Αν κάποιοι νοσταλγοί του χρεοκοπημένου παρελθόντος πιστεύουν ότι η ελληνική οικονομία θα πάρει τα πάνω της με εισαγωγική κατανάλωση και επίπεδες εμπορικές δραστηριότητες, κάνουν σοβαρότατο λάθος.
Η οικονομία της χώρας έχει ανάγκη από εγχώρια παραγωγή, έντονα εξωστρεφή, που σημαίνει ότι πρέπει να ενισχυθεί η μεταποίηση -όχι όμως μίας ξεπερασμένης εποχής. Αυτή τελείωσε τα ψωμιά της.
Η σύγχρονη μεταποιητική δραστηριότητα είναι πέρα για πέρα διαφορετική και κινείται από νέους συντελεστές παραγωγής πλούτου. Οι βιομηχανίες του μέλλοντος δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τις καμινάδες του χθες. Ρομπότ, βιοεπιστήμες, κωδικοποίηση του χρήματος, ψηφιακά συστήματα, δεδομένα (big data) και τεχνητή νοημοσύνη αποτελούν τις νέες ανατροπές σε ένα πρωτόγνωρο περιβάλλον το οποίο, λόγω της ταχύτατης μεταλλαγής του, προκαλεί και νέου τύπου ανισότητες. Αυτές ακριβώς που τροφοδοτούν και τους σύγχρονους λαϊκισμούς.
Από την άλλη πλευρά, ο δρόμος της νέας μεταποίησης απαιτεί και μεγάλους χώρους ελευθερίας. Αυτούς ακριβώς που τροφοδοτούν εμπνεύσεις και νέες μορφές παραγωγικής νεωτερικότητας. Κατά συνέπεια, η νέα μεταποίηση θέλει και ένα «άλλο» κράτος. Και αυτό, στη χώρα μας, αποτελεί μείζον πρόβλημα.
Όπως επισημαίνεται σε τελευταία και εύστοχη ανάλυση του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανίας (ΣΕΒ), «για δεκαετίες η Ελλάδα υιοθέτησε πελατειακές πολιτικές γιγάντωσης του κράτους που οδήγησαν σε μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και αποδυνάμωση της παραγωγικής βάσης, με αποτέλεσμα ένα επικίνδυνο υψηλό δημόσιο χρέος και ένα μεγάλο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η κρίση μάς έμαθε ότι το κράτος-εργοδότης απέτυχε, καθώς δεν μπορεί να υπηρετήσει τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος δεν έχει ρόλο να παίξει στον μετασχηματισμό προς μία οικονομία της παραγωγής, των εξαγωγών και της καινοτομίας. Ένας τέτοιος ρόλος αφορά πρωτίστως στην άρση των διάσπαρτων αντικινήτρων που δρουν σωρευτικά και ενάντια στην ανάπτυξη της βιομηχανίας. Επιπλέον, μπορεί να συμβάλει με τομεακές πολιτικές ενδυνάμωσης βιομηχανικών κλάδων με συγκριτικό πλεονέκτημα στις διεθνείς αγορές».
Κατά τον ΣΕΒ, στην πράξη αυτό σημαίνει ότι τα οριζόντια αντικίνητρα στο επιχειρείν στην Ελλάδα πλήττουν αθροιστικά και δυσανάλογα την «Ελλάδα που παράγει». Η «Ελλάδα που παράγει» δεν υστερεί επειδή οι Έλληνες δεν έχουν την ικανότητα να παράγουν. Αν διορθώσουμε αυτά τα αντικίνητρα, η Ελλάδα θα μπορέσει να αποκτήσει ένα ισορροπημένο μείγμα μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων, μεταποιητικών και υπηρεσιών. Αυτή είναι και η αναγκαία συνθήκη για ευημερία.
Ειδικότερα για τη βιομηχανία, τίθενται τέσσερις προτεραιότητες: 1) Εξορθολογισμός της φορολογίας στην παραγωγή, 2) Ανταγωνιστικό κόστος ενέργειας, 3) Βελτίωση του κόστους δανεισμού, 4) Επιτάχυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών σε όλο το φάσμα της χωροθέτησης, εγκατάστασης και λειτουργίας. Στην προώθηση των προτεραιοτήτων αυτών μπορεί να συμβάλει καθοριστικά και η σύσταση Υπουργείου Βιομηχανίας, που αποτελεί πάγια θέση του ΣΕΒ και ετέθη υπόψη του πρωθυπουργού από τις πρώτες ημέρες της θητείας του το 2015.
Με άλλα λόγια, η χώρα χρειάζεται θεσμικές ανατροπές και καινοτόμες πολιτικές λύσεις -όχι ιδιαιτέρως ευχάριστες σε κομματικούς στρατούς και σε καιροσκόπους της εξουσίας. Η αυξανόμενη οικονομική ποικιλομορφία και η ένταση του ρυθμού των αλλαγών σε όλα τα επίπεδα σημαίνουν πως οι επενδυτές και όσοι επιχειρούν, σε παγκόσμιο επίπεδο, θα πρέπει να είναι τόσο κινητικοί και ικανοί να εργάζονται μέσα σε διαφορετικές κουλτούρες, όσο και οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας.
Πέρα λοιπόν από γεωπολιτικές ανακατατάξεις που σηματοδοτούν οι ψηφιακές εξελίξεις, η εκθετική αύξηση των δεδομένων απαιτεί και καινούργια μυαλά. Και αυτό είναι για την ώρα ένα σοβαρό πρόβλημα της χώρας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.