Οι μελέτες για την ελληνική οικονομική κρίση που βιώνουμε για 7ο συνεχές έτος χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτές που θα ονόμαζα «ευρωεκσυγχρονιστικές», που αποδίδουν την κρίση στο γεγονός ότι η Ελλάδα δεν παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά εκείνα που καθιστούν μια χώρα επιτυχημένη: απουσία «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», διεφθαρμένο και υπέρογκο δημόσιο τομέα, έλλειψη επιχειρηματικού πνεύματος κ.λπ. κ.λπ.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η άποψη των κορυφαίων οικονομολόγων της εποχής μας (Φρίντμαν, Σεν, Κρούγκμαν, Στίγκλιτς κ.λπ.), που την αποδίδουν κυρίως στην ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη. Η ένταξη οδήγησε αφενός σε κατακόρυφη αύξηση τιμών και μισθών, καταστρέφοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα και αφετέρου, διευκόλυνε την πρόσβαση σε διεθνές δανεισμό. Επιπλέον, μετά την ένταξη, η Ελλάδα απώλεσε το ισχυρότερο όπλο που έχει ένα κράτος για να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά του: τη διολίσθηση του νομίσματος.
Ομως, σε μία νέα μελέτη με τίτλο «Τhe crisis in Greece: The semi-rentier state hypothesis», οι πανεπιστημιακοί Αστέρης Χουλιάρας και Δημήτρης Σωτηρόπουλος προσπαθούν να προτείνουν μια νέα θεωρία, που ενώ ενσωματώνει σε μεγάλο βαθμό πολλές από τις απόψεις των δύο προηγουμένων προσπαθεί εν τούτοις να προσφέρει κάτι νέο στη συζήτηση. Η μελέτη δημοσιεύεται σε έκδοση του Greek Observatory, που αποτελεί ένα ίδρυμα ερευνών του γνωστού πανεπιστημίου London School of Economics.
Στον κόσμο σήμερα υπάρχει μια ιδιόμορφη κατηγορία κρατών που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει «κράτη-προσοδοθήρες» (Rentier States). To χαρακτηριστικό αυτών των κρατών συνοψίζεται στο ότι η οικονομία τους δεν βασίζεται σε εγχώριες παραγωγικές δραστηριότητες αλλά σε «προσόδους» που προέρχονται από το εξωτερικό. Τέτοια κράτη είναι κυρίως οι πετρελαιοπαραγωγικές χώρες, αλλά και γενικότερα κράτη που όλη τους η οικονομία βασίζεται σε ένα-δύο πρώτες ύλες υψηλής ζήτησης (διαμάντια, χρυσός κ.λπ.).
Σε αυτά τα κράτη, το οικονομικό ερώτημα δεν αφορά την παραγωγή, την ανταγωνιστικότητα ή την επιχειρηματικότητα, αλλά τη διανομή των προσόδων που προέρχονται από την πώληση των πρώτων υλών που διαθέτουν. Τα κράτη αυτά, λόγω ακριβώς του χαρακτηριστικού τους, παρουσιάζουν χαμηλή ανταγωνιστικότητα. Από την άλλη πλευρά, στον βαθμό που τα άφθονα έσοδά τους προέρχονται από το εξωτερικό, δεν αισθάνονται την ανάγκη να βελτιώσουν τους μηχανισμούς συλλογής των φόρων, με αποτέλεσμα την εκτεταμένη φοροδιαφυγή.
Ενα άλλο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό αυτών των κρατών είναι ότι ο δρόμος για τον προσωπικό πλουτισμό περνάει μέσα από την πολιτική επιρροή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι η ενέργεια των ανθρώπων δαπανάται στην απόκτηση πολιτικής προστασίας και όχι στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων που θα δημιουργούσαν πλούτο.
Η Ελλάδα δεν έχει ούτε πετρέλαιο, ούτε διαμάντια, άρα απ’ αυτή την άποψη δεν πάσχει από την «κατάρα των φυσικών πόρων». Απ’ αυτή τη σκοπιά, δεν μπορεί να θεωρηθεί ένα κλασικό κράτος-προσοδοθήρας.
Ομως, από την άλλη πλευρά, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι σήμερα, όλη η οικονομία της βασίζεται στις τεράστιες εισαγωγές προσόδων από το εξωτερικό: πρώτα ως αποδέκτης της βοήθειας του σχεδίου Μάρσαλ, μετά ως αποδέκτης των κοινοτικών κονδυλίων που εισέρευσαν με την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και, τέλος, με την ένταξη στην ευρωζώνη και τον πακτωλό του φτηνού δανεισμού που αυτό είχε ως συνέπεια. Γι' αυτό οι συγγραφείς αποκαλούν την Ελλάδα «ημιπροσοδοθηρικό κράτος».
Ομως οι συνέπειες στο εσωτερικό της χώρας ήταν οι ίδιες με αυτές των προσοδοθηρικών κρατών. Και εδώ δημιουργήθηκε μια κοσμοαντίληψη που έβλεπε την οικονομική δραστηριότητα όχι ως παραγωγή αλλά ως μια διαδικασία αναδιανομής, μέσω κυρίως των διορισμών στο δημόσιο και της παροχής προνομίων σε διάφορες συντεχνίες. Και εδώ, σύμφωνα με τους συγγραφείς, υπήρξε μια αδυναμία συλλογής φόρων που ενεθάρρυνε τη φοροδιαφυγή και τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα.
