατή, δίνοντας σε χώρες, επιχειρήσεις και ιδιώτες την ευκαιρία να οικοδομήσουν την οικονομική τους ζωή χωρίς φόβο ότι μία ξένη δύναμη θα τους πάρει ό,τι είχαν δημιουργήσει. Αυτή η ηγεσία των ΗΠΑ δεν έχει βλάψεις τις ΗΠΑ, όπως κάποιοι έχουν κατηγορήσει.
Η αχαλίνωτη ανισότητα της χώρας και η στασιμότητα των μισθών είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα εσωτερικών πολιτικών επιλογών και αποτυχιών. Ένας κόσμος στον οποίον οι ΗΠΑ παύουν να ηγούνται ή, ακόμα χειρότερα, επιτίθενται στο σύστημα που εκείνες οικοδόμησαν, θα είναι φτωχότερος, πιο απειλητικός, λιγότερο δίκαιος και πιο επικίνδυνος για όλους», γράφει ο Adam Posen.
Θέτει δε επιτόπου ένα εξόχως κρίσιμο πρόβλημα.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.