Το αμέσως επόμενο διάστημα, το ΤΑΙΠΕΔ θα ανακηρύξει τον προτιμητέο επενδυτή για την εξαγορά του 66% του ΔΕΣΦΑ. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το τίμημα που προτίθενται να καταβάλουν οι δύο ενδιαφερόμενες κοινοπραξίες (SNAM, FLUXΥS, ENAGAS η μία, και REGANOSA, EBRD, TRANSGAZ η άλλη) θα είναι έως και πολύ υψηλότερο από τα 400 εκατομμύρια που πρόσφερε πριν από πέντε χρόνια η αζέρικη SOCAR.
Έτσι λοιπόν με κατακύρωση στον πλειοδότη που θα προσφέρει το υψηλότερο τίμημα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θεωρητικά θα μπορεί να πανηγυρίζει, επειδή κατάφερε να το αυξήσει σημαντικά, συγκριτικά με ό,τι είχε πετύχει η κυβέρνηση των Σαμαροβενιζέλων.
Μήπως όμως δεν πρέπει να πανηγυρίζει; Η άποψή μας είναι αυτή. Ότι δεν πρέπει να πανηγυρίζει. Πιστεύουμε δηλαδή ότι η εκποίηση εταιρειών διαχείρισης υποδομών-φυσικών μονοπωλίων (ενεργειακά δίκτυα και άλλα), τα οποία προσφέρουν μακροχρόνιες, σταθερές αποδόσεις στα επενδυμένα κεφάλαια, στην πραγματικότητα δεν είναι ιδιωτικοποίηση. Προσφέρει ελάχιστα και μόνο πρόσκαιρα στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, και έχει αποτελέσματα αντίθετα προς το δημόσιο συμφέρον. Όπως, δε, θα δούμε στη συνέχεια, ακριβώς διαφορετικό μοντέλο ακολουθούν τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, ακόμη και χώρες με ιδιαίτερα φιλελεύθερη οικονομία. Σε αυτές, η διαχείρισή τους γίνεται με τρόπους που να προσφέρουν υπεραξίες στην κοινωνία και την πραγματική οικονομία και να εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, όχι μόνο σήμερα αλλά και στο μέλλον.
Και εξηγούμαστε. Κατ' αρχάς να πούμε ότι εταιρείες όπως ο ΔΕΣΦΑ ή ο ΑΔΜΗΕ είναι Ανεξάρτητοι Διαχειριστές ενεργειακών δικτύων, φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού. Λειτουργούν κάτω από αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο και πολλές απαγορεύσεις ως προς τη σχέση των μετόχων τους με άλλες ενεργειακές εταιρείες και τη σχέση τους με το μάνατζμεντ του διαχειριστή. Τα έσοδά τους, από τα τέλη χρήσης των δικτύων (ρυθμιζόμενη περιουσιακή βάση), εγκρίνονται προκαταβολικά από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, ενώ το ίδιο ισχύει και για το επενδυτικό τους πρόγραμμα. Η λειτουργία τους δηλαδή δεν έχει καμία σχέση με αυτήν μιας κοινής εταιρείας, αφού λειτουργούν εκτός ανταγωνισμού (σε εθνικό πλαίσιο), και η τιμολογιακή τους πολιτική όσο και η πολιτική ανάπτυξης είναι ρυθμιζόμενες από κανόνες που προσδιορίζουν κοινοτικές οδηγίες και η εθνική νομοθεσία.
Γιατί όμως αυτό το αυστηρό πλαίσιο; Επειδή με δεδομένη την απελευθέρωση της ενεργειακής αγοράς στην ΕΕ, επιβάλλεται να διασφαλίζεται η ισότιμη και χωρίς διακρίσεις πρόσβαση στις υπηρεσίες τους, όλων των συμμετεχόντων στην αγορά. Παραγωγών, χονδρεμπόρων, προμηθευτών και καταναλωτών, ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο μέτοχός τους (δημόσιο ή ιδιώτης) και ανεξαρτήτως αν συμμετέχουν στο μετοχικό κεφάλαιο των Διαχειριστών. Άρα, με κράτος ή όχι στο κεφάλαιο και το μάνατζμεντ των Διαχειριστών, η λειτουργία τους παραμένει ίδια, ενώ η Ρυθμιστική Αρχή, όποτε κρίνει, μπορεί να παρεμβαίνει αποφασιστικά σε θέματα τιμολογιακής πολιτικής και επέκτασης - ανάπτυξης.
Το οικονομικό όφελος
Ως προς το οικονομικό όφελος. Το τίμημα, όποιο και να συμφωνηθεί, 470, 500 ή 600 εκατομμύρια, θα καταβληθεί άπαξ. Το περίπου 45% θα οδεύσει για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους και το υπόλοιπο στα ΕΛ.ΠΕ. Την ίδια στιγμή, η εταιρεία, από το δίκτυο της οποίας διακινήθηκαν πέρυσι 5 δισ. κυβικά μέτρα αερίου, είχε κύκλο εργασιών της τάξης των 270 εκατομμυρίων, καθαρά κέρδη 86 εκατομμυρίων, ενώ εμφανίζεται με ταμειακά διαθέσιμα της τάξης των 180 εκατομμυρίων.
