Συχνά είμαστε εγκλωβισμένοι στην οπτική γωνία από την οποία παρατηρούμε τα πράγματα. Υπάρχει όμως ένας τρόπος να αλλάξουμε αυτή την κατάσταση, αλλάζοντας τεχνητά «πραγματικότητα».
Η ταινία «White man’s burden» του σκηνοθέτη Ντέσμοντ Νακάνο προσφέρει μία τέτοια ευκαιρία. Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια «εναλλακτική» Αμερική, στην οποία οι μαύροι αποτελούν την πλειοψηφία και συγκροτούν τα μέλη μιας κοινωνίας-ελίτ, ενώ οι λευκοί είναι αυτοί που κατοικούν στα γκέτο στο εσωτερικό τμήμα της πόλης.
Ο Λούις Πίνοκ (Τζον Τραβόλτα) είναι ένας λευκός εργάτης σε εργοστάσιο που παρασκευάζει σοκολάτες. Είναι ένας καλός σύζυγος και πατέρας δύο παιδιών. Όμως κάποια στιγμή επέρχεται μια μεγάλη παρεξήγηση και ανατρέπεται όλη του η ζωή. Πηγαίνοντας να παραδώσει ένα δέμα το οποίο προορίζεται για τον διευθυντή του Ταντέους Τόμας (Χάρι Μπελαφόντε), κατηγορείται άδικα ως ηδονοβλεψίας και χάνει τη δουλειά του. Τον κυνηγούν και τον χτυπούν μαύροι αστυνομικοί και η οικογένειά του εκδιώκεται από το σπίτι του. Για να προστατευτεί, αναγκάζεται να κάνει ενέργειες που ουδέποτε είχε διανοηθεί, όπως το να απαγάγει το μαύρο αφεντικό του.
Η ταινία δημιουργεί ένα απροσδιόριστο άγχος καθώς (αν είσαι λευκός φυσικά) μπαίνεις ασυνείδητα στη θέση που έχουν βρεθεί εκατομμύρια άνθρωποι γιατί έτυχε να έχουν λάθος χρώμα επιδερμίδας, σε λάθος τόπο και χρόνο. Αλλάζοντας «θέση», οι αντιθέσεις γίνονται πιο ορατές και διευκολύνονται συμπεράσματα που δεν προβληματίζουν ένα «βολεμένο» μυαλό.
Ένα νοητικό ταξίδι στο άγνωστο μέλλον
Βρισκόμαστε στα τέλη του 21ου αιώνα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαλυθεί καθώς δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το εκπληκτικό πείραμα που είχε ξεκινήσει μετά από αιματηρούς πολέμους στον 20ό αιώνα, οι οποίοι στοίχισαν τη ζωή εκατομμυρίων Ευρωπαίων. Η Ελλάδα κατάφερε να βγει από μία πολυετή κρίση στην οποία είχε περιπέσει στις αρχές του αιώνα, όταν κάποιοι νέοι Έλληνες έδιωξαν από την εξουσία όλους όσοι διαιώνιζαν αναχρονιστικές νοοτροπίες• εφάρμοσαν ένα εθνικό σχέδιο αλλάζοντας σαθρούς θεσμούς και πολεμώντας άρρωστες παραδόσεις, ενώ αξιοποίησαν τα πλεονεκτήματα της χώρας, υλοποιώντας εξωστρεφείς πολιτικές χωρίς να αντιμετωπίζουν τους ξένους με συνωμοσιολογικές δικαιολογίες.
Το 2057, με πρωτοβουλία 6 κρατών, ιδρύθηκε η Βαλκανική Ένωση, η οποία σταδιακά συμπεριέλαβε 11 χώρες.
Μεθυσμένη από τον εύκολο και φτηνό δανεισμό, η Αλβανία, κατά την 6ετία 2084-2089, αφού κατάργησε το λεκ υιοθετώντας το balcoin (νόμισμα της Βαλκανικής Ένωσης από το 2079), αύξησε τις κρατικές δαπάνες κατά 50%. Στο αλβανικό δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. balcoin, με συνέπεια να εκτιναχθεί από τα 183 στα 300 δισ. balcoin. Το 2089, η χώρα οδηγήθηκε στον τελικό δημοσιονομικό εκτροχιασμό, καθώς η αλβανική κυβέρνηση ξόδεψε ανεύθυνα σε μία χρονιά 36 δισ. balcoin πάνω από τα κρατικά έσοδα, καταγράφοντας δημοσιονομικό έλλειμμα 15,4%.
Τα στοιχεία που είχε δώσει η αλβανική κυβέρνηση στην Balkanstat αποδείχθηκαν πλαστά, αλλά κατηγορήθηκε ο Andrea Gjergj, ο οποίος είχε αναλάβει την Αλβανική Στατιστική Υπηρεσία το 2090 επιστρέφοντας από το Πεκίνο (έδρα του Παγκόσμιου Νομισματικού Ταμείου). Είχε ιδρυθεί από το 2078 η Βαλκανική Κεντρική Τράπεζα (ΒΚΤ) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όμως η νομισματική ένωση δεν είχε συμβαδίσει με τη δημοσιονομική ολοκλήρωση, ούτε υπήρχε υπουργός Οικονομικών των χωρών της ζώνης του balcoin.
