Αθωώθηκε και η Σώτη Τριανταφύλλου, η οποία βρέθηκε στη θέση της κατηγορούμενης για παραβίαση του «αντιρατσιστικού» νόμου. Το έγκλημά της ήταν η δημοσίευση άρθρου το οποίο (υποτίθεται) προκαλούσε δημόσια υποκίνηση μίσους εναντίον των μουσουλμάνων.
Σε μία χώρα που η βία ξεχειλίζει σε μια σειρά κοινωνικές εκδηλώσεις και χώρους, εμείς έχουμε νόμους που στέλνουν στα δικαστήρια συγγραφείς και ιστορικούς. Προφανώς είναι θετική η απόφαση, αλλά αυτό που φοβάμαι με αυτόν τον νόμο είναι ότι κάποια στιγμή -παρά τις αθωώσεις του Ρίχτερ ή της Τριανταφύλλου, τις οποίες δεν υποτιμώ- θα βρεθεί κάποτε και ο ένοχος του εγκλήματος.
Η εισαγγελέας της δίκης δήλωσε ότι «οι απόψεις που εξέφρασε η κατηγορούμενη, εκφράζουν τις απόψεις που πέρασαν από το μυαλό όλων μας μετά την επίθεση στο Μπατακλάν». Το θέμα, όμως, είναι τι γίνεται αν αυτά που εκφράζει ο οποιοσδήποτε δεν περνάνε από το μυαλό κανενός άλλου. Μόνο οι αντιδημοφιλείς απόψεις χρήζουν προστασίας, γιατί οι υπόλοιπες δεν ενοχλούν. Αν η βάση της αθωωτικής απόφασης είναι η συμφωνία με όσα διατύπωσε η συγγραφέας, η αξία της εκμηδενίζεται.
Η λεπτή κόκκινη γραμμή
Είχα ταχθεί υπέρ της αθώωσης του Αμβρόσιου, ο οποίος διατύπωσε χυδαίες απόψεις. Τέτοιοι άνθρωποι όταν δικάζονται, ενισχύονται, καθώς δεν είναι η ελκυστικότητα των απόψεών τους (παρότι συχνά είναι δημοφιλείς) που τους κάνει διάσημους αλλά η ίδια η διαδικασία της δίωξης, την οποία συχνά επιδιώκουν. Δεν θα φοβηθούν μια καταδίκη που θα τους κάνει ήρωες, ενώ θα προστατευθούμε από την υλοποίηση των απεχθών ιδεών τους, αν τους καταδικάζουμε αποκλειστικά για τις πράξεις τους. Μόνο έτσι αποδυναμώνονται. Ο καθηγητής Αντώνης Καραμπατζός σε ένα ωραίο άρθρο που είχε δημοσιεύσει με αφορμή τη δίωξη της Τριανταφύλλου ανέφερε: «Ο δημόσιος διάλογος λειτουργεί σαν βαλβίδα εκτόνωσης.
Οι αποκρουστικές μισαλλόδοξες απόψεις αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσουν μέσα από τη δημόσια αντιπαράθεση• όχι όμως διά του αποκλεισμού τους, ο οποίος συχνά οδηγεί και στην ηρωοποίηση των προσώπων που τις εκφέρουν. Αν, βεβαίως, τέτοιες απόψεις μετουσιωθούν σε αξιόποινες πράξεις, τότε ο λόγος ανήκει, δίχως άλλο, στην ποινική δικαιοσύνη» («Η κατασώτευση της ελευθερίας του λόγου», Καθημερινή 11.06.2017).
Στο ίδιο άρθρο συνεχίζει: «Κάπου πρέπει, ως δικαιοκρατούμενη πολιτεία, να χαράξουμε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο ποινικώς κολάσιμο και το νομικώς επιτρεπτό, ανάμεσα στον λόγο που συνιστά ευθεία προτροπή για άσκηση βίας εις βάρος συγκεκριμένων προσώπων ή ομάδων προσώπων και στον λόγο που καλύπτεται κατ’ αρχήν από την ελευθερία της γνώμης».