Η «ευφορία» αυτή αναμένεται να συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια, καθώς η προοπτική μείωσης της λιγνιτικής παραγωγής οδηγεί σε αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου (ο όμιλος Μυτιληναίου ήδη έχει ανακοινώσει την κατασκευή νέας μονάδας 650 μεγαβάτ, ενώ η ολοκλήρωση του ηλεκτρικού δικτύου στην Πελοπόννησο θα διπλασιάσει την παραγωγή από τη μονάδα της ΔEΗ Μεγαλόπολη 5). Επιπλέον μέσα στο 2018, ολοκληρώνεται η επέκταση του τερματικού LNG της Ρεβυθούσας (τρίτη δεξαμενή, διπλασιασμός της δυναμικότητας επαναεριοποίησης, προβλήτα υποδοχής πλοίων 200.000 κ.μ.).
Με λίγα λόγια, οι προοπτικές για το ΔΕΣΦΑ είναι ιδιαίτερα θετικές από άποψη εσόδων, ενώ οι υποδομές του και η διασυνδέσεις με τον αγωγό ΤΑΡ και τα δίκτυα Βουλγαρίας και Ρουμανίας τον αναβαθμίζουν γεωστρατηγικά στην περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Ποιοι είναι οι διεκδικητές
Ας δούμε τώρα ποιοι είναι οι διεκδικητές και ποια η μετοχική τους σύνθεση, ώστε να καταλάβουμε πώς αξιοποιούνται οι εταιρείες αυτές στα άλλα κράτη.
Στην πρώτη κοινοπραξία, όλα τα μέλη της είναι οι αντίστοιχοι ΔΕΣΦΑ Ιταλίας, Βελγίου και Ισπανίας. Στη βελγική Fluxys, μεγαλύτερος μέτοχος με 77,62% είναι η Publigas. Η εταιρεία αυτή ελέγχεται απολύτως από τις διαδημοτικές επιχειρήσεις του Βελγίου. Το 55% το έχουν οι φλαμανδόφωνοι δήμοι, το 30% οι γαλλόφωνοι και το 15% οι δήμοι της περιφέρειας των Βρυξελλών. Το 19,94% ελέγχει η Caisse de Dépôt et Placement du Québec, που είναι η εταιρεία διαχείρισης των αποθεματικών των ασφαλιστικών ταμείων του Κεμπέκ στον Καναδά. Μεγαλύτερος μέτοχος της ιταλικής SNAM, με 30,1%, είναι η κρατική Cassa Depositi e Prestiti-CDP (82,77% ιταλικό δημόσιο, 15,97% περιφερειακές τράπεζες), μέσω της εταιρείας ειδικού σκοπού CDP-Reti. Το 52,57% είναι διασπαρμένο σε 526 θεσμικούς επενδυτές και το 8,6% σε μικροεπενδυτές του χρηματιστηρίου.
Η CDP ελέγχει το 59,1% της CDP-Reti ενώ περίπου 6% ελέγχουν πολλές περιφερειακές ή συνεταιριστικές τράπεζες. Η CDP-Reti ιδρύθηκε το 2012 και εκτός από το 30,1% της SNAM, ελέγχει το 29,85% της TERNA (ο ΑΔΜΗΕ της Ιταλίας) και το 26,04% της Italgas (η ΔΕΠΑ της Ιταλίας). Το 2014, η κινεζική State Grid (η ίδια με αυτήν που συμμετέχει στον ΑΔΜΗΕ) εξαγόρασε το 35% της CDP-Reti, έναντι 2,1 δισ. ευρώ.
Η ισπανική ENAGAS ελέγχεται από το Ισπανικό Δημόσιο (Sociedad Estatal de Participaciones Industriales-Κρατική Εταιρεία Βιομηχανικών Συμμετοχών), με μόλις 5%. Δεύτερος μεγαλύτερος μέτοχος είναι η Bank of America με 3,61% και τρίτος η Retail Oeics Aggregate με 1,01%. Πάνω από το 90% είναι διασπαρμένο σε τεράστιο αριθμό μικροεπενδυτών και θεσμικών, ενώ δια νόμου, κανείς, πέραν του ισπανικού δημοσίου, δεν έχει δικαίωμα ψήφου πάνω από 1%.
Στη δεύτερη κοινοπραξία, η μόνη ιδιωτική εταιρεία είναι η ισπανική Reganosa (δραστηριοποιείται κυρίως στην περιφέρεια της Γαλικίας), που ελέγχει έναν τερματικό υγροποιημένου αερίου και ένα πολύ μικρό δίκτυο αγωγών. Ωστόσο και σε αυτήν, το 24,1% των μετοχών ανήκει στην τοπική κυβέρνηση της Γαλικίας και το 10,1% στην αλγερινή κρατική πετρελαϊκή εταιρεία Sonatrach. Τα άλλα δύο μέλη της κοινοπραξίας είναι η ρουμανική Transgas (ρουμανικός ΔΕΣΦΑ), ελεγχόμενη από το ρουμανικό Δημόσιο κατά 58,51% και με διασπορά 41,49%, και η αναπτυξιακή ευρωπαϊκή τράπεζα EBRD.
