Με την απόφαση του Eurogroup της 22ας Ιουνίου 2018, μια σελίδα γυρνάει για την Ελλάδα: παρότι δεν πρόκειται ασφαλώς για το τέλος της λιτότητας ή της επιτήρησης, σφραγίστηκε η έξοδος από τα Μνημόνια στη σημερινή μορφή τους -και αυτό είναι ένα κρίσιμο, σχεδόν ιστορικό γεγονός. Λέω «σχεδόν», γιατί επήλθε με μεγάλη καθυστέρηση, με υπέρμετρες θυσίες, σε σαθρές βάσεις, χωρίς πολιτική και εθνική ομοψυχία και χωρίς ακόμα να υπάρχει σχέδιο για την επόμενη μέρα.
Παρ' όλα αυτά θα ήταν άδικο να μην αναγνωριστεί στην κυβέρνηση ότι, έστω κι έτσι, ολοκλήρωσε μια οκταετή πορεία, που δεν προκάλεσε η ίδια αλλά στις περιπέτειες της οποίας συμμετείχε αποφασιστικά.
Θετικές από αυτή την άποψη υπήρξαν οι πολύ μετρημένες αντιδράσεις του υπουργού Οικονομικών, μείγμα ανακούφισης, αναγνώρισης και εγκαρτέρησης, που έρχονται βέβαια σε αντίθεση με τον βεβιασμένα πανηγυρικό τόνο των γνωστών κυβερνητικών προπαγανδιστών. Ούτε όμως θα υπηρετούσε την αλήθεια να μην ειπωθεί, ήδη από τώρα, ότι η χώρα βγαίνει από ένα τούνελ, χωρίς να είναι καθόλου βέβαιο ότι δεν εισέρχεται σε ένα άλλο.
Τις παρούσες εν θερμώ παρατηρήσεις επί της απόφασης του Eurogroup και των συμφραζομένων τους τις αντιλαμβάνομαι ως μέρος μιας, έστω κατόπιν εορτής και υπό δύσκολες συνθήκες, προσπάθειας συλλογικής αυτογνωσίας και επανεκκίνησης.
Το γενικό κλίμα
Το Eurogroup σφραγίζει την «αποχώρηση» της Ελλάδας από το ως τώρα ισχύον πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας, «αναγνωρίζει» τις προσπάθειες που κατέβαλε ο ελληνικός λαός, τονίζει τη σημασία «να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις» και επαναλαμβάνει τη «δέσμευση των ελληνικών αρχών να συνεχίσουν τις μεταρρυθμίσεις και να διασφαλίσουν τους στόχους».
Η εμμονή στις μεταρρυθμίσεις και τις δεσμεύσεις, ενώ θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτονόητη, ως βάση της συγκεκριμένης απόφασης αλλά και μέσω ήδη ειλημμένων μέτρων από τα ευρωπαϊκά όργανα και την ελληνική Βουλή, δείχνει καθαρά το είδος της εξόδου στα μάτια των διεθνών εταίρων μας: επειδή ήρθε η ώρα της και όχι επειδή ολοκληρώσαμε, ή έστω σταθεροποιήσαμε, το έργο της αναστύλωσης.
Αυτή η στάση αποκτά μια σχεδόν ανοιχτά ειρωνικά μορφή μέσα από δύο μεταμφιεσμένα ενθαρρυντικές επισημάνσεις της απόφασης: το καλωσόρισμα της «ολοκλήρωσης μιας περιεκτικής αναπτυξιακής στρατηγικής» από τις ελληνικές αρχές (αυτής της ίδιας «στρατηγικής» που σύσσωμοι οι «θεσμοί» είχαν χαρακτηρίσει ασκήσεις επί χάρτου λίγες μέρες πριν) και την υπογράμμιση της «ελληνικής οικειοποίησης (ownership) του προγράμματος»: θα είναι ασφαλώς το πρώτο πρόγραμμα παγκοσμίως, το ownership του οποίου θα αναληφθεί μετά την ολοκλήρωσή του και μετά από λυσσαλέα αντίσταση σε αυτό όσο ήταν ακόμα «ζωντανό».