Οι ελληνικές τράπεζες ήταν οι μεγαλύτεροι αγοραστές αλβανικών κρατικών ομολόγων (μαζί με τις ρουμάνικες). Αναζητώντας υψηλές αποδόσεις παρέβλεψαν τους κινδύνους της χώρας και η ελληνική κυβέρνηση, μπροστά στον κίνδυνο απώλειας καταθέσεων, διέσωσε τις ελληνικές τράπεζες μετατρέποντας το αλβανικό χρέος σε διακρατικό μεταξύ των χωρών της Βαλκανικής Ένωσης. Άλλωστε η κοινή γνώμη στην Ελλάδα πάντα πίστευε ότι οι Αλβανοί ήταν πονηροί και τεμπέληδες, παρότι πολλοί από αυτούς δούλευαν σκληρά στην Ελλάδα αλλά και στη χώρα τους. Από τη μεριά τους, η πλειοψηφία των Αλβανών πίστευαν ότι είναι θύματα συνωμοσίας ισχυρών χωρών, όπως η Ελλάδα, που πάντα ήθελαν να ελέγχουν τη χώρα και να αγοράσουν τα περιουσιακά της στοιχεία σε εξευτελιστικές τιμές.
Μετά από διαδοχικές κυβερνήσεις που απέφυγαν κάθε εθνική συνεννόηση, το καλοκαίρι του 2095 προκηρύχθηκε δημοψήφισμα όπου, με ένα συντριπτικό ποσοστό 61%, το αλβανικό εκλογικό σώμα έστειλε ένα περήφανο «ΟΧΙ» στους δανειστές.
Στην κεντρική πλατεία στα Τίρανα στήθηκε χορός, αλλά το ίδιο βράδυ, η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση της Αλβανίας αποφάσισε να αποδεχθεί τους χειρότερους όρους που είχαν προταθεί σε όλη τη διάρκεια της κρίσης. Ο κίνδυνος αποβολής της Αλβανίας όχι μόνο από τη ζώνη του balcoin αλλά και από τη Βαλκανική Ένωση ήταν πλέον η πιθανότερη πραγματικότητα. Με νωπές τις ιστορικές μνήμες της απομόνωσης της χώρας στο -όχι και τόσο παλιό- παρελθόν, συμφωνήθηκε ένα σχέδιο που προέβλεπε μεγάλα κρατικά πλεονάσματα για δεκαετίες, με εξασφάλιση σχεδόν του συνόλου της κρατικής περιουσίας.
Παρ' όλα αυτά η άποψη της πλειοψηφίας των Αλβανών για τους «ξένους» δεν άλλαξε.
Αντίπαλοι με τον εαυτό μας
Ας αναρωτηθεί ο καθένας μας -χωρίς ψεύτικες μεγαλοψυχίες, παρακαλώ- πώς πραγματικά θα αντιμετωπίζαμε τους Αλβανούς, αν έπρεπε να μοιραστούμε τον λογαριασμό της ζημιάς μαζί τους.
Υποψιάζομαι ότι θα έπαιρναν την απάντηση που λαμβάνει και ο πιο στενός συγγενής μας, όταν μας ζητάει οικονομική βοήθεια αφού προηγουμένως έχει ξοδέψει ασύστολα όλη του την περιουσία σαν να μην υπήρχε αύριο.
Η πολυετής κρίση έχει αλλάξει την ελληνική κοινωνία, ακόμη και αν αυτό δεν είναι άμεσα αντιληπτό. Η Ελλάδα πλήρωσε πανάκριβα τον κακό της εαυτό και τις συσσωρευμένες παθογένειές της. Για δεκαετίες οι πολιτικές ηγεσίες της χώρας, σε συνεργασία με την οικονομική ελίτ και την ανοχή ή και την υποστήριξη κομματικών, συνδικαλιστικών και άλλων θεσμών, ανατροφοδότησαν ένα μοντέλο στο οποίο δέσποζε το πελατειακό κράτος που αντλούσε χρηματοδότηση από ξένα χρήματα.
Σύντομα τα Μνημόνια θα είναι παρελθόν, όμως το πραγματικό θέμα είναι αν η μελλοντική πορεία της χώρας θα σχεδιαστεί από εμάς ή αν θα συνεχίσουμε τον κλεφτοπόλεμο με ένα σχέδιο και με τους όρους που θα μας επιβάλλουν. Οι κατηγορίες εναντίον των ξένων δεν προσφέρουν καμία θεραπεία στις χρόνιες ασθένειες.
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος για να ανταποκριθούμε στην πρόκληση είναι ο ίδιος μας ο εαυτός.
*Ο Κώστας Μαρκάζος είναι οικονομολόγος, συγγραφέας του βιβλίου "ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ" (εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη)
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.