Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων χαρακτηρίστηκαν σε πρώτη φάση από αυτό που ο Πασκάλ Μπρικνέρ ονομάζει «μελαγχολία της δημοκρατίας». Οι μεγάλες πολιτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, είτε κεντροδεξιές είτε σοσιαλδημοκρατικές, ακολούθησαν το ίδιο περίπου μοντέλο διοίκησης, που μπορεί να συνοψιστεί με τη φράση «κοινωνική οικονομία της αγοράς».
Είναι προφανές ότι στον ευρωπαϊκό χώρο, παρά τα μεγάλα επιτεύγματα στην ειρήνη, στην ευημερία, στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, στην εξύψωση του Ευρωπαίου πολίτη, παρατηρήθηκαν προβλήματα καθώς και παρακμιακά φαινόμενα. Αυτό είναι φυσικό μετά από 60 χρόνια πορείας της ΕΟΚ και μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και μεγάλων μεταβολών στο παγκόσμιο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο.
Τα προβλήματα αυτά, μεταξύ των οποίων η μείωση της απασχόλησης και το προσφυγικό, συνέβαλαν στο να δημιουργηθούν πολιτικά κόμματα με καθαρά δημαγωγικό χαρακτήρα, που κατόρθωσαν να γίνουν ελκυστικά σε σοβαρό ποσοστό πολιτών ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών.
Ο χαρακτήρας των πολιτικών αυτών κομμάτων είναι κυρίως ακραίος δεξιός και εθνικολαϊκιστικός, κινούνται δε με βάση ιδέες περί διάλυσης της ΕΕ και ενίσχυσης του έθνους-κράτους. Η δραστηριότητά τους θυμίζει τις πιο μαύρες σελίδες της ευρωπαϊκής Ιστορίας και χαρακτηρίζεται από υπεραπλουστεύσεις στην αντιμετώπιση των προβλημάτων.
Εμφανίζουν ως λύσεις σε κάθε πρόβλημα δραστικές αποφάσεις που έρχονται σε σύγκρουση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο αλλά και την κοινή λογική, με αποτέλεσμα να παρασύρουν πολίτες που κινούνται με το θυμικό ή υπεραπλουστεύουν το μέγεθος των προβλημάτων. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η απάντηση στο ερώτημα «τι κάνουμε με τους πρόσφυγες;». Η απάντηση που δίνουν, ότι οι πρόσφυγες πρέπει να φύγουν, αγνοεί την πραγματικότητα, το ευρωπαϊκό κεκτημένο και τον ανθρωπισμό που χαρακτηρίζει τις ευρωπαϊκές πολιτικές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την οικουμενική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και το δίκαιο των προσφύγων.
Επομένως η απάντηση αποτελεί ανατροπή των συνταγματικών δεδομένων και των διεθνών υποχρεώσεων των κρατών-μελών, άρα παραβίαση της δημοκρατικής τάξης.
Οι φόβοι που δημιουργήθηκαν στα δημοκρατικά κόμματα για τη δραστηριότητα των εθνικολαϊκιστών και ακροδεξιών δεν επιβεβαιώθηκαν από τα τελικά αποτελέσματα εκλογών και σχηματισμού κυβερνήσεων σε πολλά κράτη-μέλη. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν επηρεάζουν με την πίεση που ασκούν στις κυβερνήσεις σχετικά με αποφάσεις που αφορούν στην ΕΕ, ούτε ότι δεν θα υπάρξει νέο αυξητικό κύμα στο μέλλον. Από την άλλη πλευρά, η νέα εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στα ευρωπαϊκά όργανα χρειάζεται να γίνει προσεκτικά και να συνοδευθεί από επικοινωνιακές ενέργειες που θα δημιουργήσουν θετική στάση στους Ευρωπαίους πολίτες.
Κινήσεις από τις μεγάλες χώρες προετοιμασίας τροποποιήσεων της Ευρωπαϊκής Συνθήκης μπορούν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο και σε αυτές τις χώρες και στις μικρότερες. Είναι απόλυτη ανάγκη οι όποιες αλλαγές για το μέλλον της Ευρώπης να προχωρήσουν με τη συμμετοχή όλων και με διαδικασίες διαφανείς και επεξηγήσιμες προς τους ευρωπαϊκούς λαούς.
Παρακολουθώντας από χρόνια τη δραστηριότητα των ευρωπαϊκών οργάνων και πεπεισμένη υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, θέλω να σημειώσω τη λανθασμένη τακτική που ακολουθείται στο Συμβούλιο και δυστυχώς στο Κοινοβούλιο και στην Επιτροπή, με τις επαναλαμβανόμενες προτάσεις επί των ιδίων θεμάτων από την Κομισιόν στο Κοινοβούλιο, τις αναθέσεις όλων των σημαντικών εκθέσεων σε εισηγητές των μεγάλων χωρών και κυρίως στους Γερμανούς και τις αδιαφανείς διαδικασίες μέσω των οποίων λαμβάνονται εκ των προτέρων ορισμένες αποφάσεις από μεγάλες χώρες και έρχονται υπό πίεση στα όργανα που συμμετέχουν όλοι. Η κατάσταση αυτή τυγχάνει συνεχούς εκμετάλλευσης από τα λαϊκίστικα κόμματα.
Γι’ αυτό και είναι ανάγκη να κατανοήσουν όλοι οι υπεύθυνοι των ευρωπαϊκών οργάνων ότι η Ευρώπη δεν κινείται στον αυτόματο πιλότο, ούτε τα ευρωπαϊκά κόμματα δικαιούνται να κλαίνε τη μοίρα τους βλέποντας τον λαϊκισμό να ανεβαίνει. Οφείλουν να πράξουν τα αναγκαία και να εφαρμόζουν πλήρως και με διαφάνεια την Ευρωπαϊκή Συνθήκη. Επίσης, να δίνουν προοπτική στους πολίτες και να εξηγούν μαζί με τις κυβερνήσεις πως ό,τι προετοιμάζουν για το μέλλον θα είναι αντάξιο του σχεδιασμού των «πατέρων» της Ένωσης της Ευρώπης.
Η Ευρώπη, άλλωστε, για να υπάρχει πρέπει να ανήκει σε όλους.
*Η Μαριέττα Γιαννάκου είναι πολιτικός, πρώην βουλευτής και ευρωβουλευτής της ΝΔ, πρώην υπουργός Παιδείας και πρώην υπουργός Υγείας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.