Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Τα δύο «αγκάθια» για το δημόσιο χρέος

Η Ελλάδα έχει δεσμευθεί για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για μακρύ χρονικό διάστημα, όμως ιστορικά καμία χώρα δεν έχει πετύχει κάτι ανάλογο. Επιπροσθέτως, η επίτευξη τέτοιων πλεονασμάτων θα πιέσει τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας. Γράφει ο Κ. Μελάς.

  • του Κώστα Μελά*
Τα δύο «αγκάθια» για το δημόσιο χρέος

Υπάρχουν δύο ζητήματα που δημιουργούν προβληματισμό σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις αναφορικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος.

Το πρώτο σημείο αφορά στις προβολές του ρυθμού μεγέθυνσης του ΑΕΠ για τα προσεχή 15 έτη. Σύμφωνα με το επικρατούν σενάριο, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης για την περίοδο 2018-2022 εκτιμάται στο 2,0%, ενώ την περίοδο 2023-2032 αντίστοιχα στο 1,0% (μετά την αναθεώρηση των προηγούμενων εκτιμήσεων της ευρωπαϊκής επιτροπής και ταύτιση με αυτές του ΔΝΤ). Με βάση αυτές τις εκτιμήσεις, το ελληνικό ΑΕΠ θα έχει την ακόλουθη εξέλιξη (Πίνακας 1).

Πίνακας 1: Εκτιμήσεις εξέλιξης ΑΕΠ

Η πρώτη παρατήρηση που μπορεί να γίνει είναιότι ακόμη και το 2032, το ελληνικό ΑΕΠ δεν θα καταφέρει να φθάσει το αντίστοιχο ύψος της περιόδου 2007-2009 όπως φαίνεται στον Πίνακα 2.

Πίνακας 2: Ύψος ΑΕΠ

Το κρίσιμο ερώτημα είναι το κατά πόσον η συγκεκριμένη μεγέθυνση του ΑΕΠ οδηγεί στη βελτίωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ, έτσι ώστε να συμβάλει στο μέτρο που του αναλογεί στην αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΕΕ (European Commission, Compliance Report, ESM Stability Support Programme for Greece, Fourth Review, June 2018), για το βασικό σενάριο, ο λόγος ΔΧ/ΑΕΠ θα κινηθεί ως εξής, μετά την εφαρμογή των αποφασισθέντων μέτρων στο Eurogroup 24 Ιουνίου 2018 (Πίνακας), λαμβάνοντας υπόψη ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι 3,5% και 2,2% αντίστοιχα τις περιόδους 2018-2022 και 2023-2060 και το επιτόκιο δανεισμού την περίοδο 2019-2030 θα είναι κατά μέσο όρο ετησίως, περίπου 4,5%, ενώ την περίοδο 2019-2060 θα ανέλθει στο 5,1%:

Πίνακας 3

Βρισκόμαστε πολύ μακριά από τον στόχο που είχε τεθεί στις παλαιότερες εκτιμήσεις του ΔΝΤ αλλά και της ΕΕ, που τοποθετούνταν γύρω στο 120-122% του ΑΕΠ το 2020 (η νέα εκτίμηση ανεβάζει τον λόγο σε 168,9% του ΑΕΠ!!!) θέτοντας για ακόμη μια φορά σε αμφιβολία τις προβλέψεις των πολυμερών οργανισμών που έχουν εμπλακεί με τη διευθέτηση του ελληνικού δημόσιου χρέους.

Μάλιστα όλες οι προβλέψεις έχουν αποδειχτεί υπερβολικά αισιόδοξες, δείχνοντας ίσως τη μεροληπτικότητα που ενυπάρχει στη λογική που έχει υιοθετηθεί στη διαχείριση του ελληνικού ΔΧ. Το μακρινό 2060, εκτιμάται ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα είναι περίπου 97,0%, δηλαδή υψηλότερο και από το 90,0% που συνήθως τίθεται ως ανώτερο όριο προκειμένου το χρέος να θεωρείται βιώσιμο. Ξεχνούμε παντελώς το 60,0% ως προς το ΑΕΠ που έχει τεθεί από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η βελτίωση του λόγου με την εφαρμογή των νέων μεσοπρόθεσμων μέτρων αρχίζει μετά τα μισά της δεκαετίας του 2030.

Τώρα, σύμφωνα με τους πολυμερείς οργανισμούς, τα όρια βιωσιμότητας είναι να μην ξεπερνούν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα (μέχρι το 2030) και το 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα. Σαφέστατα πρόκειται για μια αυθαίρετη επιλογή ή σωστότερα για μια επιλογή που οι ίδιοι έχουν επιλέξει προκειμένου να συνάδει με τη γενικότερη αντίληψή τους για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Στον Πίνακα 3 αναφέρεται η εξέλιξη των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας πριν και μετά τις τελευταίες παρεμβάσεις. Από το 2023 μέχρι και το 2032, όπως παρατηρείται στον συγκεκριμένο Πίνακα 3, επέρχεται μείωση.