Απότοκο της δυσπιστίας των δανειστών έναντι της Ελλάδας θα μπορούσε να θεωρηθεί και η φαινομενικά «εκτός θέματος» για μια τέτοια απόφαση, ωστόσο απολύτως ρητή και αρκούντως αυστηρή, υπενθύμιση του ζητήματος της ΕΛΣΤΑΤ: τόσο η «μεγάλη ανησυχία» που συνεχίζει να προκαλεί, όσο και ο «προβληματισμός για τις διαδικασίες εναντίον του πρώην προέδρου» Ανδρέα Γεωργίου, με παράλληλη έκφραση της «συνεχιζόμενης εμπιστοσύνης» στα στοιχεία που ενέκρινε η ΕΛΣΤΑΤ επί προεδρίας του, καθώς και η «επίκληση» προς τους θεσμούς να συνεχίσουν να «εποπτεύουν» τις συγκεκριμένες εξελίξεις, δείχνουν ότι η έξοδος δεν γίνεται σε κλίμα ούτε πλήρους εμπιστοσύνης ούτε του παραμικρού εφησυχασμού.
Το χρέος
Γνωρίζαμε ότι αποτελούσε τον μεγάλο πολιτικό στόχο της κυβέρνησης, ιδίως μετά το «κλείδωμα» της ενισχυμένης εποπτείας και τη μη μετάθεση μέτρων όπως η μείωση των συντάξεων και του αφορολόγητου, που θα τεθούν σε εφαρμογή από την αρχή του 2019. Η απόφαση του Eurogroup κατέστησε σαφή τα χαρακτηριστικά του περί χρέους συμβιβασμού μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών:
α) ως προς τη βιωσιμότητα, γίνεται διάκριση μεταξύ σημερινής κατάστασης και μελλοντικής ελπίδας. Σήμερα το χρέος δεν είναι βιώσιμο, κάτι που δεν λέγεται ρητά, αλλά αυτό ακριβώς σημαίνει η φράση «η εφαρμογή μιας φιλόδοξης αναπτυξιακής στρατηγικής και συνετών δημοσιονομικών πολιτικών θα είναι τα βασικά χαρακτηριστικά για τη βιωσιμότητα του χρέους». Εκεί οδηγούν και οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ περί «επιφυλάξεων», και του Μάριο Σεντένο περί «ανάλυσης βιωσιμότητας, που δείχνει ότι το χρέος θα είναι βιώσιμο στο μέλλον», όπως και του Μάριο Ντράγκι περί «βελτίωσης του ελληνικού χρέους μεσοπρόθεσμα». Στην «ουσιαστική μη βιωσιμότητα» -ας τη ονομάσουμε έτσι- οφείλονται εξάλλου δύο σημαντικές πολιτικές εξελίξεις: η σχεδόν σίγουρη πλέον διακοπή της χρηματοδοτικής συμμετοχής του ΔΝΤ και η θέση πολλών από τις ελαφρύνσεις για το χρέος υπό αιρεσιμότητα,
β) ως προς τα μέτρα ελάφρυνσης, η δίκαια αποτίμηση είναι, νομίζω, ότι παρότι δεν επιτεύχθηκε το ιδεατό αλλά μη ρεαλιστικό (μια ονομαστική μείωση), και παρότι το είδος των ελαφρύνσεων (επιμήκυνση, επιστροφές, επιτόκια) κινείται στο πλαίσιο που είχε ήδη συμφωνηθεί από προηγούμενες κυβερνήσεις και που ούτως ή άλλως θα συνόδευε την έξοδο από το πρόγραμμα, εντούτοις παρέχουν (ιδίως η 10ετής παράταση της περιόδου χάριτος) σημαντική ανάσα στην Ελλάδα και αποτελούν, αντίστοιχα, κίνηση όχι μικρής γενναιοδωρίας εκ μέρους των δανειστών.
