Οι τρεις επίορκοι εφοριακοί που βρέθηκαν πρόσφατα με αδικαιολόγητες τραπεζικές καταθέσεις των 550.000 ευρώ ο καθένας, είναι η πιο ορατή πλευρά του παγόβουνου. Υπάρχει και η αόρατη, η οποία όμως είναι εξόχως οδυνηρή αλλά και εύγλωττη ως προς τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία κανείς δεν θέλει να δει κατάματα. Ευλόγως, βέβαια, γιατί υπάρχει ο κίνδυνος να στραβωθεί δια βίου –κάτι που κατά την γνώμη μας έχει ήδη συμβεί.
Ελάχιστους έτσι απασχολεί το πραγματικό κόστος της διαφθοράς στην χώρα μας, το οποίο κατέχει απίστευτο πανευρωπαϊκό ρεκόρ αλλά και κυρίαρχη θέση στην αποδόμηση της εσωτερικής αγοράς εργασίας.
Ο πρώην Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης και έγκριτος νομικός κ. Λέανδρος Ρακιντζής είναι κατηγορηματικός και ξεκάθαρος. Το κόστος της διαφθοράς στην Ελλάδα ανέρχεται σε πάνω από 40 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσό που σε κατά κεφαλήν υπολογισμό είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι που υποστηρίζουν ότι το κόστος αυτό δημιουργεί παραοικονομικά εισοδήματα –άρα, σε εποχές κρίσης, το ύψος του δεν είναι και τόσο αρνητικό.
Δυστυχώς για τους θεωρητικούς αυτής της κυνικής πραγματικότητας, υπάρχει και μία άλλη πτυχή στο θέμα την οποία, σκοπίμως βεβαίως, αποκρύπτουν. Πρόκειται για την σχέση της διαφθοράς με την απασχόληση, ήτοι με την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας –και από αυτή την οπτική γωνία, οι επιπτώσεις της διαφθοράς είναι τραγικές. Διότι, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας τις μελέτες και τις σχετικές εκτιμήσεις του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ) σχετικά με το κόστος δημιουργίας μίας θέσης εργασίας, τα συμπεράσματα είναι αμείλικτα. Συγκεκριμένα, για την Ελλάδα ο ΟΟΣΑ εκτιμά το κόστος αυτό στα 15.000 ευρώ ανά θέση εργασίας. Τούτο σημαίνει λοιπόν ότι η εγχώρια διαφθορά αντιστοιχεί σε σχεδόν 300.000 θέσεις εργασίας που χάνονται. Αυτές οι θέσεις όμως αντιπροσωπεύουν το 25% περίπου του αριθμού των σημερινών ανέργων και το 60% της ανεργίας των νέων.
Είναι λοιπόν σαφές ότι το κοινωνικό κόστος της διαφθοράς είναι τεράστιο. Αν συνυπολογισθούν δε και οι παραγωγικές επενδύσεις που χάνονται λόγω διαφθοράς, τότε το φαινόμενο προσλαμβάνει δραματικές διαστάσεις τις οποίες κανείς πλέον δεν έχει το δικαίωμα να αγνοεί.
Αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος που ο φάκελλος «διαφθορά στην Ελλάδα» θεωρείται καυτός τόσο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και στον ΟΟΣΑ και, όπως μαθαίνουμε, γίνεται όλο και βαρύτερος. Βρίθει δε από περιπτώσεις κακοδιοικήσεως, διαφθοράς, εξαπατήσεως και παντελούς ελλείψεως βουλήσεως να προχωρήσει η χώρα σε κάποιες στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις που θα τής επιτρέψουν να ελπίζει ότι κάποτε θα μπορέσει να βγει από την κρίση.
Από όλους τους επίσημους κοινοτικούς παράγοντες επισημαίνεται ότι η Ελλάδα πάσχει απελπιστικά από την δημόσια διοίκηση και την διαφθορά που επικρατεί στους κόλπους της, ενώ την ίδια στιγμή το πολιτικό σύστημα –που είναι και ο δημιουργός αυτής της καταστάσεως– δεν τολμά να λάβει τα απαραίτητα μέτρα. Ως φαίνεται δε, σε μεγάλο βαθμό, υπάρχουν και συνενοχές που κάνουν την κατάσταση πιο οδυνηρή και την θεραπεία της άπιαστο όνειρο.