Όπως βλέπουμε, σχεδόν στο σύνολο των υποψήφιων αγοραστών του 66% του ΔΕΣΦΑ, η συμμετοχή κρατικών ή ασφαλιστικών φορέων είναι πολύ ισχυρή, ενώ η μετοχική τους δομή διαμορφώνεται έτσι ώστε τον πρώτο λόγο στη λήψη των αποφάσεων (διανομή κερδών, ανάπτυξη ανταγωνιστικών μη ρυθμιζόμενων δραστηριοτήτων) να τον έχει το δημόσιο. Με την ευκαιρία να θυμίσουμε ότι η ολλανδική GASUNIE (εκδήλωσε κατ' αρχάς ενδιαφέρον για το ΔΕΣΦΑ) τo 2005 κρατικοποιήθηκε πλήρως με την εξαγορά από το Δημόσιο του 50% που κατείχαν η Shell και η ExxonMobil.
Ο λόγος της συμμετοχής του ευρύτερου δημόσιου τομέα στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών αυτού του τύπου δεν είναι άλλος από το ότι διαχειρίζονται υποδομές με ισχυρό ρόλο στην ανάπτυξη και στον περιορισμό των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών μιας χώρας. Επίσης, αποτελούν βραχίονες άσκησης κυβερνητικής πολιτικής σε καίριους τομείς της οικονομίας, ενώ τα τελευταία χρόνια, με το άνοιγμα των συνόρων, αποτελούν οχήματα αναβάθμισης του γεωστρατηγικού ρόλου μιας χώρας μέσω της συμμετοχής τους σε αντίστοιχες εταιρείες - διαχειριστές άλλων χωρών.
Το καθαρά οικονομικό σκέλος
Αφήνουμε τελευταίο το καθαρά οικονομικό σκέλος. Δίκτυα, και κυρίως ενεργειακά δίκτυα, προσφέρουν στους επενδυτές μακροχρόνια σταθερές και εγγυημένες (σε μεγάλο βαθμό) αποδόσεις, αφού στα έσοδά τους συμμετέχουν όλοι οι χρήστες του φυσικού αερίου ή ηλεκτρισμού, ανεξαρτήτως του ποιος είναι ο προμηθευτής τους. Έτσι ασφαλιστικά ταμεία ή sovereign funds κάθε τύπου θεωρούν τις επενδύσεις σε μετοχές δικτύων ως τι πλέον ασφαλείς για τη διατήρηση και αύξηση της αξίας των αποθεματικών τους, τα οποία προέρχονται από τις εισφορές των ασφαλισμένων ή από την παραχώρηση μη ανανεώσιμων εθνικών πόρων.
Η λύση που επέλεξε η σημερινή όπως και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, με την «ύποπτη» ανοχή-ενθάρρυνση της τρόικας, θα έχει τα παρακάτω αποτελέσματα. Ακόμη και ο τελευταίος καταναλωτής φυσικού αερίου, στην περίπτωση του ΔΕΣΦΑ, θα χρηματοδοτεί το δημόσιο λογιστικό ή ασφαλιστικά ταμεία άλλων κρατών. Λες και τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία, που «έχασαν» τα αποθεματικά τους από τα κρατικά ομόλογα και τις μετοχές-φούσκες, δεν έχουν ανάγκη από παρόμοιες επενδύσεις. Ακόμη, μέσω της συμμετοχής στα όργανα διοίκησης του ΔΕΣΦΑ, θα αποκτήσουν εκπρόσωποι τρίτων κυβερνήσεων πρόσβαση σε κρίσιμα δεδομένα του ενεργειακού τομέα της χώρας.
Η εκποίηση του 66% του ΔΕΣΦΑ με τον τρόπο που γίνεται, κατά την άποψή μας, είναι λάθος. Θα εισπραχθεί το τίμημα. Πολύ ωραία. Και μετά; Ποιος θα εισπράττει το μεγαλύτερο μέρος των αποδόσεων που προκύπτουν από τις καταβολές των Ελλήνων καταναλωτών; Για να περιοριστούμε στο οικονομικό σκέλος της «ιδιωτικοποίησης».
Άποψή μας είναι ότι αν η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις ήθελαν πραγματικά να κάνουν ιδιωτικοποιήσεις, αντί να πουλούν υποδομές, ας προχωρούσαν στο πραγματικό άνοιγμα αγορών, ή τουλάχιστον ας μην έφερναν προσκόμματα, τάχα για να προστατέψουν τα κρατικά μονοπώλια.
Τελικά, το μόνο που κατάφεραν ήταν να απαξιώσουν όσους ήθελαν να προστατέψουν (βλέπε ΔEH), να καθυστερούν απελευθέρωση αγορών υπέρ μονοπωλίων που δεν έχουν νόημα ύπαρξης, και τελικά να βαφτίζουν ιδιωτικοποιήσεις, εκποίηση δημόσιων περιουσιακών στοιχείων που άλλα κράτη με «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις φροντίζουν ώστε να λειτουργούν για το δημόσιο συμφέρον.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.