Τα βασικά ωστόσο πολιτικά χαρακτηριστικά του διακανονισμού για το χρέος είναι ότι α) απλώς μεταθέτει και δεν ανατρέπει τα δεδομένα του προβλήματος και για την Ελλάδα και για τους δανειστές, β) βρίσκεται υπό αίρεση («υπόκειται στη συμμόρφωση με τις δεσμεύσεις για την εφαρμογή πολιτικών και την εποπτεία») και γ) η εξέλιξή του είναι ακόμα τόσο αβέβαιη που οδηγεί σε δύο ρητές αναφορές για πιθανά μελλοντικά μέτρα: επανεξέταση το 2032 και υπενθύμιση της πιθανότητας καταφυγής σε «έκτακτο μηχανισμό για το χρέος», που φυσικά συνεπάγεται νέα μέτρα.
Η εποπτεία
Χαρακτηρίζεται κατ’ ευφημισμόν «κίνητρο» και γίνεται προσπάθεια να συνδεθεί με «την αξιοπιστία του πακέτου των μέτρων για το χρέος στην αγορά», είναι όμως στην πραγματικότητα ένα τείχος προστασίας για να αποφευχθούν παραβιάσεις των δεσμεύσεων και αλλαγές πορείας: η «μεταμνημονιακή» εποχή θα έχει «μνημονιακά» χαρακτηριστικά. Όχι μόνο η «νέα» εποπτεία καλείται επισήμως «ενισχυμένη», όχι μόνο θα συμμετέχει, σε πρώτο ρόλο, και το ΔΝΤ, παρά την «αποχώρησή» του, όχι μόνο πρακτικά θα σημαίνει τρίμηνες επισκέψεις και αντίστοιχες εκθέσεις, κάτι που δεν έγινε σε καμία άλλη χώρα που βγήκε από μνημόνιο, αλλά και αυτές οι εκθέσεις θα αποτελούν προϋπόθεση για τη θέση σε εφαρμογή δύο άλλων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους: την «επιστροφή των κερδών από το πρόγραμμα SMP και τη συμφωνία ANFA» (δηλαδή την εις χρήμα και σε δόσεις επιστροφή κερδών από ομόλογα που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες), καθώς και την κατάργηση της αύξησης του επιτοκιακού περιθωρίου» (δηλαδή της συμφωνηθείσας μείωσης του επιτοκίου). Αποφασιστικής βέβαια σημασίας θα είναι αυτές οι εκθέσεις και για τη στάση των Αγορών έναντι της ελληνικής οικονομίας -στάσης που αποτελεί ούτως ή άλλως μεγάλο ερώτημα και αντίστοιχη απειλή.
Πολιτικά κρίσιμη είναι η ύπαρξη ειδικού Παραρτήματος με «έξι άξονες μεταμνημονιακής εποπτείας», που συνιστούν αν όχι ακριβώς ένα «Τέταρτο Μνημόνιο», πάντως ένα ευρύ και δεσμευτικό πρόγραμμα με μπόλικα «αγκάθια»: κλείδωμα των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5% ως το 2022, 2,2% ως το 2060), αναπροσαρμογή, δηλαδή πιθανώς αύξηση, του ΕΝΦΙΑ, στελέχωση με συγκεκριμένο αριθμό υπαλλήλων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εξόδων (με παρακολούθηση ότι δεν θα γίνει με πελατειακά κριτήρια), ολοκλήρωση ως το 2020 του ενιαίου ταμείου συντάξεων ΕΦΚΑ (ενώ ακόμα δεν έχει σταθεί στα πόδια του το ισχύον ατελές σύστημα), διεκπεραίωση του στόχου για τα «κόκκινα δάνεια» και τις ιδιωτικοποιήσεις (με μετρήσιμους και πολύ φιλόδοξους, ενόψει της προόδου που έχει γίνει, στόχους), καθώς και για το πολύπαθο Κτηματολόγιο (που υποτίθεται ότι πρέπει να τελειώσει το 2021, ενώ με τη φετινή «αναμόρφωση» έμεινε πολύ πίσω).