Η διαφθορά δεν μειώθηκε, αλλά πλέον αποκαλύπτεται, υποστηρίζει ο πρώην Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοικήσεως, υπογραμμίζοντας ότι η κρίση επηρέασε ποσοτικά και ποιοτικά τα χαρακτηριστικά της. Όπως αναφέρει, μπορεί να μειώθηκαν τα ποσά που διακινούνται, ωστόσο καταγράφεται σχετική αύξηση των παραβατών καθώς κάποιοι προσπαθούν με τις πρακτικές αυτές να καλύψουν …τις περικοπές των εισοδημάτων τους. Σημειώνουμε ότι τα 11,5 χρόνια που ήταν ενεργός στην θέση του, ο κ. Λέανδρος Ρακιντζής είχε επισημάνει με εκρηκτικές εκθέσεις του καραμπινάτες ιστορίες απάτης, με τις οποίες καμμία δικαιοσύνη δεν δέησε να ασχοληθεί. Ως φαίνεται, 40 δισεκατομμύρια ευρώ δεν ήσαν αρκετά.
Από την άλλη πλευρά, ο κ. Λ. Ρακιντζής σημειώνει ότι διακύβευμα παραμένει το αποτέλεσμα –ήτοι, η επιβολή ποινών και η περιστολή της διαφθοράς.
Σε αυτό το πλαίσιο, όμως, αποκαλύπτονται τεράστια προβλήματα:
*Με τις αλλαγές στο πειθαρχικό δίκαιο (με τον νόμο 4014/2011) τού αφαίρεσαν το δικαίωμα εφέσεως στις αποφάσεις των πρωτοβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων. Έτσι, σημειώνει, έχει στηθεί «πλυντήριο» αθωωτικών αποφάσεων για επίορκους υπαλλήλους.
*Στο ποινικό σκέλος υπάρχουν τεράστιες καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης στα δικαστήρια. Έχουν σταλεί 2.000 υποθέσεις στον Εισαγγελέα και δεν έχει τελειώσει καμμία. Κάνει μάλιστα λόγο για καθυστερήσεις που αγγίζουν τα όρια της αρνησιδικίας!
*Οι ποινές είναι τόσο μικρές ώστε να μην θεωρούνται αποτρεπτικές. Ένας χρόνος φυλακή εξαγοράσιμος είναι περίπου 3.000-3.500 χιλιάδες ευρώ και δεν λειτουργεί αποτρεπτικά.
Όμως, το μεγάλο πρόβλημα της χώρας είναι ότι η διαφθορά, υπό τις διάφορες μορφές της, έχει διαπεράσει το σύνολο του κοινωνικού ιστού και άρα η καταπολέμησή της είναι σχεδόν αδύνατη γιατί συναντά και λαϊκές αντιδράσεις. Κατά πρώτο λόγο, οι συντεχνίες του Δημοσίου και των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών (ΔΕΚΟ), κάθε φορά που επιχειρείται η θέσπιση μέτρων καταπολεμήσεως της διαφθοράς στους χώρους τους, αντιδρούν με «κινητοποιήσεις» και πολιτικοποιούν την διαφθορά.
Αρκετά πρόσφατα γεγονότα επιβεβαιώνουν την άποψη αυτή. Για παράδειγμα αναφέρουμε ότι, όταν η τρόϊκα θέλησε να καταγράψει κάποιες εκτάσεις στην Ελλάδα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν τουριστικά με επενδύσεις ή και να πωληθούν, ανακάλυψε με μεγάλη έκπληξη ότι οι εκτάσεις αυτές –ιδιαιτέρως στον νομό Ηλείας– είναι καταπατημένες και έχουν γεμίσει αυθαίρετα κτίσματα. Ακόμα χειρότερα, κάθε φορά που οι καταπατητές «υποπτεύονται» ότι θα μπορούσε να γίνει μία επένδυση στην περιοχή τους, αμέσως «αφυπνίζονται» τα οικολογικά τους αντανακλαστικά και «ορθώνουν το ανάστημά τους» σε όσους επιχειρούν να επενδύσουν.
Κατά κανόνα δε οι «κινητοποιήσεις» αυτές στηρίζονται και από τα «προοδευτικά» κόμματα, που δεν χάνουν την ευκαιρία να επιδείξουν «οικολογικές ευαισθησίες». Ενδεικτικές της καταστάσεως αυτής είναι αρκετές περιπτώσεις στους νομούς Ηλείας και Χαλκιδικής, στους οποίους βεβαίως οργιάζει και η παραοικονομία.
Κατά τα λοιπά, για την κατάσταση της οικονομίας ας όψονται οι «τοκογλύφοι» που όταν εμείς εκδίδουμε ομόλογα με 4,35% αυτοί μάς δανείζουν με 1,5% –στο όνομα της «τοκογλυφίας»…
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.