Οπως και στα άλλα προσοδοθηρικά κράτη, έτσι και εδώ, η οικονομική ζωή δεν περιστρεφόταν γύρω από την παραγωγή, την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, αλλά επικεντρωνόταν στη διανομή και ιδιοποίηση προσόδων. Παράλληλα με τις παραδοσιακές συντεχνίες αναπτύχθηκαν και νέα παρασιτικά στρώματα που πουλούσαν know-how απόκτησης κοινοτικών κονδυλίων.
«Βασιζόμενες στη ροή των εσόδων από το εξωτερικό», αναφέρει η μελέτη, «οι ελληνικές πολιτικές ελίτ δεν είχαν κίνητρο να προχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις στις σχέσεις οικονομίας-κράτους και σε μεταρρυθμίσεις βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των θεσμών. Ισχυρές ομάδες συμφερόντων, που επίσης απολάμβαναν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο, καθώς η Ελλάδα πλημμύριζε από ξένα δάνεια και κονδύλια της ΕΕ, ποτέ δεν ζήτησαν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου. Ο συνδυασμός μιας μακράς παράδοσης προσοδοθηρίας με ασθενείς εσωτερικούς θεσμούς και τις αρνητικές επιπτώσεις της παγκόσμιας κρίσης του 2008 αποτελούν τον πυρήνα της εξήγησης της ελληνικής κρίσης που προσφέρει η μελέτη».
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα και κομψή θεωρία, που επιβεβαιώνει πλήρως τη φιλελεύθερη άποψη ότι η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά και ιδιαίτερα στην ευρωζώνη υπήρξε καταστροφική για τη χώρα. Στον βαθμό μάλιστα που ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο καθ. Χουλιάρας, κατέχει την έδρα Jean Monnet στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί για «αντιευρωπαϊσμό»!
Ομως η ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη παρουσιάζει δύο σημαντικές ελλείψεις.
Πρώτον, δεν περιέχει καμία πρόταση για το τι πρέπει να γίνει τώρα. Πέρα από ορισμένες γενικολογίες προτεσταντικής ευλάβειας (ότι πρέπει να πληρώνουμε τους φόρους μας κ.λπ.), δεν υπάρχει καμία συγκεκριμένη πρόταση για την έξοδο από την κρίση.
Δεύτερη και πολύ πιο σημαντική έλλειψη είναι η απουσία παντελούς αναφοράς στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών ως βασικού συντελεστού της γενικευμένης προσοδοθηρίας. Οι κοινοτικές παροχές, επιδοτήσεις, κονδύλια, ρυθμίσεις, κανονισμοί έχουν μεν ως αποτέλεσμα ότι καταστρέφουν χώρες όπως την Ελλάδα αλλά ταυτόχρονα μεγιστοποιούν την ισχύ, κύρος, έσοδα και αριθμούς των απαράτσνικ των Βρυξελλών. Για τους Ελληνες π.χ. τα «μνημόνια» είναι τραγωδία. Ομως για τους ευρωγραφειοκράτες αποτελούν χαράς Ευαγγέλιο: Δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, νέες στρατιές «ειδημόνων», νέες εξουσίες, νέες αρμοδιότητες και ασφαλώς νέες προσόδους.
Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών και όχι η ντόπια πολιτική ελίτ (όπως φαίνεται να πιστεύουν οι συγγραφείς της μελέτης), κατά τη γνώμη μου, υπήρξε ο κινητήριος μοχλός της προσοδοθηρίας που τόσο γλαφυρά περιγράφει η μελέτη. Ολοι γνώριζαν στις Βρυξέλλες ότι η Ελλάδα δεν είχε θέση ούτε στην ΕΕ και ασφαλώς ούτε στην ευρωζώνη. Ομως η λογική της προσοδοθηρίας υπαγορεύει διαφορετικές απαντήσεις από την απλή λογική.
Σήμερα γίνεται ολοένα πιο εμφανές ότι η έξοδος από την κρίση απαιτεί ρυθμούς ανάπτυξης Νοτιοανατολικής Ασίας: 4%, 5%, 6%. Mόνο τέτοιοι ρυθμοί ανάπτυξης μπορούν να αποκαταστήσουν το χαμένο ΑΕΠ των τελευταίων ετών και να εξαλείψουν τα κτηνώδη ποσοστά ανεργίας τα οποία πλήττουν τη χώρα.
Η λύση ευτυχώς είναι απλή: χαμηλή φορολογία, φτηνό νόμισμα και διαπραγμάτευση του χρέους στο πλαίσιο της Λέσχης των Παρισίων (δηλ. διαγραφή 70%). Και φυσικά, μεταρρυθμίσεις με πρώτη και καλύτερη αυτή που θα επιτρέπει στην Ελλάδα να συνδιαλλάσσεται ελεύθερα με όποια χώρα στον κόσμο θέλει.
Ομως δυστυχώς η ηγεμονεύουσα πολιτική τάξη (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) αποτελείται εξ ολοκλήρου από «πελάτες» των Βρυξελλών, οπότε η μιζέρια θα συνεχισθεί. Και κάτω από τη σοφή καθοδήγηση των Βρυξελλών, η Ελλάδα θα μεταβάλλεται καθημερινά από «κράτος-προσοδοθήρα» σε «κράτος-παρία».
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.