Για τη δε επίσης βραδυπορούσα «μεταρρύθμιση» της Δημόσιας Διοίκησης μαθαίνουμε ότι έχει ήδη υπογραφεί -εν κρυπτώ, όπως το συνηθίζει η κυβέρνηση- ένα «Σχέδιο Συνεργασίας και Στήριξης» ανάμεσα στις ελληνικές αρχές και τις Υπηρεσίες Στήριξης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής -είθε αυτή η «τεχνική υποστήριξη» να πάει καλύτερα από τις αντίστοιχες προσπάθειες της Task Force, των Γάλλων εμπειρογνωμόνων και τόσων άλλων ξένων ειδικών που έσπασαν τα δόντια τους πάνω στις παθογένειες της ελληνικής Διοίκησης.
Το «μαξιλάρι»
Η πιο πρακτική και η πιο γενναιόδωρη, από πρώτη άποψη, χειρονομία των δανειστών υπήρξε η συμβολή τους στη δημιουργία ενός «μαξιλαριού» για τις δύσκολες ώρες ή για τις δύσκολες Αγορές. Αφού η έξοδος έχει κινδύνους κι αφού η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να ζητήσει πιστοληπτική γραμμή (παρότι έχει ήδη συμφωνήσει σε σχεδόν αντίστοιχου επιπέδου μέτρα και επιτήρηση), οι δανειστές προσθέτουν στο απόθεμα που έχει ήδη σχηματιστεί με ελληνικές δυνάμεις (δηλαδή μέσω υπέρογκης φορολόγησης και μη εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων του Κράτους) ένα εφάπαξ ποσό 9,6 δισ. για διαθέσιμα εν ώρα ανάγκης.
Χρήσιμο ασφαλώς, μόνο που: α) ο «ο λογαριασμός αυτός θα υπόκειται στις απαραίτητες διασφαλίσεις», δηλαδή καμία εκταμίευση δεν θα είναι αυτόματη και χωρίς έλεγχο τήρησης δεσμεύσεων και κανόνων, β) το ποσό δεν αποτελεί παρά μέρος της τελικής δόσης που θα έχει ύψος 15 δισ. -οι δανειστές ως το τέλος φροντίζουν πρώτα για την αποπληρωμή των δανείων τους και μετά για τη σωτηρία της Ελλάδας, γ) η τελική δόση δεν εξαντλεί όλο το ποσό του εκ του Τρίτου Μνημονίου δανείου, που ήταν 86 δισ. ευρώ, ενώ με την έξοδο από το Μνημόνιο θα έχουν δοθεί στην Ελλάδα 61,9 δισ. -τα υπόλοιπα εξαρτώνται από την πορεία των «μεταρρυθμίσεων», δ) η τόση σπουδή για «μαξιλάρι» κάτι δείχνει για τον βαθμό αισιοδοξίας ενόψει της αναγκαστικής εξόδου στις Αγορές, οι συνθήκες της οποίας επιδεινώθηκαν ήδη λόγω Ιταλίας και μπορεί να επιδεινωθούν περαιτέρω, αν κρίνουμε από τα σύννεφα που μαζεύονται πάνω από την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία.
Βγαίνουμε λοιπόν, με το καλό, στην ανοιχτή θάλασσα. Ας έχουμε τουλάχιστον υπόψη μας ότι μας περιμένουν κι άλλες μεγάλες φουρτούνες. Κι ας μην τις αντιμετωπίσουμε, αυτή τη φορά, γυμνοί και διασπασμένοι.
*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος, πρώην Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.