Χωρίς καμία αμφιβολία, η στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, ιδιαίτερα δε στο επίπεδο του Πρωθυπουργού, είναι μια θετική και ενθαρρυντική εξέλιξη που κανένας καλόπιστος παρατηρητής δεν μπορεί να αγνοήσει.
Ως φαίνεται δε, η εξέλιξη αυτή, σταδιακά, ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2015 και σε επίπεδο θεωρίας, πήρε σάρκα και οστά με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος – μνημονίου. Στο πλαίσιο αυτό η σταθεροποίηση της οικονομίας και η βελτίωση της προοπτικής της, καθώς και οι πολύ καλές επιδόσεις στον τομέα του τουρισμού είναι τα καλά νέα της εποχής μας. Όπως επίσης καλό νέο είναι και το γεγονός ότι ο κύριος Πρωθυπουργός δείχνει να έχει συνειδητοποιήσει στις διαστάσεις που πρέπει τη σημασία που έχουν οι επενδύσεις τόσο σε επίπεδο ανάπτυξης όσο και στην προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί για να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο της χώρας.
Ωστόσο, εάν θέλουμε να είμαστε σοβαροί και αντικειμενικοί, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα σοβαρά κενά στην οικονομική πολιτική που εφαρμόζεται και τις βασικές αδυναμίες που διέπουν το επενδυτικό περιβάλλον. Κατά πρώτο λόγο αξίζει να υπενθυμίσουμε και να υπογραμμίσουμε για μια ακόμη φορά ότι η Ελλάδα για να συντηρήσει τον υπάρχοντα παραγωγικό της ιστό έχει ανάγκη από επενδύσεις της τάξεως των 15-20 δισ. ευρώ το χρόνο, ποσό από το οποίο απέχουμε αισθητά.
Αν δε θέλουμε να πραγματοποιηθούν διαρθρωτικές αλλαγές στον παραγωγικό ιστό, τα επόμενα χρόνια θα πρέπει να βρεθούν άλλα 60-70 δισ. ευρώ, ποσό που μοιάζει για την ώρα εξωπραγματικό.
Υπό το φως λοιπόν των αριθμών αυτών, ένα πρώτο και σοβαρό πρόβλημα για την πραγματοποίηση επενδύσεων είναι η εξεύρεση κεφαλαίων. Βέβαια κάποιοι θα υποστηρίξουν, και δεν θα έχουν άδικο, ότι ένα μέρος μπορεί να καλυφθεί από το περίφημο πλάνο Γιούνκερ, από το οποίο όμως η Ελλάδα δε δείχνει μέχρι στιγμής να έχει τις δέουσες απορροφήσεις.
Ένα άλλο αρνητικό σημείο στη σημερινή επενδυτική φιλολογία είναι η τραπεζική διάσταση του όλου θέματος. Δεν κομίζουμε γλαύκας στην Αθήνα τονίζοντας ότι η χώρα αντιμετωπίζει μια επενδυτική καχεξία, η οποία οφείλεται στην αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να συμβάλλει επαρκώς στη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Οι τράπεζες δεν έχουν συνέλθει όσο θα έπρεπε από την κρίση του 2015, όταν το πείραμα της τότε κυβέρνησης και του Υπουργού της Οικονομίας οδήγησε στην πολυσυζητημένη τραπεζική αργία. Υπενθυμίζουμε ότι εκείνη τη δραματική περίοδο καταθέσεις ύψους 40 δισ. ευρώ έφυγαν χωρίς ποτέ να επιστρέψουν από το τραπεζικό σύστημα και όλα δείχνουν ότι έχουν χαθεί οριστικά. Αυτό εξάλλου προκύπτει από σημαντικό ρεπορτάζ κυριακάτικης εφημερίδας το οποίο αποκαλύπτει ότι 38 δισ. ευρώ βρίσκονται αποθησαυρισμένα στη χώρα και αντί να ενισχύσουν την πραγματική οικονομία, στην ουσία θα χρησιμοποιηθούν για να καλύψουν φορολογικές υποχρεώσεις και ενδεχομένως αποπληρωμές κόκκινων δανείων.
Δεν είναι περίεργο ότι στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν συνεχίζεται η μείωση στη χορήγηση τραπεζικών δανείων στην πραγματική οικονομία, ενώ τα επιτόκια του τραπεζικού δανεισμού παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα και σε αρκετές περιπτώσεις είναι τριπλάσια από τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι οι αιμοδότες της οικονομία, που είναι οι τράπεζες, έχουν σοβαρά προβλήματα, τα οποία για την ώρα τουλάχιστον, δεν έχουμε την εντύπωση ότι αντιμετωπίζονται με την απαραίτητη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα.
Κατά συνέπεια, δεν είναι περίεργο ότι στις συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί αρκετές επιχειρήσεις αναζητούν άλλες χώρες εγκατάστασης για να μπορούν να κινούνται σε ευνοϊκότερα φορολογικά και τραπεζικά περιβάλλοντα. Άλλες επιχειρήσεις πάλι, όπως ο κύριος Πρωθυπουργός μπόρεσε να διαπιστώσει εσχάτως, απορροφούνται από ξένες πολυεθνικές, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τους περιορισμούς που χαρακτηρίζουν το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί διευκόλυναν τις τράπεζες χωρών της ευρωπαϊκής ζώνης που αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα, δεν πρόσφεραν όπως μεγάλες ευκαιρίες στις ελληνικές τράπεζες όπως έκαναν στην Ισπανία, στην Ιταλία και στην Πορτογαλία, γιατί, εκτός των άλλων, η σημερινή κυβέρνηση δεν έκανε συγκεκριμένες προτάσεις, ούτε μπόρεσε να ασκήσει πολιτική πίεση προς αυτή την κατεύθυνση.
Κατά την εκτίμησή μας, οι τελευταίες προσπάθειες που γίνονται μέσω του Γάλλου Προέδρου για μια κάποια ενίσχυση του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, έρχονται αργά και με όρους αβεβαιότητας, αν λάβουμε υπόψη μας ότι ο κύριος Εμμανουέλ Μακρόν αντιμετωπίζει το μεγάλο ερωτηματικό των Γερμανικών εκλογών.
Πέρα από όλα αυτά που προηγούνται, σύμφωνα με δηλώσεις του κυρίου Πρωθυπουργού, ναι μεν έχει τη διάθεση να καταπολεμήσει την ανίκητη ελληνική γραφειοκρατία, πλην όμως ο ίδιος ομολογεί ότι μια τέτοια προσπάθεια θα είναι μακρόχρονη και άρα δεν μπορεί παρά να έχει και πολύ μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Συνεπώς είναι πολύ θετικό το να ακούμε ωραία λόγια για τις επενδύσεις, την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, τις καινοτομίες, τις γνώσεις και την εξωστρέφεια, αλλά στο επίπεδο των έργων, πολύ φοβόμαστε, ότι η επείγουσα αναδιάρθρωση και επανεκκίνηση σε νέες βάσεις της ελληνικής οικονομίας έχει ακόμη μπροστά της πολλά χιλιόμετρα να διανύσει.
* Πρόεδρος του Ελληνικού Συνδέσμου Βιομηχανικών Επωνύμων Προϊόντων (ΕΣΒΕΠ)
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.