Θεωρώ όμως δύσκολο η χώρα μας και στην κατάσταση που βρίσκεται να αντιμετωπίσει σωστά το θέμα μιας τόσο λεπτής διάκρισης. Όταν δεν καταδικάζονται πράξεις βίας, δυσκολεύομαι να φανταστώ πώς θα εντοπιστεί ο λόγος που προτρέπει σε βία εναντίον προσώπων, όταν υπάρχει τόση διάχυτη οργή από τα social media μέχρι τους άμβωνες. Εδώ αθωώθηκε ο Καμμένος που προέτρεπε κατοίκους να λιντσάρουν τον δήμαρχό τους.
Δεν έχω εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη όταν κρίνει ιδέες. Όπως είπε ένας δικαστής (Powell) του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, «Δεν υφίσταται η έννοια της εσφαλμένης ιδέας. Όσο ολέθρια και να φαίνεται μία γνώμη, βασιζόμαστε για τη διόρθωσή της όχι στη συνείδηση των δικαστών και των ενόρκων αλλά στον ανταγωνισμό με άλλες ιδέες».
Οι δικαστικές αποφάσεις στην Ελλάδα ποικίλλουν και δεν έχουν συνέπεια. Ο καθηγητής Χ. Ρίχτερ αθωώθηκε γιατί υποστηρίχθηκε (και σωστά) ότι ο αντιρατσιστικός νόμος είναι αντισυνταγματικός. Αλλά όταν οι δικαστές θέλουν να αποφύγουν ξεκάθαρες θέσεις υπεκφεύγουν μέσω τυπικών, ανούσιων και πονηρών αποφάσεων. Εξαλείφθηκε με δικαστική απόφαση το πλημμέλημα της βλασφημίας του Φίλιππου Λοΐζου (γνωστού ως «Γέρων Παστίτσιος»), χωρίς όμως να αθωωθεί ο κατηγορούμενος!
Ποια θρησκεία πρέπει να προστατεύεται;
Είναι εύκολο στην Ελλάδα να καταδικάζουμε το Ισλάμ. Βέβαια πρέπει να πούμε ότι ο όρος «Ισλαμοφοβία» είναι προβληματικός, γιατί τελικά χρησιμοποιείται για να προστατεύσει τη συγκεκριμένη θρησκεία από τις βαρβαρότητες που διαπράττονται στο όνομά της. Το δύσκολο είναι να προστατεύσουμε αυτούς που κριτικάρουν την επικρατούσα θρησκεία ή τις καθεστηκυίες απόψεις. Καμία άποψη δεν πρέπει να προστατεύεται από τον νόμο στο όνομα της θρησκείας ή κάποιας αμετάβλητης ιστορικής αλήθειας. Ούτε οι «αρνητές του Ολοκαυτώματος» πρέπει να καταδικάζονται, ούτε οι αρνητές «της γενοκτονίας των Ποντίων» (και ας είναι αλήθειες).
Η έλλειψη προστασίας είναι το σημαντικότερο. Έτσι προστατεύεται η αξία της ελευθερίας του λόγου, η οποία είναι το όχημα για την αποκάλυψη της αλήθειας ή της ανακάλυψης νέων θεωριών (συχνά μέσω διάψευσης των επικρατούντων). Και η αλήθεια σπάνια είναι δημοφιλής στην αρχή.
Δεν χρειαζόμαστε κανένα αντιρατσιστικό νόμο
Πρέπει να καταργηθεί ο «αντιρατσιστικός» νόμος 4285/2014, με βάση τον οποίο ασκούνται διώξεις σε ρατσιστές και μη. (Την πιο ολοκληρωμένη περιγραφή του συγκεκριμένου νόμου τη διάβασα σε δημοσίευση του Στρατή Μπουρνάζου για όσους ενδιαφέρονται).
Ας ασχοληθούμε με τα πραγματικά μας προβλήματα και ας μη δημιουργούμε νέα, που δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε σωστά.
* Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου «ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ» (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη)
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.