Στον Πίνακα 4, αντίστοιχα, παρουσιάζεται η μείωση των ποσών που χρειάζεται να αναχρηματοδοτηθούν πριν και μετά την επιμήκυνση των δανείων του δευτέρου προγράμματος (96 δισ. ευρώ χρεολύσια και 14 δισ. τόκοι)

Πίνακας 4

Το δεύτερο σημείο

Υπενθυμίζεται ότι η συμφωνία προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022 και στη συνέχεια υποχώρηση στο 3% του ΑΕΠ το 2023, 2,5% του ΑΕΠ το 2024 και 2,2% του ΑΕΠ το 2025, το οποίο και θα παραμείνει κατά μέσον όρο έως το 2060. Η απαίτηση για το συγκεκριμένο ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων συνάδει απολύτως με τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους, σύμφωνα με τη λογική των δανειστών. Ο πρώτος κίνδυνος συνίσταται στο να μην επιτευχθούν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, δεδομένου ότι ποτέ καμία χώρα δεν πέτυχε τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για τόσο μεγάλο διάστημα.

Όμως υπάρχει και ο δεύτερος κίνδυνος. Η απαίτηση για τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ή επίτευξη τόσο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων λειτουργεί ανασχετικά -χωρίς απολύτως καμία αμφιβολία- στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, ωθώντας το σε χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης σε σχέση με αυτούς που δυνητικά θα μπορούσε να πραγματοποιήσει με διαφορετικά ύψη πρωτογενών πλεονασμάτων. Αναφέρω ένα παράδειγμα: το 2017, οι προβλέψεις για τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ ήταν 2,7% σε συνάρτηση με πρωτογενές πλεόνασμα 1,75% του ΑΕΠ.

Αντιθέτως η κυβέρνηση επέλεξε να πραγματοποιήσει υπερπλεόνασμα της τάξεως του 4,2% και είδαμε τον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ να προσγειώνεται στο 1,4%. Τα δύο αυτά μεγέθη φαίνεται ότι συσχετίζονται αρνητικά. Συνεπώς διατυπώνεται μια ανησυχία, ότι αυτή η βελτίωση στους δείκτες του χρέους μπορεί να διατηρηθεί περισσότερο μακροπρόθεσμα μόνο υπό φαινομενικά πολύ φιλόδοξες παραδοχές αναφορικά με την αύξηση του ΑΕΠ και την ικανότητα της Ελλάδας να επιτύχει υψηλά πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα, γεγονός που υποδεικνύει ότι θα ήταν δύσκολο να διατηρηθεί πρόσβαση στις αγορές περισσότερο μακροπρόθεσμα χωρίς περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους.

Όμως η μεγέθυνση του ΑΕΠ δεν μπορεί να έχει σχέση μόνο με τη βιωσιμότητα του χρέους αλλά πρωτίστως και με την αναγκαία αύξηση της «πίτας» προκειμένου να αυξηθεί η ευημερία των Ελλήνων πολιτών. Ένας σημαντικός ρυθμός μεγέθυνσης, πάνω από 2,5% στο αναφερόμενο μεσοπρόθεσμο διάστημα, αποτελεί τη μόνη διέξοδο από την εφιαλτική περίοδο των μνημονιακών χρόνων. Κι αυτό, γιατί μια τέτοια οικονομική μεγέθυνση μπορεί να συμβάλει στη μείωση της ανεργίας, στην αύξηση των εισοδημάτων, στην αύξηση των δημόσιων δαπανών για κρίσιμους τομείς, όπως υγεία και παιδεία, στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στην πιο δίκαιη φορολόγηση, ενώ ταυτόχρονα θα τηρούνται οι μνημονιακές δεσμεύσεις για υγιή δημοσιονομικά και η εξυπηρέτηση του χρέους.

Χωρίς υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης στη μεταμνημονιακή περίοδο υπάρχουν μεγάλες πιθανότητες να δημιουργηθούν μεγάλοι κίνδυνοι και νέα προβλήματα, που μπορεί να αγγίξουν εκ νέου τη φερεγγυότητα της χώρας.

* Ο Κώστας Μελάς είναι Δρ Οικονομίας, πρόεδρος του ομίλου Κοινωνικού Οικονομικού Προβληματισμού και Πολιτικής Δράσης


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v